Υποτίθεται ότι με πόνο ψυχής ο κ. Τσίπρας εξαναγκάστηκε σε πλεονάσματα 3,5 % του ΑΕΠ που θεωρούνται από τους πάντες ασφυκτικά  για την οικονομία. Μόνο που οι κυβερνητικοί φωστήρες επί τρία χρόνια τώρα, όχι απλώς καλύπτουν με την πολιτική που έχουν χαράξει, αυτό το στόχο αλλά τον ξεπερνούν κατά πολύ. Το περυσινό υπερπλεόνασμα 4,4% με βάση τα επίσημα στοιχεία, αγγίζει στην πράξη το 5 % αν υπολογίσουμε και τα δωράκια που μοίρασε ως… αντίδωρο.

Δεν πρόκειται όμως για αστοχία, αλλά για συνειδητή πολιτική επιλογή. Είναι ο νεοφιλελευθερισμός που καταγγέλλουν σε όλους τους τόνους στην πράξη. Ξεζουμίζουν όσο μπορούν περισσότερους, περικόπτουν τις δαπάνες για επενδύσεις και δημόσια έργα, δεν πληρώνουν τα φέσια του δημοσίου,καθυστερούν την απονομή των συντάξεων,για να παριστάνουν τους επιτυχημένους και τους καλούς μαθητές.

Έχουν διαμορφώσει μια εικονική πραγματικότητα για να επαίρονται ,ενώ η οικονομία εξακολουθεί να παραπαίει. Η μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας, η ΔΕΗ,καταρρέει μεγαλόπνοες επενδύσεις εξαγγέλλονται αλλά ουδέποτε προχωρούν,η ανεργία υποτίθεται ότι κάπως μειώνεται χάρις στη μερική απασχόληση και τους  μισθούς των 500 ευρώ, όσο για τις δημόσιες επενδύσεις βρίσκονται ακόμα χαμηλότερα κι από το καταστροφικό 2015.

Κι όλα αυτά γιατί υποτίθεται θέλουν να προστατέψουν τους φτωχούς και τους αδύνατους. Το μόνο που πετυχαίνουν όμως να οδηγούν όλο και περισσότερους  στην απόγνωση, να αυξάνονται οι οφειλές σε ταμεία και εφορία, για να μπορούν μετά να κάνουν τους φιλάνθρωπους μοιράζοντας γλίσχρα επιδόματα.

Με αυτή τη συνταγή όμως ούτε η χώρα μπορεί να ορθοποδήσει, ούτε η οικονομία να συνέλθει. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ τα πλεονάσματα ευημερούν η ανάπτυξη μονίμως καρκινοβατεί. Με τις δημόσιες υπηρεσίες σε καθεστώς κατάρρευσης, με το κοινωνικό κράτος να συρρικνώνεται, ο παράδεισος που υπόσχεται ο κ.Τσίπρας δεν πείθει πια ούτε αυτούς που θέλουν να πιαστούν από το παραμύθι που πλασάρει.

Είναι εμφανές πια ότι η Ελλάδα έχει άμεση ανάγκη από ένα άλλο μείγμα πολιτικής. Που θα σέβεται μεν τις υποχρεώσεις της χώρας, αλλά θα επενδύσει στην ανάπτυξη, τις επενδύσεις, την εκπαίδευση κι όχι στην επιδοματική πολιτική. Γιατί οι έλληνες αξίζουν – και μπορούν – να είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια χώρα φτωχοποιημένων  πολιτών χωρίς μέλλον.

ΤΟ ΒΗΜΑ