Ένας άνθρωπος που εξακολουθεί να ζει στο παρελθόν, αυτό αποτελεί γεγονός μόνο για τον ίδιο. Εξάλλου, η πολιτική είναι ένα δυναμικό πεδίο και όσο περισσότερα κομίζονται στην επικαιρότητα τόσο υποχωρεί από τον ορίζοντά μας το παρασκήνιο, αν και σε κάποια ύστερη στιγμή διαμεσολαβείται ένα τμήμα της πραγματικότητάς του. «Τα έκανες μούσκεμα», είχε πει ο Κων/νος Μητσοτάκης στον Αντώνη Σαμαρά για τους χειρισμούς τού δεύτερου στο θέμα των Σκοπίων, όπως αναφέρει ο Στ. Τζήμας στο βιβλίο του «Η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και οι ελληνικές φαντασιώσεις» (Επίκεντρο, 2014).

Πέρασε καιρός, τα ρούχα του Αντώνη Σαμαρά έχουν στεγνώσει και η πολιτική του έρημος επιβεβαίωσε το διφορούμενο που είχε γράψει ο Κ. Μαρξ στον φίλο του Άρνολντ Ρούγκε το 1843: «Ό,τι είναι αναγκαίο, γίνεται πάντα». Η υγρασία, όμως, είχε διαποτίσει για τα καλά τη σκέψη, την ακραία συλλογιστική του, κόλπους στη Ν.Δ. , αλλά και άλλους που είδαν την «υπέρβαση» στην κοινή περίοδο διακυβέρνησής τους. Ο παιάνας τους, βέβαια, δεν άργησε να γίνει θρήνος μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Η επικοινωνιακή κατασκευή του Αντ. Σαμαρά, «επανεκκίνηση της οικονομίας», έκρυβε το τι έμελλε να επακολουθήσει και πως. Όμως, ο κόσμος βίωσε την «επανεκκίνηση» στο πετσί της. Αργότερα – ευτυχώς όχι πολύ αργά- με όλα όσα έχουν αρχίσει θεσμικά να διερευνώνται για την αλήθεια τους, μάς αποκαλύπτεται και το γιατί, αφού η λέξη «σύστημα», φορτισμένη αρνητικά, δεν έχει πάψει ποτέ να έχει υποκείμενα, πόσο μάλλον όταν κάποια εμπλέκονται και συμπλέκονται με την πολιτική, για να την κατευθύνουν.

Οι απόπειρες επανεμφάνισης του Αντώνη Σαμαρά στην κεντρική πολιτική σκηνή, με επίσημη πρώτη το συλλαλητήριο για το Σκοπιανό, εκτός από μια ίσως εσωτερική ανάγκη, που ενισχύεται τελευταία από το υπερτροφικό «εγώ» ενός πρώην και ίσως μελλοντικού συνοδοιπόρου του στην οικία της τότε «υπέρβασης», θα μπορούσε να είναι ένα προπέτασμα καπνού. Συνδυάζοντας την ακραία ρητορική και τα σημαίνοντα που συνθέτουν τον ακρονεοφιλελεύθερο λόγο της σημερινής Ν.Δ., θα διαπιστώσει κανείς ότι δεν πρόκειται για ένα εγχείρημα να συσκοτιστούν οι όποιες ηγετικές αδυναμίες ή διάφορες άλλες εξαρτήσεις της ηγεσίας της, αλλά για κάτι πιο επικίνδυνο: να κλονιστεί η πίστη της κοινής γνώμης στους θεσμούς και την ανεξάρτητη λειτουργία τους. Διότι οι θεσμοί για να υπάρχουν και να λειτουργούν, πρέπει να είναι απέναντι σε «συμμορίες», να συνοδεύουν την ιερή και πατριωτική αγανάκτηση περί «κατσαπλιάδων» και των «σκευωριών» τους. Γιατί όλο αυτό; Διότι ιστορικά, όπου έχει διαπιστωθεί κρίση στην πίστη προς τους θεσμούς, η κοινωνία λίγο απέχει από το να στραφεί στο αφήγημα του αίματος και της φυλής.

Η Ν.Δ., περιχαρακωμένη στο παρελθόν και στις αφηγήσεις ενός δόγματος που κάποιοι μας το θυμίζουν όπως εκείνο των «Δύο Σπαθιών» του πάπα Βονιφάτιου VIII, επιχειρεί μαζί με τη διέγερση εθνικιστικών αντανακλαστικών να ψαλιδίσει έναν άλλο πολιτικό χώρο, ο οποίος επαναπροσδιορίζει τις επιλογές του. Πως; Με την έννοια της συναντίληψης της βιωμένης κατά το παρελθόν «υπέρβασης» (άρθρο του Αντ. Σαμαρά στην «Καθημερινή», 7/4/2018) αναβαπτίζοντάς την στην βενιζέλεια κολυμβήθρα ως μεγάλη σύγκλιση». Κάτι σαν τον «δήμαρχο» Περίανδρο Πώποτα στην κωμική τηλεοπτική σειρά «Το Καφέ της Χαράς» με το «μπρος, πίσω!».

Η εξέλιξη αυτή, αν δεν είναι κωμική, θα είναι δραματική ως προς το κοινωνικό της αποτέλεσμα, αν και εφόσον. Η καλύτερη εικόνα για έναν πρόεδρο που θέλει να εφαρμόσει την ακρονεοφιλελεύθερη έως και εθνικιστική πολιτική ατζέντα του, είναι εκείνη που τεχνηέντως θέλει να τον υποβαθμίζει. Και αν η πολιτική απαιτεί θυσίες, αλλά σίγουρα όχι την αυτοκτονία, έτσι και το παλιό μότο «τι Πλαστήρας, τι Παπάγος» έχει αρχίσει να ακούγεται σαν «Τι Αντώνης, τι Κυριάκος».

Ο κ. Δημήτρης Βέττας είναι βουλευτής Φθιώτιδας του ΣΥΡΙΖΑ