Η αυτοκρατορική Ρωσία, ως μέλος της Ιερής Συμμαχίας, είχε αναλάβει, μετά το Συνέδριο της Βιέννης το 1815, τον ρόλο του «αστυφύλακα» της Ευρώπης. Κατά τη διετία 1848-1849 με τα στρατεύματά της κατέπνιξε τα επαναστατικά κινήματα διασφαλίζοντας την ισορροπία δυνάμεων στον ευρωπαϊκό χώρο.
Ως αντάλλαγμα διεκδικούσε την απόλυτη ελευθερία στο ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ομως ο Μαρξ και ο Ενγκελς είχαν προειδοποιήσει ότι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν θα επέτρεπαν περαιτέρω διείσδυση της Ρωσίας προς τα Βαλκάνια.
Είχαν αρχίσει οι προβληματισμοί και τα σχέδια για την αντιμετώπιση του αποκληθέντος Ανατολικού Ζητήματος. Οι Δυτικές Δυνάμεις δεν επρόκειτο να αφήσουν πρωτοβουλίες στη Ρωσία, που θα υπονόμευαν τις δικές τους βλέψεις.
Οταν ο Ναπολέων Γ’ ανέλαβε την εξουσία στη Γαλλία, το 1851, ανάγκασε την Πύλη να αναγνωρίσει τη Γαλλία ως επικυρίαρχη αρχή των Αγίων Τόπων. Στόχος, ως προστάτης καθολικών και ορθοδόξων, να αναδειχθεί ηγέτιδα δύναμη της Ευρώπης και να εισχωρήσει στο μαλακό υπογάστριο της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μετά την αντίδραση της Ρωσίας οι Οθωμανοί, επικαλούμενοι και τις συνθήκες του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή ακύρωσαν τη συμφωνία με τη Γαλλία και ανακήρυξαν τη Ρωσία ως προστάτιδα δύναμη των ορθοδόξων χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Ναπολέων αντέδρασε με την αποστολή πολεμικού πλοίου στη Μαύρη Θάλασσα, με επιθετική διπλωματία και οικονομικές παροχές απευθείας στον σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α’. Ο σουλτάνος υπέκυψε και με νέα συνθήκη ανακήρυξε τη Γαλλία και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ανώτατες αρχές των Αγίων Τόπων και κτήτορες των κλειδιών, που πριν ανήκαν στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η άμεση αντίδραση του τσάρου Νικολάου Α’ ήταν η ανάπτυξη δύο τσαρικών στρατιών κατά μήκος του Δούναβη. Οι πρώτες διπλωματικές προσπάθειες για ικανοποίηση της Ρωσίας απέτυχαν και ο τσάρος αποφάσισε την κατάληψη των ηγεμονιών Μολδαβίας και Βλαχίας.
Οι ουδέτερες Μεγάλες Δυνάμεις –Βρετανία, Γαλλία, Αυστρία και Πρωσία –διατύπωσαν μια συμβιβαστική πρόταση, την οποία αποδέχθηκε ο τσάρος, αλλά απέρριψε ο σουλτάνος, ο οποίος κήρυξε πόλεμο κατά της Ρωσίας, προβλέποντας την υποστήριξη των Δυτικών.
Η καταστροφή από τους Ρώσους της οθωμανικής μοίρας φρεγατών και κορβετών στο λιμάνι της Σινώπης ήταν η αφορμή εμπλοκής στον πόλεμο της Βρετανίας και της Γαλλίας. Ο τσάρος για να αποτρέψει και τη συμμετοχή της Αυστρίας εγκατέλειψε τις παραδουνάβιες περιοχές.
Το θέατρο του πολέμου στήθηκε στη Χερσόνησο της Κριμαίας και περιορισμένες μάχες έγιναν στον Καύκασο, τη Βαλτική και τη Λευκή Θάλασσα.
Το 1856 η Αυστρία προειδοποίησε τη Ρωσία ότι αν δεν τερματίσει τις εχθροπραξίες θα μετείχε στον πόλεμο στο πλευρό των δυτικών δυνάμεων. Ο τσάρος αποφάσισε να συμβιβαστεί διότι οι στρατιωτικές δυνάμεις δύσκολα θα νικούσαν τις δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Αγγλογάλλων.
Τον Μάρτιο 1856 υπογράφηκε στο Παρίσι η συνθήκη ειρήνης, η οποία ικανοποιούσε όλες τις πλευρές: Εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αγγλοι και οι Γάλλοι διασφάλισαν τα προνόμια που τους παρείχε ο σουλτάνος, αποστρατιωτικοποίηση του Ευξείνου Πόντου, αλλά και ανεμπόδιστη έξοδος της Ρωσίας στη Μεσόγειο.
Αποκλεισμός του Πειραιά!
Για άλλη μία φορά οι Ελληνες πίστεψαν ότι η Ορθόδοξη Ρωσία άνοιγε τον δρόμο για την πραγμάτωση της «Μεγάλης Ιδέας». Με πρωτοβουλία του Οθωνα άρχισαν η συγκέντρωση χρημάτων και η μεταφορά εφοδίων και τροφίμων στις παραμεθόριες περιοχές με σκοπό τη συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας. Μετά την καταστροφή του τουρκικού στόλου στη Σινώπη (30 Νοεμβρίου 1853), αντάρτικα σώματα άρχισαν να εισέρχονται στη Θεσσαλία, την Ηπειρο και τη Μακεδονία και να ξεσηκώνουν τους Ελληνες εναντίον της τουρκικής κατοχής.
Στα μέσα Μαΐου του 1854 η Αγγλία και η Γαλλία έστειλαν στρατεύματα, κατέλαβαν τον Πειραιά και αξίωσαν από τον Οθωνα να τηρήσει αυστηρή ουδετερότητα. Οχι μόνο υπέκυψε, αλλά δέχθηκε να αντικαταστήσει στην πρωθυπουργία τον Κριεζή με τον Αλ. Μαυροκορδάτο. «Υπουργείο Κατοχής» χαρακτηρίστηκε από τον λαό (τότε η κυβέρνηση ονομαζόταν «υπουργείο»). Ο Οθωνας δεν είχε περιθώρια αντίστασης στο τελεσίγραφο της Αγγλίας και της Γαλλίας. Οι εξεγέρσεις στις υπό τουρκική κατοχή ελληνικές περιοχές είχαν κατασταλεί και οι αντάρτικες ομάδες είχαν διαλυθεί.
Η κατοχή του Πειραιά δεν έληξε με το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου (30 Μαρτίου 1856). Η Αγγλία και η Γαλλία παρέτειναν την κατοχή ως τον Φεβρουάριο του 1857 με νέες αξιώσεις: τον έλεγχο των δημόσιων οικονομικών για τη διασφάλιση των ξένων ομολογιούχων. Συστήθηκε τριμελής επιτροπή, η οποία πρότεινε σειρά δεσμευτικών μέτρων, τα οποία ενέκρινε η κυβέρνηση το 1859.
Η προκλητική συμπεριφορά της Αγγλίας και της Γαλλίας είχε εξοργίσει τους Ελληνες. Η πλειονότητα θεωρούσε θύμα τον Οθωνα, γι’ αυτό τον περιέβαλλε με συμπάθεια. Αντίθετα, θεωρούσε συνυπεύθυνα τα τρία «ξενικά» κόμματα, τα οποία έκλεισαν τον όχι και τόσο δημιουργικό κύκλο τους με το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου και την αποτυχία του κινήματος απελευθέρωσης των υπόδουλων Ελλήνων.
Ο τελευταίος ηγέτης των «ξενικών» κομμάτων, ο Αλ. Μαυροκορδάτος, του «αγγλικού» κόμματος, παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία τον Σεπτέμβριο του 1855. Αποσύρθηκε στην Αίγινα, όπου και πέθανε έπειτα από δέκα χρόνια (1865).
Πλαστήρας, Κονδύλης, Οθωναίος από την Κριμαία στη Σμύρνη


Τον Δεκέμβριο του 1917 η Ρωσία υπέγραψε με τη Γερμανία ανακωχή και τον επόμενο μήνα άρχισαν, στο Μπρεστ-Λιτόφσκ, διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην υπογραφή της συνθήκης ειρήνης. Μετά την επώδυνη, για τη Ρωσία, συνθήκη –που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ουκρανία, την Εσθονία, τη Λιθουανία και τη Φινλανδία, αλλά και να παραχωρήσει στην Τουρκία τις επαρχίες Καρς, Αρνταχάν και Βατούμ –το ενδιαφέρον των Γερμανών επικεντρώθηκε στην Ουκρανία. Οι γερμανικές δυνάμεις έφθασαν στα όρια της Καυκασίας από τα βόρεια, ενώ οι Τούρκοι προέλασαν από τον Νότο.
Οι «Μπολσεβίκοι» αντιμετώπιζαν πλέον δυσκολίες να εδραιώσουν την εξουσία τους στις κατεχόμενες περιοχές, ενώ άρχισαν να «ενοχλούν» τις αντικομμουνιστικές κυβερνήσεις στα γειτονικά, ανεξάρτητα πια, κράτη. Επίκεντρο και για τους Ρώσους η Ουκρανία. Παράλληλα, ο τσαρικός ναύαρχος Κότσακ, με την υποστήριξη των Αγγλογάλλων και των Αμερικανών, άρχισε να απειλεί το νεοσύστατο κομμουνιστικό καθεστώς, με τις αντεπαναστατικές δυνάμεις του να προωθούνται όλο και περισσότερο από τη Σιβηρία προς τα Ουράλια.
Στην κρίσιμη εκείνη φάση αποχώρησαν από την Ουκρανία οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής και σχεδόν ταυτόχρονα η Τουρκία συνθηκολόγησε με τη Ρωσία. Αμέσως έσπευσαν να πάρουν τη σκυτάλη οι Αγγλογάλλοι, με τη βοήθεια της Αμερικής. Τα πολεμικά τους αγκυροβόλησαν στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά μετά από τέσσερα χρόνια σκληρής πολεμικής σύγκρουσης δεν διέθεταν πια τις απαιτούμενες δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία. Αντίθετα, η κυβέρνηση Λένιν – Τρότσκι είχε επιτύχει, με μεγάλη ταχύτητα και με σύνθημα την «Ενωμένη Ρωσία», την ανασυγκρότηση του στρατού, με αποτέλεσμα ο ουκρανός αταμάνος (κυβερνήτης) Πετλιούρα, ο προστατευόμενος των «Δυτικών», να έχει περιέλθει σε απελπιστική κατάσταση.
Εκείνη τη στιγμή η Γαλλία στράφηκε για βοήθεια προς την Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός Κλεμανσό απευθύνθηκε στον Βενιζέλο και του ζήτησε τη συμμετοχή του ελληνικού στρατού στη συμμαχική εκστρατεία στην Ουκρανία με αντάλλαγμα τη γαλλική υποστήριξη στις ελληνικές διεκδικήσεις. Ο Βενιζέλος δέχθηκε. Γνώριζε, βέβαια, ο έλληνας πρωθυπουργός ότι η εκστρατεία θα αποτύγχανε. Δεν τον ενδιέφερε, όμως, το αποτέλεσμα, αλλά η διπλωματική αξιοποίηση της συμμετοχής. Εγραφε από το Παρίσι στον αντιπρόεδρο Ρέπουλη: «Εύχομαι να μη γίνει τελικώς η εκστρατεία αυτή διότι το έργο εν Ρωσία εμφανίζεται δυσκολώτατον και κινδυνωδέστερον ή όσον αρχικώς υπετέθη. Αλλά η εκδηλωθείσα προθυμία ημών όπως μετάσχωμεν δι’ ενός Σώματος Στρατού μας δίδει ήδη δικαιώματα τινά εις ευμενεστέραν κρίσιν των δικαίων μας». Είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες για τη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού.
Η απόφαση αυτή του Βενιζέλου προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και αποτέλεσε μια σελίδα της σύγχρονης Ιστορίας μας που διχάζει μέχρι και σήμερα τους ιστορικούς. Στις αντιδράσεις μετείχε σύσσωμη η αντιβενιζελική αντιπολίτευση, απλώς και μόνο για να χτυπήσει τον Βενιζέλο. Για ιδεολογικούς λόγους μετείχαν τότε στις αντιδράσεις και οι δύο αριστεροί βουλευτές, που είχαν εκλεγεί το 1915 στη Θεσσαλονίκη με το Λαϊκό Κόμμα και το τοπικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ηταν ο Αβραάμ Κουριέλ, που εντάχθηκε στο ΚΚΕ μετά την ίδρυσή του, και ο Αριστοτέλης Σίδερης που παρέμεινε σοσιαλιστής.
Ο Βενιζέλος αποφάσισε να διαθέσει για την εκστρατεία στην Ουκρανία το Α’ Σώμα Στρατού, υπό τον υποστράτηγο Κ. Νέδερ, το οποίο μόλις είχε ολοκληρώσει την αποκατάσταση της ελληνικής κυριαρχίας στην Ανατολική Μακεδονία. Από την 1η Ιανουαρίου 1919 άρχισε τμηματικά η απόβαση των 23.000 στρατιωτών στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος ηγούνταν αξιωματικοί που μετέπειτα θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις και στα πολλά στρατιωτικά κινήματα: Πλαστήρας, Κονδύλης, Οθωναίος, Μανέτας, Σπάης, Γρηγοριάδης, Γαργαλίδης.
Η εκστρατεία στην Ουκρανία είχε άδοξο τέλος, ενώ οι μάχες που έδωσαν οι ελληνικές δυνάμεις –στη Σέρμκα, την Οδησσό και την Κριμαία μεταξύ άλλων –ήταν περισσότερο μάχες οπισθοφυλακής. Οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων ήταν 400 νεκροί, καθώς και 660 τραυματίες. Ηδη από τον Μάρτιο άρχισε σταδιακά η υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων, που ολοκληρώθηκε με την επιβίβασή τους σε ελληνικά πλοία με κατεύθυνση τη νέα αποστολή τους, τη Σμύρνη… Συγκινητική και παραστατική η περιγραφή της πορείας προς τη Σμύρνη από τον Φοίβο Γρηγοριάδη, γιο του Νεόκοσμου Γρηγοριάδη, που ηγούνταν του 2ου Συντάγματος στην Ουκρανία: «Τα μεγάλα καράβια «Τίγρις» και «Νόρμαν» μπαίνουν στον Βόσπορο. Ξένα είναι, με γαλλική σημαία. Αλλά όταν προσπερνούν την Αγια-Σοφιά, στη γέφυρα του «Τίγρις» υψώνεται η πολεμική σημαία του Συντάγματος. Παρατεταγμένα τμήματα παρουσιάζουν όπλα, όλες οι σάλπιγγες του Συντάγματος ηχούν, κατασυγκινημένοι στρατιώτες και αξιωματικοί ξεσπούν σε ζητωκραυγές. Αγκυροβολημένα κοντά στην είσοδο του Κεράτιου βρίσκονται τα πολεμικά «Αβέρωφ» με κυβερνήτη τον Αλ. Χατζηκυριάκο και το τορπιλοβόλο «Κεραυνός» με τον πλωτάρχη Θεοχάρη. Παρατάσσονται και σε αυτά τα πληρώματα, η μουσική του θωρηκτού αρχίζει τον εθνικό ύμνο, οι ναύτες χαιρετούν με ενθουσιασμό τους στεριανούς. Ας είναι απρογραμμάτιστη και ανεξήγητη για τα κοντινά συμμαχικά πολεμικά η ελληνική τελετή. Αφού μετέχει ο «Αβέρωφ», υψώνουν και σε αυτά την ελληνική σημαία, ανακρούουν και οι μουσικές τους τον εθνικό μας ύμνο. Και οι Ελληνες, που τρέχουν στην προκυμαία –όλο και περισσότεροι όσο φθάνει το μήνυμα μακρύτερα στο Πέραν –μόνο με λυγμούς και αναφιλητά μπορούν να εκδηλώσουν τα συναισθήματά τους που τους συγκλονίζουν. Αλλοι πάλι αλλού, όταν ο καπετάν Ρέμπελος –ο Μακεδονομάχος συνταγματάρχης Τσολακόπουλος που ηγείτο του πρώτου Συντάγματος προς την Ουκρανία –με τους επιτελείς βγαίνουν να προσκυνήσουν στο Πατριαρχείο, σταματούν τα αυτοκίνητα, ανοίγουν τις πόρτες με μια παρακλητική αξίωση: να δουν από κοντά Ελληνες αξιωματικούς, να αγγίξουν μόνο τη στολή τους, το ελληνικό χακί. […] Οταν περνούν τα τελευταία τάγματα, αρχές Μαρτίου πια, κάτι το πολύ σημαντικό θα έχει γίνει γνωστό για την εκστρατεία εκείνη. Το ξέρουν και το λένε οι φαντάροι των ταγμάτων. Το τραγουδούν σαν σε διάλογο:
Πού, μωρέ πού,


πού σας πάει ο αρχηγός σας


στο μακρύ το δρόμο


μπρος σας;


Από τη Ρωσία σύρνει


Δρόμος ίσια για τη Σμύρνη».



Στις 15 Μαΐου του 1919 θα αρχίσει η αποβίβαση στη Σμύρνη. Στις 10.30 πρωινή ώρα της ημέρας της αποβίβασης, το 2ο Τάγμα του Ευζωνικού Συντάγματος βάλλεται από τουρκικά πυρά από πολλά σημεία. Η Μεγάλη Ελληνική Τραγωδία έχει μόλις αρχίσει…
Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα έργα του κ. Γ. Ρωμαίου «Η Περιπέτεια του Κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα 1844-2009», «Η Ελλάδα των Δανείων και των Χρεοκοπιών» και «Από τον ανήλικο Οθωνα στη Μέρκελ –180 χρόνια οι Γερμανοί στην Ελλάδα».

Η αιματοβαμμέννη ιστορία της Κριμαίας
Το όνομα Κριμαία προέρχεται από το όνομα της πόλης Κιρίμ, ταταρική λέξη που σημαίνει λόφος. Οι αρχαίοι Ελληνες ονόμαζαν την Κριμαία Ταυρίδα και τους κατοίκους Ταύρους. Κατά τον Ηρόδοτο ο Ηρακλής όργωσε αυτή τη γη με έναν τεράστιο ταύρο. Δωριείς από την Ηράκλεια και Ιωνες από τη Μίλητο ήσαν από τους πρώτους εποίκους στην περιοχή που ονόμασαν Κιμμέριο Βόσπορο.
Η Κριμαία ήταν στόχος επιδρομών και κατοχής των Γότθων, των Ούννων, των Βούλγαρων, των Χαζάρων, της Κιεβινής Ρωσίας (κράτος των Ρως), της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, των Μογγόλων, των Βενετών, των Γενοβέζων.
Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856) ανάγκασε τους Τατάρους να εγκαταλείψουν την Κριμαία και να καταφύγουν σε χώρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κυρίως στη Βουλγαρία. Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου (1918-1920) και την επικράτηση των Μπολσεβίκων η Κριμαία ανακηρύχθηκε (το 1922) σε Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Στη δεκαετία του ’30 οι εκκαθαρίσεις του Στάλιν θα πλήξουν του εναπομείναντες Τατάρους (αποτελούσαν το 25% του πληθυσμού) και τους Ελληνες. Θα δημευθεί η περιουσία τους και θα κλείσουν τα ελληνικά σχολεία.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί οραματίστηκαν την επανεγκατάστασή τους στην Ανατολική Ευρώπη σε βάρος των Σλάβων. Η Κριμαία κατέστη το πλέον αιματοβαμμένο πεδίο του πολέμου. Οι Γερμανοί κατέλαβαν σχεδόν ολόκληρη την Κριμαία και εγκατέστησαν γερμανό κυβερνήτη. Η αντίσταση των κατοίκων με τις ρωσικές δυνάμεις κράτησαν ελεύθερη τη Σεβαστούπολη, η οποία ονομάστηκε «Πόλη της ρωσικής Δόξας».
Μετά τη λήξη του πολέμου και οι τελευταίοι Τάταροι θα εκτοπισθούν στην Κεντρική Ασία, όπως και οι ελληνικοί, αρμενικοί και βουλγαρικοί πληθυσμοί. Θα επιτραπεί η παλιννόστηση τους, αλλά στο μεταξύ η σύνθεση του πληθυσμού είχε μεταβληθεί και την πλειοψηφία είχαν πλέον οι Ρώσοι. Με βάση την απογραφή του 2005 ο πληθυσμός της Κριμαίας ήταν 1.994.300 και το 53,5% Ρώσοι, οι οποίοι ελέγχουν και την πολιτική και την οικονομία της χώρας. Η Κριμαία με την ιστορική Γιάλτα έχει καταστεί σημαντικό τουριστικό θέρετρο, ελεγχόμενο από ρώσους επιχειρηματίες.
Για τη Ρωσία η στρατηγική σημασία της Κριμαίας είναι αναντικατάστατη, διότι στα λιμάνια της εδρεύει ο Στόλος της Μαύρης Θάλασσας.
Η Κριμαία είναι αυτόνομη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, αλλά οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται από την Ουκρανία. Στις προεδρικές εκλογές του 2004 ο Γιανουκόβιτς τη μεγαλύτερη πλειοψηφία απέσπασε στην Ουκρανία. Και στη Βουλή της Κριμαίας τη μεγαλύτερη δύναμη έχει ο ρωσικός συνασπισμός.

Ελληνική παρουσία από τον 6ο αιώνα π.χ.
Οι Ελληνες της Ουκρανίας είναι ο αρχαιότερος λαός στην περιοχή πριν από τους Τατάρους και τους Σλάβους. Το κέντρο του Ελληνισμού είναι η Μαριούπολη της Ουκρανίας με πληθυσμό 500.000. Είναι λιμάνι στην Αζοφική δίπλα στη Μαύρη Θάλασσα. Στην περιοχή αυτή έχουν δημιουργηθεί 40 ελληνικά χωριά.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 οι Ελληνες φθάνουν τις 93.000. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι ξεπερνούν τις 150.000 και ότι πολλοί για διαφόρους λόγους δεν μετείχαν στην απογραφή.
Ελληνικές κοινότητες είναι διάσπαρτες και σε άλλες περιοχές της Ουκρανίας, στην Οδησσό, στο Χάρκοβο, στο Λβοφ. Εχουν συγκροτήσει πάνω από εκατό πρωτοβάθμιους συλλόγους και την Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων της Ουκρανίας.
Η ελληνική γλώσσα διδάσκεται σε εκατοντάδες παιδιά και στις έδρες Νεοελληνικών Σπουδών στα πανεπιστήμια της Μαριόπολης, του Κιέβου, της Συμφερούπολης και του Λβοφ έχουν εκπαιδευθεί εκατοντάδες δάσκαλοι της ελληνικής γλώσσας.
Από τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. μητρόπολη του Ελληνισμού ήταν η χερσόνησος της Κριμαίας. Στην περιοχή της Γιάλτας συγκεντρώθηκαν οι γηγενείς, οι ελλαδικοί και οι Πόντιοι. Το 1900 κατοικούσαν περί τις 10.000 Ελληνες. Αναφέρεται ότι το όνομα Γιάλτα προέρχεται από το «γιαλός».
Ο ελληνικός πληθυσμός της Κριμαίας ενισχύθηκε, μετά το 1770, με τους πρόσφυγες που εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο μετά τα Ορλωφικά και από Πόντιους της Μικράς Ασίας ως και το 1918.
Μια περιοχή στα βόρεια της Γιάλτας ονομάστηκε Λιβαδειά, μετά την εγκατάσταση εκεί του θρυλικού Λάμπρου Κατσώνη. Οπως αναφέρει ο διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας Βλάσης Αγτζίδης, ο Λάμπρος Κατσώνης είχε αποκτήσει με τσαρική εντολή μεγάλη έκταση γης και είχε κτίσει αρχοντικό. Απαλλοτριώθηκαν από τους Σοβιετικούς και το αρχοντικό έγινε ξενοδοχείο με την επωνυμία «Λιβαδειά», στο οποίο υπογράφηκε το 1945 η ιστορική συμφωνία της Γιάλτας για διανομή του κόσμου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ