Η τουρκική οικονομία δέχτηκε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ράπισμα με την απόφαση της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen να ακυρώσει τη μεγάλη προγραμματισμένη επένδυσή της στην Τουρκία. Η επένδυση αυτή, ύψους ενός περίπου δισεκατομμυρίου ευρώ, θα έδινε μια σημαντική ανάσα στην τουρκική οικονομία, αφού θα δημιουργούσε περισσότερες από 4.000 θέσεις εργασίας.

Πέραν αυτού, η επένδυση της συγκεκριμένης εταιρείας προφανώς και θα παρότρυνε και άλλες εταιρείες να αποβάλουν τον φόβο τους για το ασταθές επενδυτικό περιβάλλον της Τουρκίας και να προβούν σε ανάλογες κινήσεις, οι οποίες θα συνέτειναν σημαντικά στην ανόρθωση της καταρρακωμένης τουρκικής οικονομίας.

Αυτό, όμως, που μάλλον πόνεσε περισσότερο την τουρκική κυβέρνηση και τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προσωπικώς είναι η αιτιολόγηση της Volkswagen για την ακύρωση της εν λόγω επένδυσης. Η επένδυση ακυρώθηκε πρωτίστως επειδή στην Τουρκία διαπιστώνεται σοβαρό έλλειμμα δημοκρατικής διακυβέρνησης και επειδή η Τουρκία προχώρησε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις που έχουν τον χαρακτήρα εισβολής στη Συρία, ζητήματα τα οποία δεν αφήνουν ασυγκίνητη την κοινή γνώμη στη Γερμανία.

Βεβαίως, και η πανδημία του κορωνοϊού συνέβαλε εν μέρει, αφού η τουρκική κυβέρνηση αναμφίβολα απέτυχε στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, προσθέτοντας έναν ακόμα παράγοντα υψηλής επισφάλειας στο επενδυτικό περιβάλλον της Τουρκίας.

Ο R. T. Erdogan αντιμετώπισε και αυτή τη δυσάρεστη για τη χώρα του εξέλιξη με τον αναμενόμενο τρόπο, δηλ. με προκλητικότητα και επιθετικότητα. Προφανώς καθ’ υπόδειξη του τούρκου προέδρου ο υπουργός Βιομηχανίας και Τεχνολογίας M. Varank δήλωσε ότι με την απόφασή της να ακυρώσει την επένδυση στην Τουρκία η Volkswagen εξαπάτησε τους μετόχους της! Προχωρώντας ακόμα περισσότερο, ο ίδιος ο R. T. Erdogan έδωσε εντολή να αποσυρθεί το σύνολο των οχημάτων της Volkswagen από τον στόλο των κρατικών οχημάτων της Τουρκίας, μετατρέποντας έτσι μία επενδυτική εμπλοκή σε οικονομικό πόλεμο.

Την ίδια στιγμή, όμως, που η ιδιωτική πρωτοβουλία αφουγκράζεται την κοινή γνώμη και αποδεικνύει ότι δεν προτάσσει πάντα και μόνον το κέρδος, η γερμανική κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να διακόψει τις εξαγωγές γερμανικών όπλων – με πρώτα τα έξι γερμανικά υποβρύχια «κλάσης 214» – στην Τουρκία, παρά τις εκκλήσεις δύο κομμάτων, των Πρασίνων και της Αριστεράς, στη γερμανική βουλή. Διαφωτιστικό για τις γερμανικές (κρατικές) προτεραιότητες και επιλογές είναι το γεγονός ότι κατά το 2020 η Γερμανία πώλησε όπλα αξίας μεγαλύτερης των 250 εκατομμυρίων ευρώ στην Τουρκία, η οποία αναδεικνύεται έτσι στον καλύτερο πελάτη της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας.

Κάθε νοήμων άνθρωπος αντιλαμβάνεται πόσο εύκολο είναι για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να διασπά την ενότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αφ’ ης στιγμής εκείνος επιτυγχάνει να χειραγωγεί τη γερμανική κυβέρνηση, η οποία επί της ουσίας διαμορφώνει την πολιτική της ΕΕ.

Οσο τα ευρωπαϊκά κονδύλια θα εκρέουν στην Τουρκία με διάφορες προφάσεις (μεταναστευτική κρίση, κατευνασμός κ.λπ.) και θα επανεισρέουν στη Γερμανία διά των εξαγωγών γερμανικών όπλων στην Τουρκία, είναι μάταιο να προσδοκούμε ότι τον προσεχή Μάρτιο υπάρχει ελπίδα η ΕΕ να ανακόψει την τουρκική προκλητικότητα διά της επιβολής οικονομικών κυρώσεων.

Ο κ.  Κωνσταντίνος Παΐδας είναι αναπληρωτής καθηγητής του ΕΚΠΑ.