Κάθε νέα χρονιά είναι σημαντικό να αρχίζει με αισιοδοξία. Αλλά, για να έχουν νόημα τα θετικά συναισθήματα, είναι αναγκαίο να στηρίζονται στην αποδοχή της πραγματικότητας. Αξίζει, λοιπόν, να παραθέσουμε κάποια οικονομικά δεδομένα. Αυτά, είτε το επιθυμούμε είτε όχι, είναι εκείνα που θα διαμορφώσουν εν πολλοίς τη νέα χρονιά, αλλά και τις επόμενες. Θα αναφερθώ μόνο σε συνολικά, δηλαδή μακροοικονομικά, μεγέθη.

Είναι θετικό ότι τα δίδυμα ελλείμματα – δημοσιονομικό και τρεχουσών συναλλαγών – έχουν μειωθεί ή ακόμα και ισοσκελιστεί, έστω και με τον λάθος τρόπο (με φόρους το πρώτο και με ύφεση το δεύτερο). Παρ’ όλα αυτά όμως, το δημόσιο χρέος εξακολουθεί πεισματικά να είναι στο 180% του ΑΕΠ (το υψηλότερο στην ΕΕ). Επίσης το καθαρό εξωτερικό χρέος της χώρας (δηλαδή, τι χρωστούν ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας της Ελλάδας στο εξωτερικό) είναι περίπου στο 140% του ΑΕΠ. Το τελευταίο είναι πολύ πιο ανησυχητικό (αυτό είναι που προκαλεί την εκτίναξη των επιτοκίων όταν συνοδεύεται και από πολιτική αβεβαιότητα) και πολύ πιο επίπονο να μειωθεί (απαιτεί συστηματικά εμπορικά πλεονάσματα). Η ανεργία είναι περίπου στο 20% και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πάνω από 30% (και τα δύο είναι τα υψηλότερα στην ΕΕ), ενώ το ποσοστό απασχόλησης του πληθυσμού μεταξύ 15 και 64 ετών είναι στο 52% με στοιχεία του 2016 (το χαμηλότερο στην ΕΕ). Το τι χρειαζόμαστε είναι εμφανές: ανάπτυξη και εξωστρέφεια.

Πολύ πιο σημαντικά όμως είναι κάποια άλλα χαρακτηριστικά που εμποδίζουν το ξεκίνημα μιας βιώσιμης ανάπτυξης. Δείκτες που μετρούν την αποδοτικότητα του κρατικού τομέα, την εφαρμογή των νόμων, τη ρυθμιστική ποιότητα, το επιχειρηματικό περιβάλλον, την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και τον βαθμό ανταγωνισμού στις διάφορες αγορές κατατάσσουν την Ελλάδα στη χειρότερη, ή στη δεύτερη χειρότερη, θέση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ.

Το ίδιο ισχύει για την παιδεία (με βάση δείκτες PISA του 2015, η Ελλάδα εμφανίζεται στην τελευταία θέση).

Μάλιστα, όσον αφορά αυτά τα σημαντικά χαρακτηριστικά, η απόσταση της Ελλάδας από τις χώρες του πυρήνα της ΕΕ έχει σημαντικά μεγαλώσει τα τελευταία δέκα χρόνια. Αξίζει να τονιστεί ότι τέτοιου είδους ετερογένειες, εκτός από την αρνητική επίδραση σε ανάπτυξη, καθιστούν και δύσκολη τη συμμετοχή μιας χώρας σε μια διεθνή νομισματική ένωση όπως η ευρωζώνη.

Η βιώσιμη ανάκαμψη της χώρας μας προϋποθέτει, πρώτα από όλα, αποδοχή της πραγματικότητας. Το επόμενο βήμα πρέπει να είναι η σταδιακή, αλλά σταθερή, βελτίωση των παραπάνω. Αντίθετα, αν το 2019 χαρακτηριστεί και πάλι από εκλογικές αντιπαλότητες και ευκαιριακές αποφάσεις, η θέση της χώρας μας φοβάμαι ότι θα είναι ακόμα χειρότερη τα επόμενα χρόνια. Με την ΕΚΤ να τερματίζει την ποσοτική χαλάρωση, και έτσι τα επιτόκια να αυξάνονται ούτως ή άλλως, και με το «τέλος» των μνημονίων που, αν μη τι άλλο, εξασφάλιζαν δανεισμό και εγγυήσεις μέσω πολιτικών μηχανισμών (και όχι μέσω του μηχανισμού της αγοράς που είχε κλείσει), πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί τι μηνύματα στέλνουμε με τις εγχώριες εξελίξεις.

*Ο Αποστόλης Φιλιππόπουλος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.