H τελευταία δεκαετία χαρακτηρίζεται από συνεχείς ανατροπές. Η κρίση στην Ουκρανία με τις μεγάλες επιπτώσεις στο κόστος ενέργειας και τον πληθωρισμό διαδέχθηκε την υγειονομική κρίση, η οποία διαδέχθηκε τη δημοσιονομική κρίση. Την ίδια περίοδο, Ελλάδα και ΕΕ προσπαθούν να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή, να αντιμετωπίσουν πρωτόγνωρα καιρικά φαινόμενα, να ανοίξουν νέους προορισμούς εξαγωγών, να εξασφαλίσουν κρίσιμες πρώτες ύλες για τη βιομηχανία. Ταυτόχρονα, καλούνται να αντεπεξέλθουν στον διπλό επενδυτικό ανταγωνισμό τόσο των χωρών υψηλής τεχνολογίας και προστιθέμενης αξίας (όπως οι ΗΠΑ) όσο και των χωρών χαμηλότερου κόστους παραγωγής.

Η γεωπολιτική και η κλιματική συγκυρία δεν ευθύνονται για όλα τα προβλήματα. Συχνά, φέρνουν στην επιφάνεια συνταγές για την οικονομία που δεν εξελίχθηκαν, μεταρρυθμίσεις που δεν ολοκληρώθηκαν, δομές της Πολιτείας που δεν προσαρμόστηκαν. Βέβαια, η Ελλάδα δικαιούται να έχει αυξημένη αυτοπεποίθηση. Κεφαλαιοποιεί τις σημαντικές επιτυχίες της προηγούμενης περιόδου (όπως η δημοσιονομική πειθαρχία, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, η ταχύτερη διάθεση πόρων της ΕΕ στις επιχειρήσεις) και είναι έτοιμη να αξιοποιήσει την επενδυτική βαθμίδα προς όφελος όλων.

Για να ανέβει η Ελλάδα κατηγορία στην ανάπτυξη σε ένα περιβάλλον διαφορετικό, καλείται να ολοκληρώσει επτά μικρές επαναστάσεις.

Πρώτον, οικονομική και παραγωγική μεγέθυνση των επιχειρήσεων για περισσότερη καινοτομία, εξωστρέφεια και διεθνή ανταγωνιστικότητα. Η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερες μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις. Σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές επιδόσεις σημαίνει να δημιουργηθούν 2.200 περισσότερες μεσαίες επιχειρήσεις, με προϋποθέσεις για περισσότερες εξαγωγές, σταθερές θέσεις εργασίας αλλά και υψηλότερη παραγωγικότητα (σήμερα 50-60% κάτω από την ΕΕ). Oι χώρες της ΕΕ που άλλαξαν το παραγωγικό υπόδειγμά τους (π.χ. Πορτογαλία) υιοθέτησαν μια λογική διάθεσης περισσότερων επενδυτικών πόρων στις επιχειρήσεις με κριτήρια ανάπτυξης παρά με υπερβολική κατάτμηση για λόγους διαμοιρασμού. Δόθηκε δηλαδή έμφαση στο αναπτυξιακό αποτέλεσμα.

Δεύτερον, ενίσχυση των επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας με εγχώριο αποτύπωμα και δουλειές. Οι ιδιωτικές επενδύσεις πλην κατοικιών στην Ελλάδα (ως % του ΑΕΠ) αν και αυξάνονται συνεχώς, παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ την περίοδο 2010-2022 (10,3% έναντι 16% στην ΕΕ το 2022). Για την κάλυψη του κενού, χρειαζόμαστε περισσότερες επενδύσεις κλίμακας με εγχώρια προστιθέμενη αξία σε πράσινες ή ψηφιακές τεχνολογίες, τεχνολογίες βελτίωσης περιβαλλοντικών επιδόσεων, παραγωγή κρίσιμων πρώτων υλών για την απεξάρτηση από τρίτες χώρες, ώστε να αποφευχθεί η αποβιομηχάνιση λόγω και της επιθετικής προσέλκυσης επενδύσεων σε χώρες όπως οι ΗΠΑ.

Τρίτον, εκσυγχρονισμός της αγοράς εργασίας αλλά και ένα άλμα μπροστά στην ανάπτυξη ταλέντου. Η ποσοτική και ποιοτική έλλειψη εργαζομένων σε τεχνικά επαγγέλματα αλλά και σε επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης είναι εμφανής, ενώ ο κίνδυνος εξέλιξης της διπλής έλλειψης σε αναπτυξιακό ανάχωμα στη βιομηχανία, τις κατασκευές, την αγροδιατροφή, την εφοδιαστική αλυσίδα κ.τ.λ. είναι ορατός. Είναι πλέον αναγκαία η άρση χρόνιων γραφειοκρατικών αγκυλώσεων στην αγορά εργασίας, διευρύνοντας τις πρόσφατες θετικές αλλαγές στο εργασιακό πλαίσιο. Επίσης, είναι αναγκαία η επαναφορά μηχανισμών τεχνολογικής κατάρτισης (π.χ. επανασύσταση του τεχνολογικού τομέα των ΑΕΙ) και η μετατόπιση των σημερινών προγραμμάτων κατάρτισης από οριζόντιες δεξιότητες σε επαγγέλματα που συνδέονται με υπαρκτές κενές θέσεις εργασίας. Παράλληλα, το πραγματικά διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων πρέπει να ενισχυθεί και ειδικά των μεσαίων στελεχών που είναι η ραχοκοκαλιά των οργανωμένων επιχειρήσεων. Ενδεικτικά, σε κάθε αύξηση των αποδοχών ενός μισθωτού με μηνιαίες μεικτές αποδοχές €3.400, μόλις το 1/3 του επιπλέον κόστους της επιχείρησης καταλήγει στον εργαζόμενο.

Τέταρτον, διατήρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στην ενεργειακή μετάβαση. Διαχρονικά η EE έθετε τη διασφάλιση ενός ανταγωνιστικού κόστους ενέργειας σε χαμηλή προτεραιότητα, με την κρίση στην Ουκρανία να συνεχίζει να επιδρά αρνητικά. Οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να προσαρμοστούν αλλά και να στηριχθούν (όπως σε πολλές χώρες της ΕΕ), με λιγότερες καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις ενεργειακών υποδομών ή ΑΠΕ αλλά και με διασφάλιση ανταγωνιστικών τιμών ενέργειας.

Πέμπτον, δομική μείωση της γραφειοκρατίας. Ο «αδύναμος κρίκος» της επενδυτικής ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας (όπως και της ΕΕ) είναι η γραφειοκρατία. Η προσέλκυση επενδύσεων βασίζεται μεν σε επιδοτήσεις, αλλά κερδίζεται με την απλούστερη λειτουργία των επιχειρήσεων. Η ελληνική προσπάθεια με λύσεις ηλεκτρονικής διακυβέρνησης είναι αδιάκοπη, όμως χρειαζόμαστε μια νέα λογική που να προλαμβάνει τη δημιουργία γραφειοκρατίας. Πλέον, κανένας νόμος δεν πρέπει να ψηφίζεται αν προσθέτει περισσότερη γραφειοκρατία από ό,τι αφαιρεί.

Εκτον, οι επιχειρήσεις παρέχουν ευκαιρίες ευημερίας με ισότητα στην εργασία χωρίς αποκλεισμούς. Η ισότητα στην εργασία είναι σίγουρα θέμα δικαιοσύνης. Είναι όμως και ευκαιρία ανάδειξης του πλούτου ιδεών που φέρνει κάθε εργαζόμενη/ος. Ο πλούτος αυτό πρέπει να αξιοποιείται αλλά και να ανταμείβεται εξίσου.

Τέλος, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή δεν πρέπει να περιορίζεται στην ενεργειακή μετάβαση. Οπως έδειξαν οι πρόσφατες πρωτοφανείς φυσικές καταστροφές, απαιτούνται νέες ικανότητες της Πολιτείας στο σχεδιασμό υποδομών, στην προστασία βιομηχανικών εγκαταστάσεων, στην προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών. Η προσαρμογή όλων των δομών της δημόσιας διοίκησης στις ανάγκες του 2030 είναι πλέον επιβεβλημένη.

Ο ΣΕΒ προωθεί συστηματικά πρακτικές προτάσεις σε όλα αυτά τα θέματα. Στο επερχόμενο βιομηχανικό συνέδριο στις 9 Οκτωβρίου και στο ανοικτό σκέλος της ετήσιας γενικής συνέλευσης στις 10 Οκτωβρίου, ο ΣΕΒ φέρνει στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου το πώς οι τομές αυτές γίνονται πράξη ώστε οι επιχειρήσεις και η κοινωνία να δημιουργήσουν το μέλλον των δυνατοτήτων τους.


Ο δρ Γιώργος Ξηρογιάννης είναι γενικός διευθυντής του ΣΕΒ.