Ο πλέον απλός ορισμός του λαϊκισμού, εναντίον του οποίου καταφέρθηκε στο πρόσφατο άρθρο του στο περιοδικό «ΕEconomist» ο Πρωθυπουργός, είναι να περιβάλεις κάθε δισεπίλυτο πρόβλημα με τη άκριτη διαβεβαίωση πως γι’ αυτό υπάρχει μια απλή λύση.

Μια σειρά από τέτοια δισεπίλυτα προβλήματα μαστίζει τον αγροτικό τομέα. Η επίλυσή τους είναι αναμφίβολα μια δύσκολη άσκηση. Όχι επειδή δεν μπορούν να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των αγροτών δια της υποχώρησης της κυβέρνησης, όπως για παράδειγμα συνέβη στη Γαλλία ή το Βέλγιο. Αλλά επειδή ο αγροτικός τομέας πάσχει από χρόνιες δυσλειτουργίες, οι οποίες αφήνονται στην τύχη τους μετά το τέλος των αγροτικών κινητοποιήσεων.

Δεν είναι συνεπώς λαϊκισμός η διαπίστωση πως οι αγρότες δεν μπορεί και δεν πρέπει να καταβάλουν δυσανάλογο τίμημα για την «πράσινη» μετάβαση. Ούτε πως δεν πρέπει να σηκώσουν μόνοι τους στην πλάτη τους το κόστος της ενεργειακής κρίσης.

Αντιθέτως, είναι ένα στοίχημα ο εκσυγχρονισμός του κλάδου στα πρότυπα χωρών που έχουν δείξει ήδη τον δρόμο, όπως η Ολλανδία και το Ισραήλ. Στοίχημα για τους ίδιους τους έλληνες αγρότες που γνωρίζουν πως η εποχή τού «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά» έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Αλλά κυρίως στοίχημα για την κυβέρνηση που δηλώνει ανοικτή στο διάλογο ενώ την ίδια ώρα δείχνει να μην διαθέτει κανένα σχέδιο μετάβασης της αγροτικής παραγωγής σε μια νέα εποχή.