Η Ευρώπη διατρέχει σημαντικό κίνδυνο έναντι της ευκολίας με την οποία τα κλασικά ευρωπαϊκά κόμματα ενδίδουν στην ακροδεξιά ρητορική, προειδοποιεί ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στη συνέντευξή του στο «Βήμα». Ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν μιλάει επίσης για το Μεταναστευτικό, τη διεύρυνση και την ανάγκη εσωτερικής μεταρρύθμισης της ΕΕ, για τα προβλήματα των απλών πολιτών, αλλά και για την Ελλάδα, για την οποία δηλώνει ικανοποιημένος από την πορεία της.

«Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη γεωγραφία»

Ξεκινήσαμε τη συζήτηση από το Μεταναστευτικό. Την ώρα της συνάντησής μας, άλλωστε, το θέμα απασχολούσε το Συμβούλιο των υπουργών Εσωτερικών της ΕΕ που συνεδρίαζε απέναντι από το Μπερλεμόντ, όπου βρίσκεται το γραφείο του κ. Γιούνκερ. «Οι άνθρωποι που διασχίζουν τη Μεσόγειο πρέπει να γνωρίζουν ότι θα σταλούν πίσω. Για να γίνει αυτό, που είναι διαφορετικό από τα push backs, πρέπει να γίνουν συμφωνίες με τις χώρες προέλευσης. Είναι δίλημμα, διότι πρέπει να κάνουμε συμφωνίες με καθεστώτα που δεν τηρούν ούτε τις βασικές δημοκρατικές αξίες, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη γεωγραφία. Είναι δύσκολο να κάνεις συμφωνίες με την Τυνησία και τη Λιβύη, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση» λέει. Αναγνωρίζει πάντως πως η συμφωνία που έγινε με την Τυνησία στην επίσκεψη των Μελόνι, Ρούτε και Φον ντερ Λάιεν «δεν δείχνει ότι έχει μέχρι στιγμής αλλάξει κάτι. Οι ροές αυξάνονται».

Κατά τον κ. Γιούνκερ «στο Μεταναστευτικό η Ελλάδα πηγαίνει καλύτερα (σε σχέση με τις ροές προς την Ιταλία). Υπήρχαν προβλήματα με τα push backs, αλλά η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας γενικά έχει βοηθήσει, παρά τις δυσκολίες από καιρού εις καιρόν». Δεν ξεχνά πάντως ότι η Ελλάδα έχει υποφέρει από το «άλυτο Μεταναστευτικό», αλλά και εξαιτίας των δημοσιονομικών προβλημάτων. «Κάποιοι λένε ότι δεν είμαι αντικειμενικός με την Ελλάδα, αλλά η ΕΕ, η τρόικα, η ΕΚΤ νουθετούσαν τη χώρα και έβαλα τέλος στην τρόικα».

Οσον αφορά τη σημερινή πορεία της χώρας, δηλώνει «ικανοποιημένος». «Παρότι δεν συμπαθώ τους οίκους αξιολόγησης, διότι στο παρελθόν έκαναν αναλύσεις για την Ελλάδα που δεν διέφεραν από τις αξιολογήσεις που έδιναν σε χώρες όπως η Αργεντινή, χαίρομαι που αναβάθμισαν την αξιοπιστία της Ελλάδας, γεγονός που βοηθά την ελληνική οικονομία και γενικότερα την αποδοχή των επιδόσεών της από την ΕΕ και παγκοσμίως. Η ελληνική οικονομία πηγαίνει εξαιρετικά καλά, ο ρυθμός ανάπτυξης είναι υψηλότερος από αυτόν της ευρωζώνης, γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι είχα δίκιο που υποστήριξα να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ έναντι των πιέσεων της Γερμανίας και άλλων χωρών που ήθελαν τη χώρα εκτός ευρωζώνης. Οι Ελληνες έκαναν τη δουλειά που περιμέναμε». Τονίζει μάλιστα ότι σήμερα η Ευρώπη πρέπει να επιδείξει αλληλεγγύη προς την Ελλάδα έναντι των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. «Δεν μπορεί να αφεθούν οι Ελληνες μόνοι τους με τις επιπτώσεις της τριπλής κρίσης – πλημμύρες, φωτιές και Μεταναστευτικό –, χωρίς την Ευρώπη».

Τον ρωτάμε για τη διεύρυνση της ΕΕ. «Οταν ανέλαβα πρόεδρος της Κομισιόν, δήλωσα ότι δεν θα υπάρξει διεύρυνση της ΕΕ κατά τη διάρκεια της εντολής μου. Υπήρξε ταραχή, πολλοί είπαν ότι αυτό θα ήταν μεγάλο λάθος. Αλλά ήμουν πάντα της άποψης ότι θα πρέπει να εκπληρωθούν τα κριτήρια ένταξης από τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Εκαναν μεγάλες προσπάθειες, αλλά δεν προχώρησε η ένταξή τους, όχι μόνο διότι η Κομισιόν ήταν αντίθετη, αλλά και γιατί ορισμένα κράτη ήταν απρόθυμα. Στις επισκέψεις μου στις χώρες έβλεπα ότι υπάρχουν τόσο πολλά προβλήματα εντός και μεταξύ τους. Τους έλεγα τότε ότι πρέπει να τα λύσουν, διότι δεν μπορούμε να εισαγάγουμε προβλήματα στην ΕΕ. Σχεδόν τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε. Και τώρα η συζήτηση για την ένταξη της Ουκρανίας προστίθεται στην ήδη περίπλοκη κατάσταση σε αυτή την πολύπλοκη περιοχή. Δεν μου αρέσει να δίνονται ψεύτικες υποσχέσεις στην Ουκρανία. Ακόμη και πριν από τον τραγικό πόλεμο, δεν ήταν έτοιμη. Η διαφθορά είναι ένα σοβαρό ζήτημα. Αν το εισαγάγουμε, θα μας οδηγήσει σε τεράστια προβλήματα, όπως έχουμε ήδη σε ορισμένα κράτη. Η ένταξη της Ουκρανίας θα χρειαστεί δεκαετίες, αλλά θα πρέπει να έχει ξεκάθαρη ευρωπαϊκή προοπτική. Το ίδιο ισχύει για τη Μολδαβία και τα Δυτικά Βαλκάνια. Δεν είμαι υπέρ τού να δίνονται ημερομηνίες ένταξης» απαντά. Επιπλέον, σημειώνει ότι «πρέπει να προετοιμάσουμε την ΕΕ για να δεχτεί περισσότερα μέλη. Η ΕΕ δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει σωστά με πάνω από 32-33 μέλη, αν δεν αλλάξει τον τρόπο λήψης αποφάσεων. Πρέπει να αποδεχτούμε άμεσα την ιδέα ότι στις Εξωτερικές Υποθέσεις η ΕΕ πρέπει να αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία και για να γίνει δεν χρειάζεται αλλαγή Συνθηκών. Για αλλαγές στις Συνθήκες έχουμε καιρό».

Στο πλαίσιο αυτό ζητάμε τη γνώμη του για τη γαλλογερμανική πρόταση δημιουργίας μιας ΕΕ πολλών ταχυτήτων. «Δεν τη λαμβάνω ως θέση των κυβερνήσεων των δύο χωρών. Είναι πρόταση, όπως αυτές που κάνουν οι δεξαμενές σκέψης. Μπορεί να είναι δυνατόν (οι υποψήφιες χώρες) ύστερα από δύσκολη διαπραγμάτευση να συμμετέχουν σε κάποια στοιχεία ευρωπαϊκής πολιτικής κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με την εσωτερική αγορά. Θα ήταν ένας τρόπος η ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών να γίνει πιο αξιόπιστη, να είναι μέρος της προενταξιακής διαδικασίας».

Η προσέγγιση των ακροδεξιών κερδίζει έδαφος

Μιλάμε για την ακρίβεια σε μια περίοδο που η ΕΕ οδεύει προς εκλογές. «Ξεχνάμε πολλές φορές τους απλούς ανθρώπους. Εχουμε θεωρητικά όνειρα, αλλά οι απλοί άνθρωποι υποφέρουν. Κυρίως στην Ελλάδα, παρότι η κατάσταση έχει βελτιωθεί. Οι απλοί άνθρωποι δεν κατανοούν ακριβώς τι συμβαίνει διεθνώς με την κλιματική αλλαγή, τον πόλεμο στην Ουκρανία, και η Ακροδεξιά καταφεύγει σε εύκολη ρητορική. Πρέπει να δείξουμε στους πολίτες τι θα γινόταν στην Ευρώπη αν η Ακροδεξιά ήταν στην εξουσία στα κράτη-μέλη. Θα σήμαινε το τέλος της ΕΕ. Προειδοποιώ έναντι καταστάσεων όπου αντιπρόσωποι των συστημικών ευρωπαϊκών κομμάτων επαναλαμβάνουν τα μηνύματα των ακροδεξιών. Ορισμένα κόμματα, όχι μόνο οι Συντηρητικοί αλλά και οι Σοσιαλδημοκράτες, ενδίδουν σε έναν βαθμό στην προπαγάνδα των άκρων. Αν επαναλαμβάνουμε τι λένε, αντί να τους αντιμετωπίζουμε ευθέως, διατρέχουμε σημαντικούς κινδύνους. Οπότε τα παραδοσιακά κόμματα θα πρέπει να αντισταθούν στον πειρασμό της ευκολίας. Η κύρια ανησυχία μου είναι οι «παλιές» οικογένειες της Ευρωβουλής να ενδώσουν στη ρητορική των άκρων. Η προσέγγιση των ακροδεξιών κερδίζει έδαφος. Προειδοποιώ έναντι της εξέλιξης αυτής. Θα πρέπει να υπάρξει τείχος μεταξύ των ακραίων και των λαϊκιστών και των αποδεδειγμένα ευρωπαϊκών κομμάτων».