Για άλλη μια φορά, η εικόνα της Μεσογείου στα μάτια μας γκλιτσάρει. Πίσω από το ηλιόλουστο παραπέτασμα με τις κατάμεστες ευκατάστατους ευρωπαίους χρυσές αμμουδιές της περίκλειστης λεκάνης που χωρίζει τον δυτικό από τον υπόλοιπο κόσμο, κάποιοι άνθρωποι παλεύουν να σωθούν, να μείνουν στην επιφάνεια, να μην τους ρουφήξει το φρέαρ των Οινουσσών. Η συντριπτική πλειοψηφία δεν τα καταφέρνει.

Αυτό είναι το άλλο πρόσωπο της Μεσογείου. Συχνά το ξεχνάμε. Περνά λίγος καιρός και το ξαναθυμόμαστε με τον σκληρότερο τρόπο. Εκεί που για τον δυτικό πολιτισμό η Μεσόγειος είναι ένα ιδανικό θέρετρο, για πολλούς ανθρώπους από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή είναι μια οδός διαφυγής. Πόσο εύκολο το θέρετρο να γίνει φέρετρο; Πολύ, όπως φαίνεται.

Τα δελτία ειδήσεων έχουν γεμίσει για ακόμα μια φορά με τις εικόνες ενός υπερφορτωμένου σκάφους και νεκρών σωμάτων, που δοκιμάζουν την ανοχή μας και προκαλούν τη συμπόνια μας. Πόσες ζωές είναι ακόμα διατεθειμένος να ταΐσει ο δυτικός πολιτισμός στο αδηφάγο υγρό τέρας προκειμένου να προστατέψει τα κεκτημένα του;

Η συζήτηση σχετικά με το τι πρέπει να γίνει με την μεταναστευτική κρίση, η οποία αναστατώνει την πολιτική σε όλες σχεδόν τις χώρες της Γηραιάς ηπείρου, έχει πάρει και πάλι φωτιά. Μετά από δύο δεκαετίες και πολλές αδικοχαμένες ζωές στο απέραντο γαλάζιο, το μεγαλύτερος μέρος της ανθρωπότητας αδυνατεί να συλλάβει το πόσο σύνθετο είναι το ζήτημα. Εξ ου και βρισκόμαστε τόσο μακριά από το να παρέχουμε ουσιαστικές λύσεις.

Πριν από μερικά χρόνια, το 2016, το βραβευμένο με Χρυσή Αρκτο ντοκιμαντέρ του ατρόμητου Ιταλού ντοκιμαντερίστα Gianfranco Rosi «Fire at sea» επιχείρησε να παρέχει μια όσο το δυνατόν αντικειμενική και ανθρώπινη εικόνα του μεταναστευτικού ζητήματος, όχι μόνο από την πλευρά όλων αυτών των ανθρώπων που ρίχνονται στη θάλασσα γνωρίζοντας ότι είναι εν δυνάμει νεκροί, αλλά και από την πλευρά ενός τόπου δεμένου μοιραία μαζί τους. Πριν ξεκινήσει να γυρίζει το ντοκιμαντέρ, είχε προηγηθεί ένα ναυάγιο στ’ ανοιχτά ενός μικρού, βραχώδους Ιταλικού νησιού που στοίχισε τη ζωή σε 368 ανθρώπους.

Το «Fire at Sea» είναι ο καρπός της παρατεταμένης παραμονής του στη Λαμπεντούζα, ένα νησί που, ενώ ανήκει στην Ιταλία, βρίσκεται πιο κοντά στην Τυνησία παρά στη Σικελία. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, έχει γίνει το σημείο αποβίβασης πλοιαρίων φορτωμένων με πρόσφυγες και άλλους μετανάστες από την Αφρική, την Ασία και τη Μέση Ανατολή. Αλλά το θέμα του ντοκιμαντέρ είναι πιο δυσδιάκριτο, κρύβεται βαθύτερα και πέρα από την εμβέλεια του πολιτικού λόγου.

Με αυτό το ντοκιμαντέρ, ο Gianfranco Rosi χτυπάει νεύρο για τη μεταναστευτική κρίση. Παρουσιάζει τη Λαμπεντούζα ως έναν τόπο όπου συγκρούονται δύο κόσμοι: εκείνος των 6.000 κατοίκων του νησιού, οι οποίοι ζουν από την αλιεία εδώ και χιλιετίες, και εκείνος των εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών, οι περισσότεροι από την υποσαχάρια Αφρική, που φτάνουν στο νησί πριν σταλούν σε άλλα κέντρα κράτησης στην Ιταλία. Η Λαμπεντούζα είναι μια μεταφορά για την Ευρώπη, για αυτούς τους δύο κόσμους που δεν συναντιούνται ποτέ.

Χωρίς μελοδραματισμούς, ο σκηνοθέτης ταξιδεύει με τα μέλη της ιταλικής ακτοφυλακής καθώς προβαίνουν σε επιχειρήσεις διάσωσης, καθώς και σε πιο ζοφερές ενέργειες.

Πολλοί από τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά που στοιβάζονται στα κατεστραμμένα σκάφη που πλέουν στα νερά κοντά στη Λαμπεντούζα υποφέρουν από δίψα, πείνα, ασθένειες. Ορισμένοι από αυτούς έχουν υπομείνει το ταξίδι κάτω από το κατάστρωμα, στα αμπάρια, με αποτέλεσμα να δηλητηριαστούν από τις αναθυμιάσεις των καυσίμων που ποτίζουν τα ρούχα τους και καίνε το δέρμα τους.

Υπάρχει ένα σύντομο, εισαγωγικό σημείωμα που παρέχει αριθμούς και ιστορικό – δεκάδες χιλιάδες έχουν αποβιβαστεί στη Λαμπεντούζα και χιλιάδες έχουν πεθάνει στην προσπάθειά τους. Κατά τα άλλα, ο Rosi καταγράφει χωρίς voice-over ή οποιοδήποτε άλλο σχόλιο, καθώς και χωρίς μουσική. Όταν δεν είναι έξω στις βάρκες ή δεν εξερευνά τα καταφύγια και τα κέντρα υποδοχής όπου φιλοξενούνται οι πρόσφυγες, o Rosi περνάει χρόνο με μερικούς από τους μόνιμους κατοίκους της Λαμπεντούζα. Με αυτόν τον τρόπο, σε αναγκάζει να συμπεράνεις μια μεγάλη εικόνα μέσα από μια σειρά εκτεταμένων, οικείων, καθημερινών σκηνών.

Το ντοκιμαντέρ εστιάζει σε δύο μόνιμους κατοίκους του νησιού: ένα αγόρι, τον Samuele Pucillo, που τριγυρνάει στο νησί με την αυτοσχέδια σφεντόνα του, και τον για χρόνια μοναδικό γιατρό της Λαμπεντούζα, Pietro Bartolo, ο οποίος ήταν υπεύθυνος να εξετάζει τις σορούς όλων των μεταναστών που πέθαιναν στη θάλασσα. Κανένας από τους δύο αυτούς ανθρώπους δεν είναι προνομιούχος. Όμως και οι δύο έχουν όλα όσα έχουν χάσει οι πρόσφυγες: μια σταθερή καθημερινή ρουτίνα, ελευθερία κινήσεων και την αίσθηση ότι ανήκουν κάπου. Ένα σπίτι, με λίγα λόγια.

Ο Gianfranco Rosi αποφάσισε να αλλάξει την οπτική γωνία διότι κάθε φορά που η Λαμπεντούζα αναφερόταν στα μέσα ενημέρωσης, συνδεόταν πάντα με μια τραγωδία, με το θάνατο. Το «Fire at Sea» ρίχνει μια σπάνια, συμπονετική ματιά στην πραγματικότητα, η οποία ενέχει μικρά θαύματα αλλά και πολλή φρίκη. Ο σκηνοθέτης του παρατηρεί με ταπεινότητα και ακρίβεια. Και τελικά το αποτέλεσμα αντί απλώς να ευαισθητοποιεί, αφυπνίζει.

Η Πύλος, όπως και η Λαμπεντούζα, είναι ένα σύμβολο της αποτυχίας μας να διαχειριστούμε ένα από τα πιο φλέγοντα ζητήματα της εποχής μας. Οι άνθρωποι πάντοτε μετακινούνταν, καθ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητας. Με την ανάσα της κλιματικής κρίσης καυτή στο σβέρκο μας, σύντομα ίσως χρειαστεί να μετακινηθούμε κι εμείς. Ας ελπίσουμε πως όχι, αλλά είναι πιθανό. Και τότε, ποια ελπίζουμε να είναι η υποδοχή που θα συναντήσουμε; Μήπως ήρθε η στιγμή να μετακινηθούμε ιδεολογικά; Μήπως εκείνο που έχουμε ανάγκη περισσότερο από οτιδήποτε αυτή τη στιγμή σαν ανθρωπότητα είναι λίγο ανθρωπισμό;