Η εμπειρία της μοναρχίας στη χώρα μας ήταν πικρή. Αν και νεόκοπος σε σχέση με άλλες μοναρχίες στην Ευρώπη, ο ελληνικός θρόνος διεκδικούσε συχνά πολύ μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας και οπωσδήποτε πέρα από τα όρια ακόμη και μιας συνταγματικής μοναρχίας. Από τον Εθνικό Διχασμό έως την κρίση των Ιουλιανών του ’65, υπήρξε αναμφίβολα ένας αρνητικός πρωταγωνιστής της Ιστορίας.

Αν και με βαθιές ρίζες σε μια μακραίωνη παράδοση, ο βρετανικός θρόνος αποδείχθηκε πιο ευέλικτος. Η πάλαι ποτέ «ελέω Θεού μοναρχία» και η «αυλή του βασιλιά» εκχώρησαν την εξουσία τους στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και τους αιρετούς άρχοντες. 

Η παράδοση ενσωματώθηκε στους σύγχρονους κανόνες της επικοινωνίας, ενώ τα μεγαλοπρεπή κάστρα, οι χρυσές άμαξες και τα βασιλικά σύμβολα αποτέλεσαν ένα είδος «φυσικού» πλέον περιβάλλοντος στην υπηρεσία του θεάματος.

Ασφαλώς η βασιλική οικογένεια κράτησε τον άρτο για τον εαυτό της. Η περιουσία της λογίζεται ως αμύθητη, είναι δε χαρακτηριστικό πως κατέχει το 1% των βρετανικών νήσων όταν όλοι μαζί οι υπόλοιποι γαιοκτήμονες της βρετανικής επικράτειας δεν ξεπερνούν το 0,7%.

Αυτή η ελέω Θεού περιουσία, και παρά τα φιλομοναρχικά συναισθήματα που τρέφει μεγάλη μερίδα της βρετανικής κοινής γνώμης, γίνεται συχνά στόχος επικρίσεων. Δεν μπορεί παρά να αναγνωριστεί ωστόσο σε αυτήν την καθόλου αγία οικογένεια πως καταφέρνει να επιστρατεύσει ακόμη και τις σκιές που την βαρύνουν, όπως τον θάνατο της Νταϊάνα, για να συντηρεί τον μύθο της.

Όλα αυτά εξηγούν γιατί η στέψη του βασιλιά Καρόλου, ενός μη χαρισματικού, αν όχι αντιδημοφιλούς προσώπου, τραβά τους προβολείς της παγκόσμιας κοινότητας. 

Αντίθετα από τους δικούς μας πρώην βασιλείς που «έλαμψαν» ως παράγοντες πολιτικής αστάθειας, οι Βρετανοί «λάμπουν» ως πρωταγωνιστές ενός παγκόσμιου υπερθεάματος που, αν και έρχεται από τα βάθη της ιστορίας, βρίσκει τη θέση στο live streaming.