Από τον Μπιλ Γκέιτς που αναδεικνύεται σε ηγετική φυσιογνωμία του σύγχρονου «φιλανθρωπικού καπιταλισμού», μέχρι πλήθος άλλες πολυεθνικές, ο κόσμος της μεγάλης επιχειρηματικότητας στρατεύεται στη μάχη κατά του νέου κοροναϊού.

Μικρή σημασία έχει εάν αυτό σηματοδοτεί μια αυθεντική συνειδησιακή στροφή, ή απλώς αντιλαμβάνονται το πλήγμα για την εικόνα τους που θα έχει τυχόν ολιγωρία στη μάχη.

Το βασικό είναι ότι αντιλαμβάνονται την ανάγκη να συνεισφέρουν.

Στην Ελλάδα υπάρχει μια εταιρεία που έχει ουσιαστικά την κοινωνική ευθύνη ως καταστατική αρχή.

Αναφέρομαι στην ΟΠΑΠ ΑΕ που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ξεκίνησε ως ένας οργανισμός του ελληνικού δημοσίου, με ρητό στόχο τα κέρδη του να ενισχύουν τον αθλητισμό και τον πολιτισμό.

Για όσο καιρό ο ΟΠΑΠ ήταν ένας δημόσιος οργανισμός ή μια εταιρεία υπό τον έλεγχο του δημοσίου, η συνεισφορά του ήταν μεγάλη. Είτε γιατί τα έσοδα του ρητά έπρεπε να πηγαίνουν στον αθλητισμό και τον πολιτισμό, είτε γιατί το δημόσιο δεσμευόταν το μέρισμά του να χρησιμοποιείται για τέτοιους σκοπούς.

Σύλλογοι ενισχύθηκαν, γήπεδα χτίστηκαν, έργα αναστήλωσης προχώρησαν, μουσεία φτιάχτηκαν.

Ήταν ένας τρόπος ο τζόγος να συμβάλλει σε κάτι το κοινωνικά χρήσιμο.

Όταν ο ΟΠΑΠ ιδιωτικοποιήθηκε, είναι αλήθεια ότι η υποχρέωση του κοινωνικού έργου μεταφέρθηκε στο κράτος που έπαιρνε και τα έσοδα από την αυξημένη φορολογία στα ίδια τα παιχνίδια, αλλά και τα έσοδα από την παραχώρηση στον ΟΠΑΠ του δικαιώματος να διεξάγει συγκεκριμένα παιχνίδια.

Όμως, ρητή απαίτηση από τη μεριά της Πολιτείας (και της κοινωνίας) ήταν ο ιδιωτικός ΟΠΑΠ να συνεχίσει να έχει κοινωνικό έργο και προσφορά, να συνεχίσει να προσφέρει στην κοινωνία, στον αθλητισμό και τον πολιτισμό.

Το έργο του ΟΠΑΠ

Για ένα διάστημα ο ΟΠΑΠ συνέχισε να έχει σημαντική εταιρική κοινωνική ευθύνη.

  • Έχει ενισχύει παιδιατρικά νοσοκομεία σε σημαντικό βαθμό.
  • Έχει στηρίξει αθλητικές ακαδημίες.
  • Έχει το πρόγραμμα ΟΠΑΠ forward που στηρίζει δυναμικές επιχειρήσεις.

Όμως, σήμερα έχουμε μια μεγάλη μάχη.

Ο ΟΠΑΠ είναι μια εταιρεία με πολύ ισχυρή οικονομική θέση.

Δεν έχει τα προβλήματα υπερχρέωσης που έχουν άλλες επιχειρήσεις και ο δανεισμός του είναι διαχειρίσιμος σε σχέση με τη συνολική του οικονομική κατάσταση.

Δεν έχει έλλειμμα ρευστότητας γιατί τα έσοδά του είναι άμεσα από τους παίκτες και έχει σημαντικά διαθέσιμα που τα αναφέρει στους απολογισμούς του.

Και βέβαια δεν έχει χάσει τζίρο στην ίδια κλίμακα με άλλες επιχειρήσεις εξαιτίας της κρίσης που φέρνει ο κοροναϊός.

Γιατί μπορεί να μην υπάρχουν σπορ για τον αθλητικό στοιχηματισμό ή να μην είναι εφικτή η πρόσβαση στα πρακτορεία, όμως υπάρχουν όλες οι άλλες μορφές στοιχηματισμού που μπορούν να γίνουν και διαδικτυακά.

Το Τζόκερ κάνει τρεις κληρώσεις πια την εβδομάδα, ενώ υπάρχει και το virtual sports και κάποια πρωταθλήματα και αθλήματα που συνεχίζονται ακόμη στον κόσμο προσφέρονται στους παίκτες.

Και κυρίως είναι μια επιχείρηση με τεράστια κέρδη.

Το 2019 τα κέρδη της εταιρείας μετά φόρων ήταν 202 εκατομμύρια ευρώ.

Σχεδόν 57 εκατομμύρια ευρώ περισσότερα από όσα το 2018.

Και πολύ περισσότερα από τα 131,62 εκατομμύρια κέρδη του 2017.

Μια τόσο μεγάλη καθαρή κερδοφορία, σε μια εταιρεία με τέτοια θέση στην αγορά του τζόγου, δεν σημαίνει απλώς μια επιχείρηση με ισχυρή θέση.

Σημαίνει μια επιχείρηση που μπορεί να συμβάλει με μεγάλα ποσά στην εθνική μάχη κατά το κοροναϊού.

Με τον κοροναϊό θα κάνουν κάτι;

Παρ’ όλα αυτά ο ΟΠΑΠ αυτή τη στιγμή δεν δείχνει να κάνει κάτι για τον κοροναϊό.

Ως προς τη συγκεκριμένη μάχη απλώς αναφέρει ότι θα προσφέρει «υγειονομικό υλικό πρώτης ανάγκης».

Δεν βλέπουμε κάποια μεγάλη και αποφασιστική χορηγία, που να μεταφράζεται σε ΜΕΘ και σε σημαντική ενίσχυση σε προστατευτικό εξοπλισμό.

Άλλες μεγάλες κερδοφόρες εταιρείες έχουν ήδη ανακοινώσει συγκεκριμένες προσφορές υγειονομικού υλικού ύψους αρκετών εκατομμυρίων ευρώ.

Εταιρείες που δεν είχαν ποτέ στο καταστατικό τους ή στην ιστορία τους το «στην υπηρεσία του αθλητισμού και του πολιτισμού».

Εταιρείες που σε τελική ανάλυση θα μπορούσαν να μείνουν στην κοινωνική χρησιμότητα των προϊόντων που παράγουν.

Ενώ ο ΟΠΑΠ είναι μια εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τζόγο και γι’ αυτό έχει ούτως ή άλλως εταιρική ευθύνη να προσφέρει κοινωνικό έργο κατά κάποιον τρόπο για να αντισταθμίζει τις επιπτώσεις του τζόγου.

Γι’ αυτό και λέμε ότι τώρα ήταν που ο ΟΠΑΠ έπρεπε να δείξει την κοινωνική του ευθύνη.

Να «βάλει το χέρι στην τσέπη» και να συνεισφέρει στην κοινή μάχη.

Να μη μείνει στα τυπικά όρια της «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης» αλλά να αναλάβει πραγματικά την ευθύνη της προσφοράς όπως πρέπει σήμερα να κάνουν οι μεγάλες κερδοφόρες επιχειρήσεις.

Να μη δώσει την εικόνα ότι το μόνο που ενδιαφέρει την διοίκησή του είναι να έχει τις μικρότερες απώλειες από την περίοδο της πανδημίας.

Οι μεγάλες εταιρείες, αυτές που δεν θέλουν να μιλούν μόνο με τους ισολογισμούς αλλά και την προσφορά τους, δεν κρίνονται στις ΓΣ των μετόχων.

Ούτε μόνο στο πώς προσελκύουν τους επενδυτές.

Κρίνονται και από τη συνολική τους κοινωνική παρουσία.

Και σήμερα εταιρείες όπως ο ΟΠΑΠ καλούνται να καταλάβουν το κόστος που έχει η πανδημία για την κοινωνία και να συνεισφέρουν.

Ο ΟΠΑΠ είναι σήμερα μια ιδιωτική εταιρεία που απολαμβάνει ένα ουσιαστικό μονοπώλιο στον χώρο της.

Είναι μια εταιρεία που απολαμβάνει ένα ευνοϊκό θεσμικό πλαίσιο.

Είναι μια επιχείρηση που χαίρει ακόμη μεγάλης εμπιστοσύνης από το κοινό.

Οφείλει να καταλάβει ότι όλα αυτά δεν μεταφράζονται μόνο σε κέρδη, αλλά και σε ευθύνη έναντι της χώρας και της κοινωνίας.

Και αυτή την ευθύνη δεν μπορεί να την προσπεράσει.

Η κοινωνία δεν ξεχνά την προσφορά, όπως και θυμάται πάντα τον κυνισμό.