Ως «φόρο τιμής» στα θύματα του ναζισμού και του φασισμού στην Ελλάδα και όλο τον κόσμο, στους ήρωες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που πολέμησαν και πέθαναν για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους απέναντι στις θηριωδίες των φασιστών και των ναζί, καθώς και στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της ελληνικής εθνικής αντίστασης χαρακτήρισε τη σημερινή συνεδρίαση του ελληνικού κοινοβουλίου ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.

Ομιλία στη συζήτηση επί της Εκθέσεως της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής «για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών»

Ομιλία στη Βουλή στη συζήτηση επί της Εκθέσεως της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών.

Δημοσιεύτηκε από Alexis Tsipras στις Τετάρτη, 17 Απριλίου 2019

Ο πρωθυπουργός, μιλώντας από το βήμα της Βουλής, τόνισε ότι «η ακροδεξιά, ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, απειλούν να κυριαρχήσουν, να μας δηλητηριάσουν και να μας διχάσουν ξανά. Απειλούν να γυρίσουν την Ευρώπη πίσω στο σκοτάδι του μίσους και θέτουν σε κίνδυνο τις μεγάλες κατακτήσεις των τελευταίων 70 ετών. Την ίδια την Ενωμένη Ευρώπη, την ίδια τη δημοκρατία».

«Αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε» τόνισε ο κ. Τσίπρας, υπογραμμίζοντας ότι η σημερινή συνεδρίαση θα πρέπει να στείλει ένα μήνυμα ειρήνης και συμφιλιώσης. «Ας γίνει σταθμός για την επούλωση των βαθιών πληγών που άφησε στην συλλογική συνείδηση της Ελλάδας και της Ευρώπης ο πόλεμος και η φρίκη» πρόσθεσε.

Ο πρωθυπουργός ωστόσο τόνισε ότι απαιτείται αμοιβαία αναγνώριση που είναι προϋπόθεση της συγχώρεσης, σημειώνοντας πως αυτή η αμοιβαιότητα δεν μπορεί να είναι συνώνυμη του συμψηφισμού. «Δεν μπορούν θύτες και θύματα να εξισωθούν» υπογράμμισε ο κ. Τσίπρας, κάνοντας αναφορά σε όλους όσοι υποστήριξαν ότι δήθεν η Ελλάδα χρησιμοποιεί τις αξιώσεις της από τα εγκλήματα πολέμου της ναζιστικής Γερμανίας για να διαπραγματευτεί με καλύτερους όρους το χρέος και τη θέση της στην Ενωμένη Ευρώπη.

«Καμιά σφαγή, καμία θηριωδία, κανένα έγκλημα, ούτε μια σταγόνα αίμα δεν θα μπορούσε να μπει και δεν πρόκειται ποτέ να μπει στη ζυγαριά με κανένα μνημόνιο, καμία διαπραγμάτευση, καμία πληρωμή τοις μετρητοίς» τόνισε ο πρωθυπουργός, σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση επέλεξε να μην εισάγει την έκθεση της διακομματικής επιτροπής στην Ολομέλεια τον Ιούλιο του 2016, όταν βρισκόταν σε εξέλιξη η μνημονιακή διαπραγμάτευση.

Όπως σημείωσε ο κ. Τσίπρας, «στη συνείδηση του ελληνικού λαού πολλά από όσα έγιναν αυτή την περίοδο χρεώθηκαν στην γερμανική αδιαλλαξία», υποστηρίζοντας ότι άλλοτε έγινε δικαίως και άλλοτε αδίκως. «Σε κάθε περίπτωση η ηθικολογική στάση κάποιων πολιτικών που θέλησαν να παραστήσουν τους ηθικοδιδάσκαλους προς συνετισμό του ελληνικού λαού δεν βοήθησαν ιδιαιτέρως τις Ελληνογερμανικές σχέσεις. Αντίθετα επιβάρυναν το ήδη αρνητικό κλίμα και επέτειναν την καχυποψία» πρόσθεσε.

«Η ολοκλήρωση του προγράμματος, η έξοδος από την μνημονιακή επιτροπεία, η εξομάλυνση και η θεαματική βελτίωση στη συνέχεια των σχέσεων με τη Γερμανία έχουν δημιουργήσει ένα θετικό περιβάλλον. Μια συνθήκη αλληλοκατανόησης, συνεργασίας και εμβάθυνσης του διαλόγου. Και με αυτή τη διάθεση, με αυτό το θετικό κεκτημένο μπορούμε σήμερα να ανοίξουμε ξανά τον διάλογο σε ένα θέμα όχι απλά ευαίσθητο αλλά ιστορικά, συναισθηματικά και ηθικά φορτισμένο» υπογράμμισε ο πρωθυπουργός.

Στη συνέχεια ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στις επόμενες κινήσεις που σχεδιάζει να ακολουθήσει η κυβέρνηση, ανακοινώνοντας ότι σκοπεύει άμεσα να απευθύνει ρηματική διακοίνωση στην κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, τονίζοντας ότι με αυτήν «θα επαναλαμβάνει τις απαράγραπτες αξιώσεις της που προκύπτουν από την ναζιστική εισβολή και κατοχή καθώς και από τα εγκλήματα πολέμου της ναζιστικής Γερμανίας».

Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, οι απαράγραπτες αξιώσεις αφορούν:

Α. τις πολεμικές επανορθώσεις για τις υλικές καταστροφές και την διάλυση του παραγωγικού ιστού της χώρας

Β. τις αποζημιώσεις για τα θύματα και τους συγγενείς των θυμάτων εγκλημάτων πολέμου

Γ. Την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου

Δ. Την επιστροφή των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών και κειμηλίων.

Καταλήγοντας, ο κ. Τσίπρας σημείωσε ότι θα ξεκινήσει έναν ανοιχτό και ταυτόχρονα ηθικά και νομικά επιβεβλημένο διάλογο με τη Γερμανία. «Σαν μια έμπρακτη κίνηση αναγνώρισης της ναζιστικής θηριωδίας και των πληγών που άφησαν τα ναζιστικά στρατεύματα στη χώρα μας θα αναμένουμε με καλή θέληση και αισθήματα πραγματικής φιλίας την απάντηση της» τόνισε και πρόσθεσε πως «όποια και να είναι αυτή, αυτή τη φορά θα επανέλθουμε αξιοποιώντας όσα μέσα μας δίνει ο ευρωπαϊκός και διεθνής νομικός πολιτισμός».