Η εισβολή του αλαλάζοντος πλήθους στο Καπιτώλιο, με σκοπό την κατάλυση της αμερικανικής δημοκρατίας και της «παλινόστησης» του Τραμπ στις 6 Ιανουαρίου 2021, έχει εγγραφεί στις μελανότερες σελίδες της αμερικανικής ιστορίας.

Η αμερικανική Δικαιοσύνη όμως καταδίκασε τους εισβολείς και ο πλανήτης ανακουφίστηκε ότι το σύστημα δικαιοσύνης στις ΗΠΑ λειτουργεί. Εδώ και έξι μέρες ωστόσο, περισσότεροι από 1.500 από τους καταδικασμένους εισβολείς έλαβαν χάρη από τον πρόεδρο Τραμπ – δεν πήγε στράφι ο κόπος τους.

Όλοι τους έχουν κάθε λόγο να επευφημούν τον πρόεδρο. Όλοι τους εκτός από μία: την Πάμελα Χέμφιλ, η οποία αρνείται τη χάρη που της απένειμε ο πρόεδρος γιατί όπως είπε, δεν θέλει να συνταχθεί με όσους επιχειρούν να ξαναγράψουν την αμερικανική ιστορία. «Εκείνη την ημέρα έγινε εξέγερση», υποστηρίζει χωρίς περιστροφές.

Σε αυτή την εξέγερση η Χέμφιλ συμμετείχε, η ίδια κατέγραψε με το κινητό της τηλέφωνο την εισβολή της στο Καπιτώλιο, στις 3 το μεσημέρι της 6ης Ιανουαρίου. Για την πράξη της αυτή δικάστηκε, δήλωσε ένοχη και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 60 ημερών, ποινή την οποία εξέτισε το 2022 σε ομοσπονδιακή φυλακή στην Καλιφόρνια. Έκτοτε, είναι ελεύθερη με περιοριστικούς όρους.

Οι περιορισμοί αυτοί επρόκειτο να αρθούν σε εννέα μήνες αλλά ήρθησαν με τη χάρη του προέδρου Τραμπ. Η Χέμφιλ όμως την αρνείται και ζητάει να παραμείνει σε καθεστώς περιοριστικών όρων, γιατί «θέλει να καθαρίσει το όνομα της».

Είναι εξαιρετικά σπάνιο οι καταδικασθέντες να μην αποδέχονται την χάρη του προέδρου των ΗΠΑ, επισημαίνει στην εφημερίδα Washington Post η Έρικα Ζάνκελ, καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Σικάγου.

Πώς έφτασε όμως η Χέμφιλ να εισβάλει με τον πλήθος των πιστών του Τραμπ στο Καπιτώλιο; Η Χέμφιλ, 71 ετών, ζει στο Μπόιζ, την πρωτεύουσα του Άϊνταχο, μια πόλη 235.000 κατοίκων. Εργάστηκε για 30 χρόνια ως σύμβουλος σε κέντρα αποτοξίνωσης αλκοολικών και τοξικομανών. Ψήφιζε πάντα Ρεπουμπλικανούς. Το 2008 έκανε εξαίρεση και ψήφισε τον Δημοκρατικό Μπαράκ Ομπάμα, επειδή θα έγραφε ιστορία ως ο πρώτος μαύρος πρόεδρος των ΗΠΑ.

Πριν από τις εκλογές του 2016, όταν ο Τραμπ ήταν υποψήφιος πρόεδρος των Ρεπουμπλικανών για πρώτη φορά, είχε ενοχληθεί από τις αποκαλύψεις για την σεξιστική και προσβλητική συμπεριφορά του υποψηφίου εναντίον των γυναικών. Όμως η οικογένειά της την έπεισε να ψηφίσει Τραμπ γιατί εκείνος υποτίθεται ότι θα γλύτωνε την Αμερική από τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Η Χέμφιλ επείσθη και τον ψήφισε.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, παραδέχτηκε ότι δεν παρακολουθούσε ειδήσεις αλλά χάρη στο διαδίκτυο, ήλθε κοντά σε ομάδες συνομωσιολόγων. Ο Τραμπ της φαινόταν ως μεσσίας που θα σώσει τον κόσμο. Κάπως έτσι έγινε γνωστή με το προσωνύμιο «η γιαγιά MAGA» (Μake America Great Again).

Όταν όμως καταδικάστηκε και βρέθηκε μόνη της, στη φυλακή, συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να αφήνει τους άλλους να αποφασίζουν για την ίδια, για το τι είναι σωστό και τι όχι. Την βοήθησε πολύ και μια ψυχοθεραπεύτρια που τής εξήγησε τη σκληρή αλήθεια, λέγοντάς της ότι δεν υπήρξε θύμα κανενός, ότι η ίδια προσφέρθηκε να ακολουθήσει τους εισβολείς στο Καπιτώλιο.

Τώρα που αρνείται την προεδρική χάρη, η Χέμφιλ θέλει να συνεχίσει να μιλάει δημόσια για το τι ακριβώς συνέβη. «Είμαι ένοχη, ξέρω ότι δεν μπορώ να γυρίσω πίσω τον χρόνο και να διορθώσω το σφάλμα μου. Αν όμως ακούγοντας την ιστορία μου, έστω και ένας άνθρωπος γλυτώσει από την κλίκα των MAGA, θα είναι κάτι».

Χάρη στις εφημερίδες Washington Post και The New York Times, η ιστορία της έγινε γνωστή και πολλοί Αμερικανοί τη συγχαίρουν για τη στάση της. Δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, λέει, αν αποδεχτεί τη χάρη του Τραμπ, θα είναι σαν να μη σέβεται την αμερικανική δημοκρατία.