Οι Ηνωμένες Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ επισημοποίησαν την πρόθεση αποχώρησής τους από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, προκαλώντας οργισμένες αντιδράσεις, κυρίως εκ μέρους της Γαλλίας και της Κίνας.

«Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εκκινούν τη διαδικασία αποχώρησης από τη Συμφωνία του Παρισιού. Κατ΄εφαρμογήν των όρων αυτής της συμφωνίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέβαλαν επίσημη γνωστοποίηση της αποχώρησής τους στα Ηνωμένα Έθνη. Η αποχώρηση θα τεθεί σε ισχύ ένα χρόνο μετά τη γνωστοποίηση» αναφέρεται στο κείμενο της ανακοίνωσης.

Αυτό το σημαντικό βήμα δεν ήταν δυνατόν να γίνει νωρίτερα, εξαιτίας ρήτρας στο κείμενο της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα, που εισάγει μια αντίστροφη μέτρηση διάρκειας ενός έτους πριν η Ουάσινγκτον μπορέσει να αποχωρήσει.

Άρα, οι ΗΠΑ θα βρίσκονται εκτός της συμφωνίας στις 4 Νοεμβρίου 2020, την επομένη των προεδρικών εκλογών, στις οποίες ο Ντόναλντ Τραμπ προτίθεται να διεκδικήσει δεύτερη προεδρική θητεία.

Οι ΗΠΑ είναι η μόνη χώρα που επιδιώκει να αποδεσμευτεί από το κείμενο αυτό , το οποίο έχει υπογραφεί από 197 χώρες. Ακόμη και από τη Βόρεια Κορέα.

«Ήρθε η ώρα να φύγουμε από τη Συμφωνία του Παρισιού» είχε δηλώσει την 1η Ιουνίου 2017 ο Ντόναλντ Τραμπ. «Εξελέγην για να εκπροσωπήσω τους κατοίκους τους Πίτσμπουργκ, όχι του Παρισιού».

Μετά τη δήλωση αυτή, στην πραγματικότητα, οι Αμερικανοί διατήρησαν την έδρα τους, διακριτικά, για να διατηρούν επιρροή στις τεχνικές συνομιλίες τις σχετικές με την εφαρμογή της συμφωνίας, σε περίπτωση που, κάποια μέρα, η Ουάσινγκτον αποφασίσει να επιστρέψει.

Σύμφωνα με το κείμενο που διαπραγματεύτηκε στο τέλος του 2015 ο Μπαράκ Ομπάμα, καμία χώρα δεν μπορεί να αποχωρήσει πριν από την τρίτη επέτειο της έναρξης ισχύος της, στις 4 Νοεμβρίου 2018.

Η Κίνα, πρώτος παγκόσμιος ρυπαντής, και η Γαλλία, αντέδρασαν έντονα στην αμερικανική ανακοίνωση.

«Ελπίζουμε ότι οι ΗΠΑ θα επιδείξουν μεγαλύτερη υπευθυνότητα και θα συμβάλουν περισσότερο στη διαδικασία πολυμερούς συνεργασίας, αντί να προσθέτουν αρνητική ενέργεια» δήλωσε ο εκπρόσωπος της κινεζικής διπλωματίας Γκενγκ Σουάνγκ, καταγγέλλοντας την αμερικανική απόφαση.

«Η κλιματική αλλαγή αποτελεί κοινή πρόκληση για ολόκληρη την ανθρωπότητα, όλα τα μέλη της διεθνούς κοινότητας οφείλουν να συνεργαστούν χέρι-χέρι» πρόσθεσε ο κινέζος αξιωματούχος.

Η Γαλλία εξέφρασε επίσης τη λύπη της για την αμερικανική απόφαση. «Αυτό καθιστά ακόμη πιο αναγκαία τη γαλλο-κινεζική σύμπραξη για το Κλίμα και τη Βιοποικιλότητα» ανακοίνωσε η γαλλική προεδρία, την στιγμή που ο Εμανουέλ Μακρόν άρχιζε από τη Σανγκάη τη δεύτερη επίσκεψή του στην Κίνα.

Οι αμερικανοί συντηρητικοί χαιρέτισαν από την πλευρά τους την ανακοίνωση της Ουάσινγκτον. Όμως, η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, δήλωσε ότι πρόκειται για «μια νέα αντιεπιστημονική απόφαση… που ξεπουλά το μέλλον του πλανήτη και των παιδιών μας».

Η απόφαση της Ουάσινγκτον προέρχεται «από μια ξεπερασμένη ιδέα του περασμένου αιώνα, όταν πίστευαν ότι η κλιματική κινητοποίηση είναι δαπανηρή και καταστρέφει θέσεις εργασίας», σχολίασε ο Άντριου Στιρ, πρόεδρος του World Resources Institute.

«Ύβρις προς την ανθρωπότητα»

Ο επίσημος λόγος που επικαλείται η Ουάσινγκτον είναι μια άδικη για τις ΗΠΑ συμφωνία, αν και η φιλοσοφία του κειμένου είναι ότι οι χώρες ορίζουν ελεύθερα τους στόχους μείωσης της εκπομπής αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Άλλωστε, ο στόχος που είχε ανακοινωθεί τότε από τον Μπαράκ Ομπάμα ήταν λιγότερο φιλόδοξος σε σχέση με τις άλλες χώρες.

Στην ανακοίνωσή του, ο Μάικ Πομπέο επικαλέστηκε το άδικο οικονομικό βάρος που επιβάλλεται «στους εργαζόμενους, τις επιχειρήσεις και τους αμερικανούς φορολογούμενους».

Ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορεί να πει στους ψηφοφόρους του ότι τήρησε τις υποσχέσεις του.

Όμως, η αντιπολίτευση των Δημοκρατικών, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και οι ειδικοί οργίστηκαν με την εγωιστική συμπεριφορά του δεύτερου παγκόσμιου ρυπαντή, την ώρα που η Κίνα παραμένει δεσμευμένη από την συμφωνία.

«Ύβρις για την ανθρωπότητα» κατήγγειλε το Δημοκρατικό Κόμμα . «Είναι ντροπιαστικό» έγραψε στο Twitter ο Τζο Μπάιντεν, υποψήφιος για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος.

«Δεν είναι κάτι περισσότερο από την τήρηση μιας κυνικής, παράλογης υπόσχεσης της προεκλογικής εκστρατείας, με μοναδικό στόχο να κερδίσει την εύνοια της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων» δήλωσε ο δημοκρατικός γερουσιαστής Πάτρικ Λίχι.

Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ δε δημιούργησε το φαινόμενο ντόμινο που ορισμένοι φοβούνταν σε χώρες όπως η Αυστραλία και η Βραζιλία.

Αντίθετα, ενίσχυσε πλειάδα μη ομοσπονδιακών παραγόντων των ΗΠΑ: πολιτείες υπό δημοκρατική διακυβέρνηση, πόλεις και επιχειρήσεις που έχουν δεσμευτεί για ουδετερότητα διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2050 ή για την ανάληψη άλλων πρωτοβουλιών. Και αυτή η κινητοποίηση θα αντισταθμίσει σε κάποιο μέτρο την απόφαση της Ουάσινγκτον.

Τελικά, η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα δεν κατέρρευσε, ενισχυμένη από την κινητοποίηση των νέων για το κλίμα τους τελευταίους μήνες.

Όμως, το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών το 2020 μπορεί να είναι αποφασιστικής σημασίας. «Εάν ποτέ ανανεωθεί μια τετραετής διακυβέρνηση υπό τον Τραμπ, οι συνέπειες θα είναι πολύ, πολύ διαφορετικές» δήλωσε ο Ντέιβιντ Λεβάι, του κέντρου Iddri, προσθέτοντας ότι η κινητοποίηση για το κλίμα διατηρείται όσο η αμερικανική αποχώρηση παραμένει παρένθεση.

Όλοι οι υποψήφιοι για το χρίσμα των Δημοκρατικών έχουν δεσμευτεί για την επιστροφή των ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού, και αυτό θα μπορεί να γίνει με την ανάληψη των καθηκόντων του νέου αμερικανού προέδρου, εάν δεν είναι ο Τραμπ, στις 20 Ιανουαρίου 2021.

(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)