Ολοένα και πληθαίνουν, διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, τα βιβλία, τα άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, τα σεμινάρια και τα συνέδρια γύρω από το φαινόμενο του λαϊκισμού. Η πολιτική επιστήμη, με σημαντική και διεθνώς αναγνωρισμένη τη συνεισφορά των θεραπόντων της στην Ελλάδα, έχει εμβαθύνει πολύ στο θέμα αυτό. Αντιθέτως, δεν έχει ακόμη διερευνηθεί επαρκώς η θεσμική όψη του φαινομένου του λαϊκισμού, δηλαδή η σχέση του με τις διαδικασίες και τους θεσμούς της συνταγματικής δημοκρατίας, ένα θέμα που ενδιαφέρει πρωτίστως την επιστήμη του συνταγματικού δικαίου.

Αυτή η διπλή όψη του λαϊκισμού, ως πολιτικού φαινομένου και συγχρόνως ως φαινομένου συνταγματικού ενδιαφέροντος, βρέθηκε στο επίκεντρο του συνεδρίου που διοργάνωσε ο όμιλος Μάνεση στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων στις 1 και 2 Μαρτίου, υπό τον γενικό τίτλο «Συνταγματική δημοκρατία και λαϊκισμός», με τη συμμετοχή εξαίρετων ελλήνων πολιτικών επιστημόνων και συνταγματολόγων.

Από τη σκοπιά της πολιτικής επιστήμης, οι εισηγήσεις των Χ. Λυριντζή, Γ. Σταυρακάκη, Γ. Αναστασάκου, Γ. Μπαλαμπανίδη και Γ. Μοσχονά επιβεβαίωσαν τη σημαντική πρόοδο που έχει συντελεστεί ως προς τον προσδιορισμό των ουσιωδών γνωρισμάτων της έννοιας του λαϊκισμού, έστω και αν ακόμη δεν έχει βρεθεί ένας αξιολογικά ουδέτερος ορισμός της, εάν αυτός είναι δυνατός.

Πάντως, οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στο συνέδριο πολιτικούς επιστήμονες φαίνεται να συμφωνούν με τον Cas Mudde, ότι ο λαϊκισμός είναι «μια ιδεολογία ισχνού πυρήνα, που θεωρεί την κοινωνία ως στην ουσία διαχωρισμένη σε δύο ομοιογενείς και ανταγωνιστικές ομάδες, τον «αγνό λαό» ενάντια στις «διεφθαρμένες ελίτ», και που υποστηρίζει ότι η πολιτική θα πρέπει να αποτελεί έκφραση της volonté générale (γενικής βούλησης) του λαού» (βλ. C. Mudde – Cr. Rovira Kaltwasser, επιμ., Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική, μετάφραση Π. Ασλανίδη, εκδ. Επίκεντρο, 2013, σελ. 44).

Εκτός από ιδεολογία, ο λαϊκισμός είναι όμως και τεχνική διακυβέρνησης, από τη στιγμή που κατακτά την πολιτική εξουσία. Και τότε αποκτά ενδιαφέρον και από την άποψη του συνταγματικού δικαίου, αφού ο κατά βάση αντιφιλελεύθερος χαρακτήρας του λαϊκισμού αποτελεί μια μόνιμη πηγή έντασης με τις διαδικασίες και τους θεσμούς της συνταγματικής δημοκρατίας. Στις εισηγήσεις των Γ. Σωτηρέλη, Ξ. Κοντιάδη, Σπ. Βλαχόπουλου, Ιφ. Καμτσίδου, Π. Μαντζούφα, Λ. Παπαδοπούλου, Α. Μεταξά, Α. Καϊδατζή και Γ. Καραβοκύρη επισημαίνεται η αναβίωση της διάκρισης μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας στο πλαίσιο του λαϊκισμού, με διαφοροποιημένες όμως εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της διάκρισης αυτής στην ποιότητα της δημοκρατίας. Πάντως, η ακραία εκδήλωση της διάκρισης αυτής, που συνίσταται στον «πλειοψηφισμό», δηλαδή στη δίχως περιορισμούς εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας (πρβλ. N. Urbinati, Maggioranza e maggioritarismo, σε: M. Anselmi, P. Blokker, N. Urbinati, La sfida populista, Fondazione Giangiacomo Feltrinelli, ψηφιακή έκδοση, 2018, σελ. 16 επ.), απορρίπτεται σχεδόν από όλους, ως άρνηση της ουσίας της συνταγματικής δημοκρατίας. Ενώ μάλλον απομονωμένη βρέθηκε η άποψη (Α. Καϊδατζής) ότι ο περιορισμός των λειτουργιών «συνταγματικής εγγύησης» (π.χ. του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων) αποτελεί συνεπή εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής, εν όψει του κινδύνου ενός αντιπροοδευτικού δικαστικού ακτιβισμού.

Εις επίρρωσιν της άποψης αυτής, αλλά ίσως και του «πλειοψηφισμού», έγινε αναφορά στο ρεύμα του αμερικανικού πολιτικού ή λαϊκιστικού συνταγματισμού (π.χ. Mark Tushnet, Akhil Amar, Larry Kramer, Richard D. Parker), το οποίο αντιλαμβάνεται το συνταγματικό δίκαιο πρωτίστως ως μέσο για την προώθηση της αρχής της πλειοψηφίας παρά για τον περιορισμό της, αμφισβητώντας τελικά την ίδια την κανονιστικότητα του Συντάγματος. Ωστόσο, ο λαϊκισμός του αμερικανικού πολιτικού ή λαϊκιστικού συνταγματισμού εντάσσεται μάλλον στο ρεύμα της δημοκρατικής παρά της λαϊκιστικής συνταγματικής σκέψης (βλ. Γ. Καραβοκύρης). Σε κάθε περίπτωση δε, η αντίληψη του συνταγματικού δικαίου ως «πολιτικού δικαίου» (Droit Politique, Derecho Politico) έχει οριστικά ξεπεραστεί στον ευρωπαϊκό χώρο, και το συνταγματικό δίκαιο αντιμετωπίζεται από πολλού χρόνου, τουλάχιστον από τον Kelsen και μετά, απλώς ως «δίκαιο», πλάι στους άλλους κλάδους του δικαίου.

Εξάλλου, η ίδια η διάκριση μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας, δεν βρίσκει ευήκοα ώτα στην Ευρώπη, διότι ανακαλεί στη μνήμη τα ολοκληρωτικά και αυταρχικά κράτη του Μεσοπολέμου, τα οποία χαρακτήριζαν εαυτά ως αντιφιλελεύθερα αλλά δημοκρατικά, επειδή είχαν τη συγκατάθεση των μεγάλων λαϊκών μαζών. Η ευρωπαϊκή έννοια της συνταγματικής δημοκρατίας βασίζεται ακριβώς στην ιστορική αυτή επίγνωση, δηλαδή στον κίνδυνο διολίσθησης της λαϊκής κυριαρχίας σε λαϊκή αυθαιρεσία. Οπως ορίζει επιγραμματικά το άρθρο 1 του ελληνικού Συντάγματος, «Ἅπασαι αἱ ἐξουσίαι πηγάζουν ἐκ τοῦ Λαοῦ», ασκούνται όμως «καθ’ ὅν τρόπον ὁρίζει τὸ Σύνταγμα».

Ωστόσο, όπως επεσήμανε και ο Γ. Σωτηρέλης, κλείνοντας το συνέδριο, η αρμονική συνύφανση μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας, στο πλαίσιο της συνταγματικής δημοκρατίας, προϋποθέτει επιπλέον την αποκατάσταση της σχέσης μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς κοινωνικής προστασίας, θέτει δηλαδή ξανά στην επικαιρότητα το ζήτημα της πραγμάτωσης της αρχής του κοινωνικού κράτους (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος).

Ο κ. Χαράλαμπος Ανθόπουλος είναι καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης στο ΕΑΠ.