Ο Γιον Φόσε δεν μπορεί να θυμηθεί πόσες παραστάσεις έργων του έχουν ανέβει, πόσω μάλλον πόσες συνεντεύξεις έχει δώσει σχετικά. Αυτός είναι ένας λόγος που η συνομιλία μας έγινε μέσω Zoom, κι ας είναι «οπαδός» των γραπτών συνεντεύξεων. «Κουράστηκα να απαντάω και είπα να δοκιμάσω τον προφορικό λόγο, αν και μου είναι δύσκολο να μιλάω έτσι» θα πει. Δεν του λείπει βέβαια η ευφράδεια, καθώς όσο κουβεντιάζουμε με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του με τίτλο «Το άλλο όνομα – Επταλογία Ι-ΙΙ» (μτφ. Σωτήρης Σουλιώτης, εκδ. Gutenberg) – του πρώτου από τους τρεις τόμους που συναπαρτίζουν τα επτά μέρη αυτού του φιλόδοξου έργου -, μιλάει αργά αλλά σταθερά, με διάρκεια και με μια πνοή, περίπου όπως είναι γραμμένο το πόνημά του, δίχως ούτε ένα σημείο στίξης. Ευτυχώς ο λόγος του δεν είναι εξίσου ελλειπτικός με το κείμενό του και μολονότι το περιβάλλον του μοιάζει ασκητικό, η μειλίχια παρουσία του και η ταπεινότητα με την οποία προφέρει προτάσεις όπως «έχω υπάρξει ο πιο δημοφιλής θεατρικός συγγραφέας» σε κάνουν δέσμια της ένρινης, έντονης νορβηγικής προφοράς του που τελικά φέρει μια υπόγεια μουσικότητα. Ακριβώς όπως σε κερδίζει τελικά στο βιβλίο η ιστορία του ηλικιωμένου ζωγράφου Ασλε και του συνονόματου και επίσης ζωγράφου φίλου του καθώς μοιράζονται σκέψεις για την τέχνη, τον Θεό, τη φιλία, τον αλκοολισμό.

Γιατί επιλέξατε να είναι οι πρωταγωνιστές σας ζωγράφοι;

«Δεν ήταν μια επιλογή. Ξέρετε, είναι απλός ο τρόπος που γράφω, συνήθως απλώς αρχίζω και αν σε αυτή την αφετηρία υπάρχει κάτι, τότε τα υπόλοιπα ακολουθούν. Προτιμώ να μην προγραμματίζω ή να προσχεδιάζω τα πράγματα, γιατί για εμένα η συγγραφή έχει να κάνει με το να αφουγκράζεσαι το άγνωστο. Αν ξέρω προκαταβολικά τι θα γράψω, τότε δεν έχει ενδιαφέρον, είναι απλώς μια επανάληψη όσων ήδη γνωρίζω. Η μαγεία της συγγραφής είναι ότι κάτι καινούργιο προκύπτει, κάτι που δεν γνώριζα μέχρι τότε, είτε στη μορφή είτε στο περιεχόμενο. Οταν αρχίζεις να γράφεις και βρίσκεις μια κατεύθυνση ή ένα είδος λογικής που αναπτύσσεται σε έναν σύμπαν, είναι κάτι μοναδικό για κάθε νέο κείμενο, θα έλεγα. Τουλάχιστον έτσι συμβαίνει με εμένα. Ξεκίνησα με έναν ζωγράφο ο οποίος συνάντησε έναν άλλον ζωγράφο με το ίδιο όνομα, οπότε θεώρησα ότι πρέπει να μάθω περισσότερα για τη ζωή ενός πραγματικού καλλιτέχνη. Εχω τρεις φίλους που είναι επαγγελματίες ζωγράφοι και μίλησα ώρες πολλές μαζί τους για να μάθω πολλές πρακτικές λεπτομέρειες. Ορισμένες από τις περιγραφές τους τις έχω χρησιμοποιήσει στην επταλογία μου».

Κι εσείς όμως είχατε ασχοληθεί με τη ζωγραφική παλαιότερα.

«Είναι αλήθεια. Στις αρχές της εφηβείας μου έπαιζα μουσική αλλά προσπάθησα και να ζωγραφίσω. Μετά σταμάτησα και όταν ήμουν γύρω στα 30 ξεκίνησα ξανά τις απόπειρες. Πάντα έβρισκα συναρπαστική την αίσθηση του λαδιού στον καμβά, δεν ξέρω γιατί. Ποτέ όμως δεν ζωγράφιζα με φιλοδοξία, ήθελα να γίνει με τον δικό μου τρόπο γιατί αλλιώς δεν θα είχε νόημα».

Ποιος ήταν ο δικός σας τρόπος;

«Μα αυτό είναι το θέμα, ότι δεν τον βρήκα ποτέ, γι’ αυτό και σταμάτησα. Προσπάθησα προς πολλές κατευθύνσεις αλλά δεν είχα μια ξεκάθαρη φωνή, ενώ διέθετα και περιορισμένο ταλέντο κατά τη γνώμη μου – αν και πάλι ήταν μεγαλύτερο από εκείνο που διέθετα στη μουσική. Στα 30 μου το πήρα στα σοβαρά και άρχισα να ζωγραφίζω ρεαλιστικά πορτρέτα και συνθέσεις με πρόσωπα, αλλά και πάλι δεν οδηγήθηκα κάπου. Ισως ξαναρχίσω τώρα».

Τι δίνει η λογοτεχνία που δεν μπορεί να προσφέρει η ζωγραφική αλλά και το αντίστροφο;

«Η λογοτεχνία και η ζωγραφική μπορούν να πουν τα ίδια πράγματα πάνω-κάτω αν αποτελούν καλά δείγματα του είδους».

Μπορεί κάποιος να θεωρείται ζωγράφος ή λογοτέχνης μόνο και μόνο επειδή έχει κάτι τελείως δικό του στα έργα του, όπως αναρωτιέται ο ήρωάς σας στο βιβλίο; Τι περισσότερο χρειάζεται;

«Αυτά που λένε και σκέπτονται οι ήρωες είναι απόρροια των καταστάσεων που βιώνουν στην πλοκή και δεν είναι σκέψεις δοκιμιακού χαρακτήρα που εγώ ενστερνίζομαι και ενθέτω στο κείμενο. Δεν νομίζω πάντως ότι είναι δύσκολη η πρωτοτυπία ακόμα και στις μέρες μας, η ποπ αρτ και τα κινήματα του μοντερνισμού τη διέθεταν και με το παραπάνω. Ωστόσο εγώ μάλλον έχω μια πιο παλιομοδίτικη άποψη για τη λογοτεχνία και την τέχνη, η οποία είναι πιο κοντινή στο ρομαντικό ή ακόμα και στο κλασικό ιδεώδες».

Ποια είναι αυτή;

«Σε ένα καλό κείμενο ακούς μια φωνή ή συναντάς ένα σύμπαν που σου είναι άγνωστο, για το οποίο κανείς/καμία δεν έχει γράψει κατ’ αυτόν τον τρόπο μέχρι τότε. Αισθάνεσαι ότι συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο και καινούργιο, ταυτόχρονα όμως νιώθεις ότι τα γνώριζες όλα όσα έχουν γραφτεί προτού τα διαβάσεις. Οπότε κάτι που είναι εντελώς μοναδικό γίνεται εντελώς καθολικό την ίδια στιγμή, από μια άποψη. Αυτός είναι ο κοντινός ορισμός που μπορώ να βρω για να περιγράψω τι σημαίνει σπουδαία λογοτεχνία και τέχνη σε γενικές γραμμές. Είναι παράδοξο αλλά συμβαίνει και είναι αληθινό. Η πρόκληση τού να κάνεις καλή τέχνη είναι να μπορέσεις να την κάνεις ιδιοσυγκρασιακή και παράλληλα παγκόσμια, συμπαντική».

Εσείς πώς το καταφέρατε; Πιστεύετε ότι πρέπει να διατηρείται για να είναι αναγνωρίσιμη;

«Και πάλι, αν προσπαθείς να έχεις μια «φωνή», το πιο πιθανό είναι να καταλήξει να είναι ψεύτικη ή εξυπνακίστικη, και αυτό είναι μια παγίδα της δημιουργικότητας και της πρωτοτυπίας. Πρέπει να έχεις τη δική σου φυσική «φωνή» ακριβώς όπως όταν μιλάς, όταν είσαι ζωγράφος ή συγγραφέας κεντρικό κομμάτι του ταλέντου είναι η ύπαρξή της. Είναι ένα δώρο που σου δίνεται, έρχεται κάπου έξω από εσένα. Συχνά έχω την περίεργη αίσθηση ότι αυτό που γράφω ή αυτό που είμαι έτοιμος να γράψω είναι ήδη γραμμένο κάπου εκεί έξω και η δουλειά μου είναι να το βάλω όσο πιο γρήγορα γίνεται στο χαρτί προτού εξαφανιστεί».

Εχετε καθόλου εικόνα των συντεταγμένων αυτού του «έξω»;

«Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό και δεν θέλω να μάθω γιατί νομίζω ότι θα ήταν καταστροφικό, όλο το μυστήριο και η μαγεία θα εξαφανιστούν, και αν αυτό συμβεί τότε όλα θα χαθούν. Είναι όπως με τον Θεό, είμαι άνθρωπος που πιστεύει αλλά δεν μπορώ να πω τίποτα γι’ Αυτόν εκτός από το ότι έχω μια διαίσθηση για αυτό που αποκαλώ Θεό που είναι πιο μεγάλη από τη ζωή και με την οποία είμαι με κάποιον τρόπο συνδεδεμένος. Ωστόσο μόνο μέχρι εκεί μπορώ να φτάσω, μου είναι αδύνατο να περιγράψω περισσότερα. Γι’ αυτό μου είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσω τους ανθρώπους που αποκαλούν εαυτούς άθεους. Διότι είναι σαν να έχουν μια συγκεκριμένη εικόνα για τον Θεό και αποφασίζουν ότι δεν τους ταιριάζει».

Εσείς γιατί νιώσατε την ανάγκη να ασπαστείτε τον καθολικισμό το 2012;

«Προτού γίνει αυτό ήμουν μέλος των Κουακέρων που δεν έχουν δόγματα ή ιερείς. Δεν έχουν ανάγκη πολλά, κάθονται σε έναν κύκλο σιωπηλοί και αν κάποιος/α θέλει να πει κάτι που θα ωφελήσει τους υπόλοιπους το κάνει, αλλιώς όλοι/ες παραμένουν σιωπηλοί. Επίσης πιστεύουν ότι το θεϊκό φως υπάρχει σε κάθε ανθρώπινο ον και μας συνδέει κάπως όλους με τον Θεό, κάτι που συνάδει με τη δική μου θεώρηση. Ο λόγος που αλλαξοπίστησα είναι μια περίπλοκη και μεγάλη ιστορία αλλά θα πω ότι ένιωσα την ανάγκη σε εκείνη τη φάση της ζωής μου να γίνω μέρος μιας μεγαλύτερης ενότητας, μιας τεράστιας και μακράς ιστορίας, αντί να είμαι ο ένας από τους λίγους σε μια συνάντηση Κουακέρων, να γίνω ο ένας στους πολλούς σε μια καθολική λειτουργία. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό που προσπαθείς να προσεγγίσεις είναι αυτό που θα λέγαμε ιερό, εντός σου ή όπου αλλού μπορεί να βρίσκεται. Δεν είμαι δογματικός καθολικός, για να πω την αλήθεια έβρισκα πιο συναρπαστικό τον ορθόδοξο χριστιανισμό. Προσπάθησα να διαβάσω σχετικά αλλά μου ήταν δύσκολο να διεισδύσω σε αυτή την παράδοση επειδή όλες οι πηγές παραπέμπουν σε στοχαστές και θεολόγους που δεν γνωρίζω καθόλου, ενώ είμαι πιο εξοικειωμένος με τη ρωμαιοκαθολική παράδοση και μέσα από τις λατινικές γλώσσες. Ωστόσο ένιωθα σαν στο σπίτι μου στην ορθόδοξη λειτουργία όσες φορές επισκέφθηκα τη ρωσική ορθόδοξη εκκλησία που υπάρχει στο Οσλο».

Είναι τυχαίο ότι αυτή η αλλαγή συνέπεσε με την αποχή σας από τη συγγραφή θεατρικών έργων;

«Νομίζω πως ναι. Ξεκίνησα να γράφω όταν ήμουν 12 χρόνων, έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα όταν ήμουν 20 και δημοσιεύθηκε όταν ήμουν 23. Σήμερα είμαι 63 χρόνων, οπότε είμαι συγγραφέας εδώ και 40 χρόνια. Τη δεκαετία του ’80 εκδόθηκαν μυθιστορήματά μου και ορισμένες συλλογές ποιημάτων, ενώ παράλληλα έγραφα δοκίμια και άρθρα σε περιοδικά. Υστερα άρχισα να γράφω για το θέατρο και ξαφνικά άρχισα να γνωρίζω επιτυχία. Τα έργα μου ανέβηκαν στη Νορβηγία και στο εξωτερικό και εγώ συνέχισα να γράφω για το θέατρο και τα έργα μου συνέχισαν να ανεβαίνουν σε όλη την Ευρώπη, ακόμα και σε μικρές χώρες όπως το Λιχτενστάιν, αλλά και στην Αφρική, την Αμερική, την Ασία. Για ορισμένα χρόνια ήμουν ο πιο δημοφιλής θεατρικός συγγραφέας εν ζωή. Ακούγεται, και ήταν, μια τεράστια ιστορία και πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ όσο μπορούσα να διαχειριστώ. Υπερβολικά πολλές πρεμιέρες, συνεντεύξεις, ταξίδια αλλά και έργα που έπρεπε να γράφω για να ανταποκριθώ στη ζήτηση. Κάποια στιγμή είπα: «Αρκετά, θα σταματήσω». Και το έκανα. Οπότε αποφάσισα να επιστρέψω εκεί όπου ξεκίνησα, στη συγγραφή της δικής μου μυθοπλασίας ή κάποιου ποιήματος, όταν αυτό προέκυπτε».

Διάβαζα ότι απομακρυνθήκατε από το θέατρο αλλά δεν φύγατε εντελώς, γιατί μεταξύ άλλων ασχοληθήκατε με τις μεταφράσεις αρχαίων ελληνικών τραγωδιών;

«Τις αποκαλώ «εκδοχές». Δεν γνωρίζω καθόλου ελληνικά, απλώς χρησιμοποίησα μεταφράσεις από γλώσσες που γνωρίζω, συγκέντρωσα όσο περισσότερες μπορούσα, τις διάβασα, τις συνέκρινα και προσπάθησα να ακούσω τη φωνή του συγγραφέα. Δεν προσθέτω ποτέ τίποτα αλλά παραλείπω αρκετά (ειδικά από τα μέρη της χορωδίας). Προσπαθώ να πλησιάσω όσο περισσότερο μπορώ το πρωτότυπο με τον τρόπο που μπορώ να γράφω για το θέατρο, για παράδειγμα χρησιμοποιώ ρυθμικό ελεύθερο στίχο και δεν ακολουθώ κανένα μετρικό μοτίβο. Δεν γίνονται έργα σαν τα δικά μου. Η ιστορία, οι διάλογοι κ.τ.λ. δεν είναι δικά μου αλλά αυτά που «ακούω» από τις αρχικές ρήσεις μέσα από τις μεταφράσεις. Αυτός που έχει κάνει κάτι παρόμοιο με τον καλύτερο τρόπο που έχω διαβάσει είναι παρεμπιπτόντως ο Τεντ Χιουζ. Πάντως, σπούδασα συγκριτική λογοτεχνία και βρήκα συναρπαστική όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία, όπως τον Ομηρο ή τη Σαπφώ. Οταν ήμουν γύρω στα 23, επισκέφθηκα μάλιστα την Αθήνα με τα χρήματα που κέρδισα από το πρώτο μου βιβλίο, το «Red Black», και έζησα όλον τον χειμώνα στο κέντρο της πόλης, σε ένα μικρό ξενοδοχείο από την ταράτσα του οποίου μπορούσες να δεις την Ακρόπολη. Ηθελα να τελειώσω το δεύτερο βιβλίο μου αλλά δεν έγραψα ούτε λέξη, ούτε και μίλησα σε άνθρωπο όσο ήμουν εκεί».

Επιστρέψατε ποτέ;

«Ναι, για να δω παραγωγές των έργων μου στο θέατρο Αμόρε, μία του Γιάννη Χουβαρδά, ο οποίος ανεβάζει έργα μου, όπως και μια παράσταση της Βίκυς Γεωργιάδου που επίσης μου άρεσε».

Πόσο πιστεύετε ότι ο γεωγραφικός χώρος, π.χ. η Μεσόγειος, ο Βορράς, επιδρά στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και στον χαρακτήρα ενός έργου όπως επίσης στο ανέβασμά του;

«Εχω δει παραγωγές έργων μου σε όλον τον κόσμο. Αυτό που έμαθα είναι ότι όσο καλύτερος είναι ο σκηνοθέτης, όσο δυνατότερη είναι η φωνή του, τόσο λιγότερο έχει ανάγκη να αλλάξει κάτι στο κείμενο. Oι μεγάλοι σκηνοθέτες βάζουν το δικό τους στίγμα σε μια παραγωγή χωρίς να χρειάζεται να κάνουν τομές στο έργο. Δεν χρειάζεται να είναι «δημιουργικοί» γιατί είναι δημιουργοί. Οι ελάσσονες σκηνοθέτες θα προσπαθήσουν να «εφεύρουν», να προσθέσουν πράγματα, όπως για παράδειγμα πολλή σκηνογραφία».

Αλλα θεατρικά έργα δεν θέλετε να γράψετε;

«Το γράψιμο είναι η δουλειά μου, η ζωή μου. Οταν τελείωσα την επταλογία, αποφάσισα να γράψω ένα πολύ σύντομο και καθόλου φιλόδοξο έργο, οπότε έτσι προέκυψε ο μονόλογος «Strong Wind» που ανέβηκε σε Νορβηγία και Γερμανία πρόσφατα. Μετά έγραψα άλλο ένα, το «Τhe Black Forest», το οποίο μοιάζει σαν επεισόδιο από ένα παραμύθι και θα κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στη Νορβηγία το επόμενο φθινόπωρο, αλλά και τον μονόλογο «As Ιt Was». Τρία έργα μετά από αυτό το μεγάλο διάλειμμα».