Διπρόσωπη αυτή η πόλη… Ενώνει τους λαούς του κόσμου σε μία παγκόσμια μάζωξη προσκυνήματος στα απομεινάρια ενός (πεθαμένου πια) πολιτισμού. Και, την ίδια στιγμή, μοιάζει με απέραντη θάλασσα από μοναχικότητες για κάποιους που, σχεδόν μαζοχιστικά, επιμένουν να ζουν σε αυτή. «Άνθρωποι μονάχοι», όπως λένε οι υπέροχοι στίχοι του αξέχαστου Γιάννη Καλαμίτση. Που το βαθύτερο νόημά τους ανέδειξε η ιδιοφυής μουσική ενός άλλου Γιάννη – του Σπανού!

Καθώς «ξεσκόνιζα» παλιά αρθρογραφία (ξέρετε, όπως ψαχουλεύει κανείς παλιά ντουλάπια με ξεχασμένα αντικείμενα, μήπως βρει κάτι χρήσιμο) έπεσα πάνω σε ένα κείμενό μου στο «Βήμα», γραμμένο το καλοκαίρι του 2012 – μια εποχή πολιτικά ταραγμένη, τότε που γεννιόνταν προσδοκίες και χτίζονταν αυταπάτες…

Ήταν ένα στιγμιότυπο από μια νυχτερινή περιδιάβαση στα στενά της Πλάκας. Την προσοχή μου είχε τραβήξει τότε μία γυναίκα με μάλλον αδιάφορο παρουσιαστικό, που συμβόλιζε και συμπύκνωνε, θα έλεγε κανείς, όλη τη μοναχικότητα σ’ αυτή την (α)φιλόξενη πόλη. Και το σκηνικό με είχε παραπέμψει (δεν θυμάμαι πώς) σε μία διαφορετική – θα έλεγα, «πολιτικοποιημένη» – εικόνα της μοναξιάς, όπως την είχε περιγράψει μια νέα ποιήτρια που έχει βάναυσα αδικήσει τον εαυτό της…

Παραθέτω το άρθρο όπως εμφανίστηκε στο «Βήμα». Το ποίημα στο τέλος είναι τωρινή προσθήκη στο κείμενο.

——————————–

Η μοναξιά της μεγαλούπολης…

Όχι, κόντρα στις προκλήσεις των καιρών, δεν θα πολιτικολογήσω! Εκτός κι αν η λέξη «πολιτική» αφορά – στην πλέον στοιχειώδη και πρωτογενή αντίληψη του όρου – την ίδια την πόλη μου. Μια πόλη που, μες απ’ τις αδιόρατες λεπτομέρειές της, αποκαλύπτει συχνά την συναρπαστική τραγικότητά της…

Κάνοντας πρόσφατα την συνηθισμένη, καθαρτήρια νυχτερινή βόλτα στην Πλάκα, πρόσεξα τη σιλουέτα μιας νέας γυναίκας. Αδιάφορη για τη ζωή που έσφυζε ολόγυρά της απ’ τις παρέες χαρούμενων τουριστών, ήταν επικεντρωμένη στο αντικείμενο της δικής της, μοναδικής ίσως αγάπης: τις γάτες! Θαρρείς και τις αναζητούσε μία-μία, σε κάθε δρόμο, σε κάθε αυλή, να τους πει ένα γλυκόλογο για καληνύχτα, μια καληνύχτα που ίσως δεν θα ‘θελε να μοιραστεί με κανέναν άλλον…

Σκέφτηκα τότε πως, αν μου ζητούσαν να εικονογραφήσω τη μοναξιά της μεγαλούπολης, δεν θα χρειαζόταν παρά να ζητήσω απ’ αυτή τη γυναίκα να μου επιτρέψει να τη φωτογραφίσω. Άντεξα, όμως, στον πειρασμό κι αρκέστηκα να χαμογελάσω διακριτικά και να συνεχίσω προς του Μακρυγιάννη…

Στο δρόμο θυμήθηκα το περί μοναξιάς εξαίρετο ποίημα της Σίσσυς Δουτσίου (το παραθέτω πιο κάτω). Μια μοναξιά που, μέσα απ’ το ιδιότυπο ιδεολογικό πρίσμα αυτής της ποιήτριας, ανάγεται σε βαθύτατα πολιτική έννοια που, βιωμένη ως αίσθημα, αποτελεί κινητήρια δύναμη – αν όχι και προϋπόθεση – για την επανάσταση!

Προσωπικά, δεν διέκρινα καμία επαναστατική διάθεση στην τραγική φιγούρα της μοναχικής γυναίκας στην Πλάκα. Μόνο παραίτηση από – ίσως ακόμα και απέχθεια για – μια κοινωνικότητα που αφήνει πίσω της πληγές. Και η μόνη επανάσταση για τον μοναχικό άνθρωπο της κάποτε φιλόξενης αυτής πόλης είναι, εν τέλει, η αντίστασή του ενάντια στην ίδια του την αδυναμία να αποδεχθεί τη μοναξιά του…

Η ίδια μοναξιά

Της Σίσσυς Δουτσίου

Η ίδια μοναξιά.
Ο ίδιος πόνος
σε όλες τις μητροπόλεις του κόσμου.
Κορίτσια μόνα τους με κοντές φτηνιάρικες φούστες
αγορασμένες από την China Town.
Αγόρια που ζητιανεύουνε λίγα σεντς
μέσα στα παγωμένα βαγόνια της Νέας Υόρκης
και όλοι οι συνεπιβάτες με κομμένα δάχτυλα σφιγμένα μέσα στις τσέπες τους
έτοιμοι να συρθούν στο μικρό τους διαμέρισμα.
Ουρανοξύστες και πολυώροφες πολυκατοικίες.
Ανθρώπινα κορμιά αλυσοδεμένα στις ταράτσες ψηλών κτηρίων
ενώ η γη συνεχίζει να πλανιέται στο διάστημα.
Ενώ η γη συνεχίζει να πλανιέται στο διάστημα
ένα άτονο βλέμμα συνεχίζει να στέκεται πίσω από τα παράθυρα
και να κοιτάζει τον πολυσύχναστο δρόμο.
Σε όλες τις μητροπόλεις του κόσμου
η μοναξιά είναι ίδια.
Ιδρύματα, σχολεία, τράπεζες, δημοτικά γραφεία,
μανάδες αποξενωμένες
κλεισμένες στα διαμερίσματα τους με κόκκινα μάτια
γεμάτες ανία για το σήμερα
και αγωνία για το αύριο.
Ένας πολιτισμός που εστιάζει
στην απόλαυση της ιδιώτευσης.
Η μοναξιά είναι ίδια.
Μετανάστες, πρόσφυγες, άστεγοι
με θλιμμένα μάτια
όλα τα υπάρχοντα τους σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών.
Η μοναξιά είναι ίδια.
Εκατοντάδες ράγες υπόγειων τρένων
έτοιμες να ξεκοιλιάσουν
οποιαδήποτε χαρά, οποιαδήποτε ευτυχία.
Η μοναξιά είναι ίδια
καθώς οι ατμομηχανές
ανασαίνουν ασταμάτητα.
Καθώς οι ατμομηχανές ανασαίνουν ασταμάτητα
τα όνειρα μας πεθαίνουν από ασφυξία στους αχανής δρόμους της Wall Street.
Η μοναξιά είναι ίδια σε όλες τις μητροπόλεις του κόσμου.
Με στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών
και με στρατόπεδα συγκέντρωσης σύγχρονων εργατών
εργατικές κατοικίες δίπλα σε βενζινάδικα και εστιατόρια
σε ιδιωτικές λεωφόρους έτοιμες προς πώληση.
Η μοναξιά είναι ίδια
στο πρωινό ξύπνημα του δημόσιου υπαλλήλου στο Λονδίνο
και στο πρωινό ξύπνημα του ιδιωτικού υπαλλήλου στο Βερολίνο.
Η μοναξιά είναι η ίδια
στο απελπισμένο χαμόγελο των εξεγερμένων
και στις ελπίδες των φυλακισμένων.
Η μοναξιά είναι η ίδια
στους τάφους των αναρχικών συντρόφων στο Σικάγο
και στους τάφους των δολοφονημένων συντρόφων στην Αθήνα.
Η μοναξιά του ανέφικτου.
Η μοναξιά της αμέτρητης συμπόνιας.
Η μοναξιά του σκλάβου που θέλει να επαναστατήσει.
Η μοναξιά είναι η ίδια μέχρι να νικήσουμε.
Όσο η γη πλανιέται στο διάστημα
θα σχεδιάζουμε την απελευθέρωσή μας.
Όσο η γη πλανιέται στο διάστημα
είμαστε ελεύθεροι.
Η μοναξιά είναι η ίδια
όσο συνεχίζουμε να είμαστε δούλοι.
Όσο η γη πλανιέται στο διάστημα θα
σχεδιάζουμε την απελευθέρωσή μας.