Προϊόν των τοπικιστικών αντιλήψεων που θέλουν το δικό μας το χωριό να είναι το ωραιότερο στον κόσμο ή απλώς ένα ακόμα ανεκδοτολογικό τσιτάτο από αυτά που κυκλοφορούν κατά διαστήματα και διασκεδάζουν τις παρέες; Οπως και αν έχει, το «Σαν τη Χαλκιδική δεν έχει», ακόμα και μέσα από την υπερβολή του, λέει μια μεγάλη αλήθεια. Πως, πολύ απλά, σαν τη Χαλκιδική δεν έχει! Το επιβεβαιώνω κι εγώ που δεν κατάγομαι από τη Βόρεια Ελλάδα ώστε να μεροληπτώ τυφλωμένος, έστω ζαλισμένος, από το συναίσθημα. Σαν τη Χαλκιδική δεν έχει. Το διαπίστωσα κάνοντας μια μεγάλη βόλτα με το αυτοκίνητο και στα τρία «πόδια» της, στη Χερσόνησο της Κασσάνδρας, στη Χερσόνησο της Σιθωνίας και στη Χερσόνησο του Αθω, ξεκινώντας από τα Νέα Μουδανιά και την Κασσάνδρεια και καταλήγοντας στην Ουρανούπολη, την «είσοδο» προς το Αγιον Ορος.

Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κάνει τον εν λόγω νομό τόσο ξεχωριστό; Πολύ απλά, η ομορφιά του τοπίου και η υψηλή ποιότητα των παραλιών του. Η φύση της Χαλκιδικής, αυτή η οργιαστική, καταπράσινη φύση με τα πευκοδάση να φτάνουν μέχρι μέσα στη θάλασσα, είναι ο ανεκτίμητος θησαυρός της περιοχής. Είναι ο λόγος για τον οποίο έχει εξελιχθεί σε έναν από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς της χώρας μας. Εχω επισκεφθεί μέρη με περισσότερα ιστορικά αξιοθέατα και με πιο δραματικά τοπία. Εχω επισκεφθεί μέρη όπου η ανεξέλεγκτη δόμηση δεν έχει αλλοιώσει τόσο πολύ το περιβάλλον, δεν έχει προκαλέσει τις καταστροφές που παρατηρούμε, ειδικά στο πρώτο πόδι – διάβασα καταγγελίες και έρευνες που κάνουν λόγο για την καταπάτηση και εκχέρσωση χιλιάδων στρεμμάτων δασών. Ομως, ακόμα και εκεί που οι άνθρωποι έδρασαν κακοποιητικά, η φύση της Χαλκιδικής λειτούργησε επουλωτικά: Κρύβοντας όσο καλύτερα μπορεί την όποια ασχήμια πίσω από το πυκνό πράσινό της. Επιβάλλοντας την ομορφιά!

Κασσάνδρα

Αγαπημένος τόπος παραθερισμού για τους Θεσσαλονικείς, το πρώτο πόδι, η Χερσόνησος της Κασσάνδρας, είναι, όπως ήδη είπαμε, και το πιο επιβαρυμένο. Ομως παραμένει ένας τόπος αξιοσημείωτης φυσικής ομορφιάς, όπως εύκολα ανακαλύπτει ο επισκέπτης κάνοντας τον γύρο του και σταματώντας στις πιο ωραίες παραλίες. Η δική μας διαδρομή, αφού περάσαμε το κανάλι της Ποτίδαιας, τη διώρυγα που κάνει τη χερσόνησο να μοιάζει με νησί, ξεκίνησε από τη Σάνη. Πρόκειται για μια από τις πιο κοσμοπολίτικες γωνιές της Βόρειας Ελλάδας, αφού εκεί λειτουργεί το υπερπολυτελές «Sani Resort» με τα πέντε ξενοδοχεία του (και με το γνωστό καλοκαιρινό φεστιβάλ του). Οι μοναδικές για ελληνικό ξενοδοχείο εγκαταστάσεις με τα παραθαλάσσια bungalows, τις παραλίες με τη λευκή άμμο, τους φροντισμένους κήπους, τις πισίνες, τα γήπεδα του τένις (και πολλών ακόμα σπορ), τη μαρίνα με τα πολυτελή καταστήματα, τα βραβευμένα εστιατόρια και τα ελλιμενισμένα σκάφη είναι από μόνες τους αξιοθέατο. Το μεγαλύτερο όμως αξιοθέατο και αυτής της περιοχής είναι η φύση: οι ελαιώνες, τα χωράφια με τις καλλιέργειες, το πευκοδάσος πάνω στις αμμοθίνες και οι λίμνες Σταυρονικήτα και Γεράνι με την πλούσια πανίδα τους. Προστατευόμενη περιοχή του Ευρωπαϊκού Δικτύου Natura, η Σάνη χαρίζει στον επισκέπτη εικόνες ομορφιάς και ανάτασης. Απέναντί της ο Ολυμπος, τεράστιος και επιβλητικός, προσθέτει δραματικές πινελιές στο ήρεμο τοπίο και το κάνει ακόμα πιο εντυπωσιακό. Συνεχίζοντας προς τον Νότο, περάσαμε από τη Σίβηρη (στο αμφιθέατρο της οποίας φιλοξενείται το Φεστιβάλ Κασσάνδρας), από τη Σκάλα Φούρκας και από το Ποσείδι με την ιδιαίτερη παραλία του, μια στενή αμμώδη λωρίδα γης που μπαίνει μέσα στη θάλασσα. Εκεί βρίσκεται και ο ύψους περίπου 15 μέτρων φάρος που κατασκευάστηκε το 1864. Συνεχίζοντας παραλιακά, περάσαμε από τη Νέα Σκιώνη και συνεχίσαμε σταματώντας ξανά και ξανά στις θαυμάσιες παραλίες: στον Γλαρόκαβο, στο Πευκοχώρι, στο Πολύχρονο, στην Κρυοπηγή, στην Αφυτο, στη Νέα Φώκαια…

Παρεμπιπτόντως, η Αφυτος με τα παλιά λιθόκτιστα σπίτια με τις κτητορικές επιγραφές έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και είναι, κατά τη δική μου γνώμη, το ομορφότερο χωριό του πρώτου ποδιού.

Σιθωνία

Οσο για το πιο γραφικό χωριό του δεύτερου ποδιού, της Χερσονήσου της Σιθωνίας, αυτή είναι, θεωρώ, η Νικήτη. Για την ακρίβεια, η παλιά Νικήτη, που βρίσκεται χτισμένη πάνω σε έναν λόφο. Πολλά από τα παμπάλαια σπίτια της στέκονται ακόμα όρθια, κάποια μάλιστα είναι και εξαιρετικά συντηρημένα. Σήμα κατατεθέν του χωριού θεωρούνται οι χαρακτηριστικές καμινάδες των σπιτιών, που όμοιές τους δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί. Ωραιότατη και η παραλία του, αν και, εδώ που τα λέμε, δεν υπάρχει σημείο στο δεύτερο – μάλλον, και στο δεύτερο – πόδι που να μη σε προσκαλεί να βουτήξεις. Ετσι, συνεχίζοντας στον δρόμο που μας κάνει τον κύκλο της Σιθωνίας και ακολουθώντας μια μαγευτική πευκόφυτη διαδρομή, περάσαμε από την Καλόγρια, τις Σπαθιές, την Ελιά, τη Λαγόμανδρα, τον Τριπόταμο, την Τριστινίκα, την Τορώνη και σταματήσαμε για λίγο στο Πόρτο Κουφό: Το μικρό ψαροχώρι είναι χτισμένο στο βάθος ενός εντυπωσιακού φυσικού λιμανιού που θεωρείται από τα πιο ασφαλή στην Ελλάδα. Αναπνεύσαμε μπόλικο ιώδιο, κουνήσαμε και το χέρι σε ένα ψαροκάικο που ξανοιγόταν και συνεχίσαμε για να περάσουμε και από άλλες παραλίες: από το Καλαμίτσι, το Κριαρίτσι, τη Συκιά… Τότε αντίκρισα απέναντί μου, για πρώτη φορά, το Ορος Αθως (εκεί που τελειώνει το απέναντι τρίτο πόδι). Ο όγκος του (δεν είχα καταλάβει πως είναι τόσο ψηλό) και η βιβλική μεγαλοπρέπειά του με άφησαν άφωνο. Ανεβαίνοντας προς Βορρά, περάσαμε (από τι άλλο;) από ακόμα περισσότερες θαυμάσιες παραλίες με παχιά άμμο, όπως η παραλία Σάρτης και το Πλατανίτσι. Οι Καβουρότρυπες είναι από τις πιο διάσημες λόγω της εξωτικής ομορφιάς τους: Πρόκειται για μικρούς κολπίσκους με μικρές αμμουδιές και με κρυστάλλινα τιρκουάζ νερά. Αλλη μια επιβεβαίωση πως… σαν τη Χαλκιδική δεν έχει!

Προς τον Αθω

Συνεχίσαμε παραλιακά βλέποντας μακριά (είχε θαυμάσια ορατότητα εκείνη την ημέρα) την ακτογραμμή του τρίτου ποδιού, με μερικά από τα μοναστήρια να αχνοδιακρίνονται. Κάτι μικρές αστραπιαίες λάμψεις που παρατηρούσαμε υποθέτω πως προέρχονταν από το παιχνίδι του ήλιου στους τρούλους των εκκλησιών. Το τοπίο παρέμενε εξαιρετικά όμορφο. Κάποια στιγμή γυρίσαμε την πλάτη μας στη θάλασσα και πήραμε τον δρόμο προς την Ιερισσό. Η μυρωδιά των ανθισμένων, κατακίτρινων σπαρτών έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο στο αυτοκίνητο και μας ζάλιζε με τη γλύκα της. Από εκεί κατευθυνθήκαμε προς την Ουρανούπολη, περνώντας και από το στενό θαλάσσιο πέρασμα που χωρίζει την Αμμουλιανή, το μοναδικό κατοικημένο νησί της Χαλκιδικής, από τη χερσόνησο. Φτάσαμε στην πόλη που αποκαλούν και «κατώφλι του Αγίου Ορους».

Παρκάραμε στο λιμάνι την ώρα που μια λέμβος αποβίβαζε μια ομάδα από καλόγερους. Δύο άλλοι καλόγεροι έπιναν τον καφέ τους μπροστά στη θάλασσα. Ο Πύργος της Ουρανούπολης δέσποζε στον οικισμό και ήταν πιο εντυπωσιακός από όσο φαινόταν στις φωτογραφίες που είχαμε δει. Διάβασα πως για πρώτη φορά αναφέρεται σε έγγραφα του 1344, αλλά πιστεύεται πως είναι παλαιότερος. Κάποια στιγμή, μετά το 1922, κατοίκησαν σε αυτόν πρόσφυγες από την Προποντίδα και αργότερα ο Σκωτσέζος Σίντνεϊ Λοκ και η αυστραλή σύζυγός του Τζόις, και οι δύο δημοσιογράφοι και συγγραφείς. Το ζεύγος ήρθε στη Χαλκιδική από τη Θεσσαλονίκη όπου ζούσε παρέχοντας υπηρεσίες στους πρόσφυγες. Το 1928 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ουρανούπολη λόγω του ενδιαφέροντος του Λοκ για τα αθωνικά μοναστήρια. Εκανε τον Πύργο της Ουρανόπολης σπίτι του και συνέχισε να βοηθά τους πρόσφυγες αλλά και την τοπική κοινωνία που ζούσε σε ανέχεια. Μεταξύ άλλων οι Λοκ έμαθαν σε αυτούς τους φτωχούς ανθρώπους να φτιάχνουν και να πωλούν χαλιά με ελληνικά θεματικά μοτίβα.

Ακόμα και σήμερα στον Πύργο, που λειτουργεί και ως μουσείο, φιλοξενούνται προσωπικά αντικείμενα των δύο αυτών ανθρώπων που με τόσο συγκινητικό τρόπο συνέδεσαν την ιστορία τους με εκείνη του τόπου. Εμείς φωτογραφίσαμε ξανά και ξανά τον εξαιρετικά φωτογενή Πύργο από κάθε πλευρά του, και από τη μεριά του οικισμού και από τη μεριά της παραλίας, και ξεκινήσαμε το ταξίδι της επιστροφής προς τη Θεσσαλονίκη. Αφήσαμε αναγκαστικά (πώς να τα προφτάσεις όλα;) την ορεινή Χαλκιδική για την επόμενη φορά, κάναμε όμως μια τελευταία στάση στην πρωτεύουσα του νομού, τον Πολύγυρο. Αυτός κι αν ήταν έκπληξη! Τα δεκάδες παλιά σπίτια του μας εντυπωσίασαν. Δυστυχώς, τα περισσότερα από αυτά καταρρέουν ή έχουν ήδη καταρρεύσει. Πόσο κρίμα! Είναι όμως μια πόλη που αξίζει να της αφιερώσεις χρόνο. Θα επιστρέψουμε, ελπίζω. Ξανά και ξανά. Η Χαλκιδική έχει πολλά ακόμα να μας δώσει.