Κάποτε οι ντετέκτιβ ήταν φλεγματικοί δυτικοευρωπαίοι που ανέλυαν δεδομένα στο μυαλό τους και τα παρουσίαζαν κατόπιν στο κοινό εν είδει «λύσης» μιας σπαζοκεφαλιάς, κατά προτίμηση σε ένα σαλόνι με όλους τους υπόπτους του εγκλήματος παρόντες. Όταν ξεπερνούσε κανείς το αρχικό ενδιαφέρον της εγκεφαλικής προσέγγισης των πραγμάτων (σχετικά γρήγορα), ακολουθούσαν πολλαπλά χασμουρητά. Η καινοτομία του Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν, για όσους τον πρωτοδιάβασαν στη δεκαετία του ’80, ήταν ότι έβγαζε τον ήρωά του από τη μούχλα: ο Πέπε Καρβάλιο δρούσε στο σκηνικό μιας σχεδόν εξωτικής (για τα μέτρα της επαρχιακής Ελλάδας) Βαρκελώνης, αντί να ασχολείται με τα προβλήματα της αριστοκρατίας διερευνούσε τα παρασκήνια των αστών και, προάγγελος της κατοπινής μαγειρικής υστερίας, δεν ήταν διόλου υπεράνω του να επιμεληθεί προσωπικά της παέγιας της επιούσιας στο μεσοδιάστημα των ερευνών.

Ο Μονταλμπάν, περισσότερο κι από τον Πέδρο Αλμοδοβάρ, είναι εκείνος που χρονογραφεί παραστατικά την πορεία της ισπανικής κοινωνίας από τον Φράνκο και εντεύθεν. Η ανθρώπινη κωμωδία του ορίζεται από νεόπλουτους επιχειρηματίες, βιομηχάνους, πολιτικούς, τους απαραίτητους καλλιτεχνικούς κύκλους, τον εσμό συζύγων και ερωμένων, την ταχύτατη άνοδο όλων τους στα χρόνια της δημοκρατίας, τις αποσκευές τους από το παρελθόν. Διαβάζοντάς την κανείς ξανά στο φως της κρίσης διακρίνει μέσα της πολλά από τα στοιχεία μιας παθολογίας της μεσογειακής αστικής τάξης των ετών της ευφορίας.

Η Βαρκελώνη του Μανόλο (Μεταίχμιο, 2012), επίτομη επανέκδοση τριών μυθιστορημάτων του, αποτελεί εξαιρετική αφετηρία. Ο ελληνικός λαβύρινθος εξάπτει την κολακεία που αισθανόμαστε όταν ξένοι συγγραφείς ασχολούνται έστω και εξ απαλών ονύχων μ’ εμάς, Το βραβείο σκιαγραφεί τη Μαδρίτη με τον ψυχρό κυνισμό ενός Καταλανού. Είναι οι αριστουργηματικές Θάλασσες του Νότου όμως εκείνες στις οποίες το μεταφρανκικό οικοδόμημα αναδεικνύεται στην πλήρη του δόξα.

Πρωταγωνιστής εδώ αναδεικνύεται όχι ο Κραβάλιο, αλλά ο δολοφονημένος μεγαλοκατασκευαστής αστός Κάρλος Στούαρτ Πεδρέλ. Μέλος μιας τάξης νέων αστών «με ελεγχόμενες ανησυχίες, ούτε πολλές ούτε λίγες», διακρινόταν για την «αρχοντιά» του, ιδιότητα απότοκος των ετερόκλητων γνωριμιών του: «Κάνανε σκι με το βασιλιά και πίνανε τσιγαριλίκια με αριστερούς ποιητές» (σ. 48). Ο εξαγνισμός των αμαρτιών του ύποπτου χρήματος, προϊόντος κερδοσκοπικών εισαγωγών με τις ευλογίες του φρανκικού καθεστώτος τη δεκαετία του ’50 γίνεται με διττό τρόπο: δια του συναγελασμού με τα παλιά τζάκια και δια της διανοητικής συναναστροφής της αριστεράς. Πολιτικός προσεταιρισμός, επιχειρηματική κερδοσκοπία, κοινωνική ανέλιξη, επιδεικτική κατανάλωση: το μοντέλο ανάπτυξης της μεσογειακής αστικής τάξης της «χρυσής τριακονταετίας» 1980-2010.

Ο Στούαρτ Πεδρέλ βέβαια κάθε άλλο παρά μονοδιάσταστος είναι: δραπετεύει από την τάξη του, ζει με ψευδή ταυτότητα στις εργατικές κατοικίες που ο ίδιος έχει χτίσει, συνάπτει δεσμό με μια εργάτρια. Οι αντιφάσεις των προσωπογραφιών του Μονταλμπάν όμως δεν περιορίζονται σε ένα πρόσωπο ή μια τάξη, διατρέχουν συνολικά την κοινωνική κλίμακα. Οι διανοούμενοι; Φαντασμένοι διάνοι. «Έμοιαζαν με σφιχτά αυγά αλλά λιγότερο σφιχτά από τα σφιχτά αυγά σε άλλα γεωγραφικά πλάτη. Κουβαλούσαν στους ώμους τους το βάρος των αυγών με την αναμενόμενη επιδειξιομανία, αλλά και με εκείνη την ανασφάλεια που δημιουργούσε η συνείδηση ότι η ισορροπία των αυγών διέτρεχε κίνδυνο» (σ. 69). Οι ταξιτζήδες; Έχουν κατοχυρώσει την πατέντα του ιστορικού συμβιβασμού μαρξισμού και καθολικισμού: «αυτοί όλη νύχτα διαβάζουν Μαρξ και την άνοιξη πηγαίνουν στο ιερό βουνό» του μοναστηριού του Μονσεράτ (σ. 76). Οι εργάτες; Η ιδεολογία τους έχει μετατραπεί σε μηχανική, έχουν συνείδηση ότι οφείλουν «να ψηφίσουν τους κομμουνιστές ή τους σοσιαλιστές σαν μια ταξικο-οικιστική συνέπεια» (σ. 138).

Συμβιβασμένη σε φόρμουλες που αρνούνται τις τομές, βολεμένη στον δικό της ιδιότυπο εκσυγχρονισμό, εφευρέτης υβριδικών λύσεων σε προβλήματα που αλλού διευθετήθηκαν με ρήξεις, η Ισπανία του Μονταλμπάν αποτελεί αντικατοπτρισμό της Ελλάδας της Μεταπολίτευσης. Και είμαστε άτυχοι που δεν ζει σήμερα για να σχολιάσει με τον υπαινικτικό αλλά οξύ τρόπο του την πυρπόληση του μεσογειακού ονείρου στην πυρά των κάθε λογής ομολόγων.