Κάλεσμα σε Γερμανούς επιχειρηματίες να επενδύσουν στη χώρα μας, απευθύνει ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνέντευξη που δημοσιεύεται σήμερα στη γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) στο πλαίσιο της επίσκεψής του στο Βερολίνο και της συνάντησής του με την καγκελάριο ‘Ανγκελα Μέρκελ. Παράλληλα, στέλνει μήνυμα ότι η Ελλάδα μπορεί να πετύχει ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 3%.

«Οι πρόσφατες εκλογές ήταν ένα σημαντικό βήμα για να τελειώσουμε μια και καλή με αυτό που αποκαλούνταν εδώ και καιρό ελληνική κρίση. Για πρώτη φορά εδώ και δέκα χρόνια, έχουμε μια κυβέρνηση με απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, η οποία είναι σαφώς προσανατολισμένη στις μεταρρυθμίσεις. Με ένα κυβερνών κόμμα που μπόρεσε να νικήσει τους λαϊκιστές στις εκλογές, χωρίς να τους μιμηθεί και χωρίς μεγάλες υποσχέσεις» τονίζει ο κ. Μητσοτάκης.

Ερωτηθείς για την πρόθεσή του να μειώσει τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ, ο κ. Μητσοτάκης απαντά ότι αυτός ο στόχος αποτελεί κληρονομιά του παρελθόντος και ότι «επιβαρύνει σοβαρά την ελληνική οικονομία, ειδικά σε μια στιγμή που η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης».

Και προσθέτει: «Φυσικά, θα μείνουμε σε αυτόν τον στόχο το 2019, αλλά και το 2020. Όμως για τα επόμενα χρόνια θέλουμε να το συζητήσουμε. Αρχικά είναι σημαντική η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της Ελλάδας και η υλοποίηση πραγματικών μεταρρυθμίσεων. Κατά τις επόμενες συζητήσεις με τους δανειστές το θέμα θα είναι να μας επιστραφούν τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από τις συναλλαγές με ελληνικά κρατικά ομόλογα, όπως υποσχέθηκαν για την περίπτωση της τήρησης των συμφωνιών».
Στη συνέχεια αναφέρεται στον στόχο της επίσκεψής του στη γερμανική πρωτεύουσα. «Έρχομαι στο Βερολίνο με το σχέδιο ανάπτυξης της Ελλάδας. Επιπρόσθετα, θέλω να παρουσιάσω τις δυνατότητες που προσφέρει η Ελλάδα σε Γερμανούς επιχειρηματίες και να τους παρακινήσω να δουν τη χώρα μας με νέα ματιά. Γερμανικές εταιρείες δραστηριοποιούνται ήδη στην Ελλάδα, αλλά θέλω να διευρύνω τον κύκλο και να εστιάσω σε τομείς όπου η Γερμανία και η Ελλάδα μπορούν να επωφεληθούν από τη συνεργασία, όπως στη φιλική προς το περιβάλλον ενεργειακή τεχνολογία» υπογραμμίζει.

Ο κ. Μητσοτάκης στέκεται ιδιαίτερα στο χαμηλό κόστος δανεισμού της Ελλάδας και σημειώνει ότι λίγο πριν από το ταξίδι στο Βερολίνο καταργήθηκαν τα capital controls, τα οποία διήρκεσαν τέσσερα χρόνια. Μιλώντας για τις νέες προοπτικές που ανοίγονται τονίζει τα εξής: «Θα επωφεληθούμε από το σημαντικά χαμηλότερο -επιτέλους και για την Ελλάδα- ύψος των επιτοκίων. Επικεντρωνόμαστε στη γρήγορη υλοποίηση επενδύσεων με έντονο συμβολισμό, όπως το Ελληνικό. Το έργο αυτό, το οποίο σχεδιάστηκε για να φέρει θέσεις εργασίας, οικονομική ανάπτυξη και έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις στο κράτος, μπλοκαρίστηκε για τέσσερα χρόνια από την ανικανότητα και την άρνηση για συγκεκριμένες αναπτυξιακές κινήσεις από την πλευρά της προηγούμενης κυβέρνησης».

Μένοντας πάντα στην πολιτική των μεταρρυθμίσεων, ο πρωθυπουργός συμπληρώνει: «Πρέπει να μεταρρυθμίσουμε την Ελλάδα, αλλά με τον δικό μας τρόπο. Η ιδέα ότι ακολουθούμε το σχέδιο που έχουν γράψει άλλοι για εμάς δεν είναι η σωστή προσέγγιση. Είμαστε μια κυρίαρχη χώρα. Οφείλουμε επίσης να γνωρίζουμε πολύ καλύτερα ποιες μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες…Θεωρώ τον εαυτό μου υπερήφανο μεταρρυθμιστή, αλλά οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να κατευθύνονται από την εγχώρια πολιτική».

Στην συνέχει εξηγεί ότι «ακριβώς γι’ αυτό, με τον πρώτο μου νόμο συγκέντρωσα πολλές αρμοδιότητες γύρω από τον Πρωθυπουργό. Κατηγορήθηκα ότι εγκατέστησα μία ελληνική καγκελαρία, αλλά προτιμώ αυτό το πρότυπο. Ο πρωθυπουργός είναι πολύ σημαντικός με βάση το Σύνταγμα, αλλά έως τώρα ήταν πολύ αδύναμος ως προς την επιβολή του κυβερνητικού προγράμματος. Τώρα πλέον έχουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο μεταρρύθμισης, αναπτύσσουμε σχέδια δράσης για τα υπουργεία και παρακολουθούμε στενά τις δραστηριότητες κάθε υπουργείου. Αυτό από μόνο του είναι μια σημαντική μεταρρύθμιση, διότι χωρίς σαφή ηγεσία στην κυβέρνηση προηγουμένως κάθε υπουργός μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε».

Σε ερώτηση, τέλος, για τις προσδοκίες που έχει από τη νέα πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν (Ursula von der Leyen), ο κ. Μητσοτάκης απαντά: «Με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχω μια πολύ καλή προσωπική σχέση. Ήρθε στην Ελλάδα στις αρχές της χρονιάς ως υπουργός ‘Αμυνας, για να μας υποστηρίξει στην προεκλογική εκστρατεία για τις Ευρωεκλογές. Ο Έλληνας εκπρόσωπος στην επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αναλάβει πιθανότατα ένα σημαντικό χαρτοφυλάκιο, το οποίο δεν επιτρέπεται να ανακοινώσω ακόμη. Αλλά μπορώ να πω ήδη ότι υποστηρίζω τη θαρραλέα ατζέντα της. Και θα είμαι ένας σύμμαχος, ο οποίος θα συμβάλει, ώστε η επόμενη Επιτροπή να επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους της».