του γ. σ. κοπτόπουλου
Είναι πολλές οι πληροφορίες που αναφέρονται στα ΜΜΕ τα τελευταία 8-10 χρόνια σχετικά με την παρουσία του ιού του Δυτικού Νείλου (ΔΝ) στη χώρα μας. Πληροφορίες που αναφέρονται στην επιδημιολογία του ιού, στο ποιες είναι οι ευαίσθητες ηλικίες των ανθρώπων που μπορεί να μολυνθούν από τα τσιμπήματα μολυσμένων κουνουπιών, στα συμπτώματα από τη νόσο και στην κατάληξη μιας λοίμωξης, η οποία μπορεί να είναι από αφανής μέχρι και θανατηφόρος. Εχουν μάλιστα προσδιοριστεί και περιοχές της χώρας όπου υπάρχουν οι περιβαλλοντικές συνθήκες που ευνοούν την αυξημένη πληθυσμιακή πυκνότητα των κουνουπιών και η οποία συμπίπτει με τη συχνότητα των περιστατικών λοιμώξεων από τον ιό. Βέβαια, ειδικοί επιστήμονες και υπηρεσίες (βλ. ΚΕΕΛΠΝΟ, πανεπιστημιακές σχολές, υγειονομικές υπηρεσίες, νοσοκομεία κ.ά.) παρακολουθούν επισταμένως τα αφορώντα τη λοίμωξη και εισηγούνται ή λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Η γεωγραφική διασπορά του ιού του ΔΝ και αντίστοιχα των λοιμώξεων από αυτόν, σύμφωνα με τον Διεθνή Κατάλογο των Αρμποϊών (ιοί που μεταδίδονται σε ανθρώπους και ζώα με αρθρόποδα, όπως κουνούπια, κρότωνες, σκνίπες κ.ά.) του 1975, ήταν σχεδόν παγκόσμια. Η ιστορία του ξεκίνησε από την Αφρική (Ουγκάντα, όπου και η πρώτη του απομόνωση το 1937), και ακολούθησαν η Αίγυπτος, όπου ο ιός ενδημεί από το 1942, η Νότια Αφρική, χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως το Ισραήλ, με την πρώτη απομόνωση το 1953, πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία, η Ρωσία, άλλες ήπειροι, όπως η Βόρεια και η Νότια Αμερική, η Αυστραλία, ασιατικές χώρες. Σε όλες αυτές τις χώρες έχουν γίνει απομονώσεις του ιού. Ως έντονα ενδημικές περιοχές αναφέρονται η περιοχή του δέλτα του ποταμού Νείλου, από το 1960, του Βόλγα, από το 1967, και του Δούναβη, από το 1970. Σε αυτές τις περιοχές έχει απομονωθεί ο ιός από πλήθος διαφόρων ειδών πτηνών, ντόπιων ή μεταναστευτικών. Η εύκολη και ευρεία απομόνωση του ιού από πτηνά και σε άλλες χώρες τον χαρακτηρίζει έκτοτε ως ορνιθόφιλο ιό. Τα πτηνά όμως, ενώ μολύνονται και αναπτύσσουν αντισώματα, δεν νοσούν.
Σε ό,τι αφορά την ιστορία της παρουσίας του ιού του ΔΝ στη χώρα μας, θα κάνουμε μια αναδρομή και θα αναφερθούμε στις πληροφορίες που ήταν γνωστές για την παρουσία του ιού χρόνια πριν, στα χρόνια από το 1960 ως το 1978, μια περίοδο που έχουμε στοιχεία, διότι ασχοληθήκαμε με τον εν λόγω ιό στη διδακτορική μας διατριβή (1974-1978), στο Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ανοσολογίας και Λοιμωδών Νόσων των Ζώων, στην Κτηνιατρική Σχολή του ΑΠΘ. Ολες οι πληροφορίες μας προέρχονται από βιβλιογραφικές ή ερευνητικές δημοσιεύσεις, που έχουν περιληφθεί στη διατριβή μας, όπου υπάρχουν και οι σχετικές καταχωρίσεις.
Η πρώτη αναφορά στον ιό έγινε το 1964, από την καθηγήτρια Παυλάτου και τους συνεργάτες της, όταν διαπίστωσαν την παρουσία αντισωμάτων σε 11 ορούς ανθρώπων από τους 1.128 που εξέτασαν. Παλαιότερες προσπάθειες, από τον Μουτούσση και τους συνεργάτες του (1960), ήταν ανεπιτυχείς για ανίχνευση αντισωμάτων του ιού. Το 1967 ο Μαρίνης, στη διδακτορική του διατριβή στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, αναφέρει 8,65% θετικότητα σε ορούς ανθρώπων, αλλά και θετικότητα σε ορούς προβάτων και αιγών, από την περιοχή του Ξυλοκάστρου. Σε άλλη εργασία, οι Παπαπαναγιώτου και συνεργάτες του (1974) αναφέρουν την παρουσία 22,77% αντισωμάτων σε ορούς ανθρώπων από τη Μακεδονία και τη Θράκη.
Στη δική μας έρευνα (1974-1978) εξετάσαμε 2.943 ορούς διαφόρων ειδών ζώων από τη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία, αλλά και 102 ορούς ανθρώπων (κτηνοτρόφοι, αγρότες, κυνηγοί, συνεργάτες μας). Αντισώματα του ιού του ΔΝ βρέθηκαν σε ορούς προβάτων 8,8%, αιγών 8,7%, βοοειδών 3,9%, χοίρων 1,4%, ιπποειδών 20,4%, πτηνών 24,5% και ανθρώπων 29%. Τέλος, θετικοί βρέθηκαν και ένας ορός λαγού και ένας κουνελιού. Αξιοσημείωτη είναι η ανίχνευση υψηλών ποσοστών θετικότητας των πτηνών (μεταναστευτικά, οικόσιτα, ντόπια, παρυδάτια), αλλά και των ιπποειδών και των ανθρώπων.
Διαπιστώσαμε λοιπόν ότι υπήρχε σχετικά ευρεία διασπορά του ιού μεταξύ των διαφόρων ειδών των ζώων και, επίσης, ότι οι θετικοί οροί κατανέμονταν σε όλους τους νομούς της Βόρειας Ελλάδας και της Θεσσαλίας. Ενδιαφέρουσα διαπίστωση ήταν και το ότι η μηνιαία κατανομή των θετικών ορών είχε σχέση με την εποχή της έντονης δραστηριότητας των βιολογικών φορέων του ιού, δηλαδή των κουνουπιών. Διαπιστώθηκε ότι οι θετικοί οροί ήταν περισσότεροι το καλοκαίρι και νωρίς το φθινόπωρο, καθώς και τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο. Ως φαίνεται, τα κουνούπια μεταδότες, όπου ο ιός διαχειμάζει, δραστηριοποιούνται κατά τη διάρκεια μικρών περιόδων θερμότερων ημερών (π.χ. Αλκυονίδες ημέρες κ.ά.) τους χειμερινούς αυτούς μήνες και μολύνουν τους ξενιστές τους. Πάντως φυσικές εστίες εντονότερης παρουσίας του ιού σε συγκεκριμένες περιοχές δεν διαπιστώσαμε.
Τελειώνοντας, είχαμε από τότε διατυπώσει την υποψία ότι τα ελαφρώς εμπύρετα περιστατικά σε ανθρώπους τα καλοκαίρια, που μοιάζουν με ήπια γριπώδη συνδρομή και τα οποία ταλαιπωρούν αρκετό κόσμο, καθόλου δεν αποκλείεται να είναι ήπιες λοιμώξεις από τον ιό του Δυτικού Νείλου.
Ο κ. Γ. Σ. Κοπτόπουλος διετέλεσε καθηγητής της Κτηνιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, με ειδίκευση στα λοιμώδη νοσήματα των ζώων.