Για σχέδιο των Ηνωμένων Πολιτειών εναντίον της Τουρκίας έκανε λόγο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αξεπολύοντας μία άνευ προηγουμένου επίθεση κατά της Ουάσινγκτον, ενδεικτική του «σημείου μηδέν» στο οποίο βρίσκονται οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

Ο τούρκος πρόεδρος κατηγόρησε ευθέως την αμερικανική πλευρά ότι, με πρόσχημα τον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους, εξοπλίζει τους Κούρδους στη βόρεια Συρία με στόχο την Τουρκία και το Ιράν. Αναφέρθηκε επίσης και στη δηλωμένη πρόθεση της αμερικανικής κυβέρνησης να αναγνωρίσουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, απειλώντας την Ουάσινγκτον ότι αν προχωρήσει στην απόφασή της αυτή ο ίδιος θα συγκαλέσει σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης στην Κωνσταντινούπολη και θα διακόψει τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισράηλ.

Μιλώντας -σε αγοραίο ύφος- στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην Αγκυρα, ο κ. Ερντογάν ανέφερε συγκεκριμένα: «Είναι ξεκάθαρο ότι η Αμερική εξυφαίνει εναντίον μας ένα σχέδιο. Από πού το συμπεραίνω αυτό; Βλέπουμε ότι στη βόρεια Συρία δημιουργούν έναν διάδρομο τρομοκρατίας από το πιο ανατολικό σημείο έως τα δυτικά. Δημιουργούν βάσεις. Γιατί στέλνουν όπλα σε αυτήν την περιοχή; Πού θα τα χρησιμοποιήσει η Αμερική αυτά τα όπλα; Μήπως υπάρχει ακόμη το Ισλαμικό Κράτος; Κατά της Συρίας; Κατά του Ιράκ; Όχι! Εναντίον τίνος θα τα χρησιμοποιήσει; Είτε εναντίον του Ιράν, είτε της Τουρκίας, είτε-αν τους βαστάει- κατά της Ρωσίας».

Είπε επίσης ότι η Ιερουσαλήμ αποτελεί την «κόκκινη γραμμή» για τους μουσουλμάνους και σε περίπτωση που οι Ηνωμένες Πολιτείες την αναγνωρίσουν ως πρωτεύουσα του Ισραήλ «ως προεδρεύοντες του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας θα συγκαλέσουμε αμέσως, μέσα σε πέντε-δέκα ημέρες, σύνοδο κορυφής στην Κωνσταντινούπολη».

Αφορμή για την επίθεση Ερντογάν κατά των ΗΠΑ στάθηκε για μία ακόμη φορά η δίκη που διεξάγεται στη Νέα Υόρκη, αναφορικά με την παραβίαση από την Τουρκία του εμπάργκο κατά του Ιράν και στην οποία καταθέτει ειδικός μάρτυρας κατηγορίας ο τουρκοϊρανός έμπορος χρυσού Ρεζά Σαράμπ. Στη δίκη αυτή με μοναδικό κατηγορούμενο τον αντιπρόεδρο της τουρκικής τράπεζας Halkbank, ο επιχειρηματίας αποκαλύπτει τις διαδρομές του μαύρου χρήματος με εμπλοκή κυβερνητικών στελεχών της Τουρκίας, μέσω της παραβίασης του εμπορικού αποκλεισμού που είχε επιβάλει κατά του Ιράν ο ΟΗΕ.

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ισχυρίστηκε ότι η δίκη αποτελεί συνέχεια του αποτυχημένου πραξικοπήματος εναντίον του στις 15 Ιουλίου του 2016 με πολλαπλούς στόχους, ένα εκ των οποίων είναι και ο αποπροσανατολισμός του ενδιαφέροντος της Τουρκίας για την υλοποίηση των αμερικανικών σχεδίων στη Συρία και το Ιράκ.

«Εκείνοι που μας κατηγορούν για το εμπόριό μας με το Ιράν προσπαθούν να συγκαλύψουν ένα στρατό τρομοκρατών δεκάδων χιλιάδων ατόμων» ισχυρίστηκε ο τούρκος πρόεδρος για να υποστηρίξει στη συνέχεια πως «παρακολουθώντας την εξέλιξη των γεγονότων διατηρούν το ζήτημα στην επικαιρότητα ως μέσο εκβιασμό για να ακυρώσουν τα κεκτημένα της χώρας μας στην περιοχή».

Τέλος, καταλήγοντας προσπάθησε αφενός να διασπάσει τις γραμμές της αμερικανικής πλευράς και αφετέρου να διατηρήσει γέφυρες επικοινωνίας με τον πρόεδρο Ντόναλτ Τραμπ, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι πίσω από τη δίκη κρύβεται η σύγκρουση δύο ομάδων στους κόλπους της αμερικανικής κυβέρνησης και πως ορισμένα στελέχη της «παλαιάς φρουράς» ακολουθούν «εντελώς διαφορετική πολιτική από εκείνη που ανέδειξαν οι κάλπες». Δικός μας συνομιλητής είναι ο κ. Τραμπ, είπε χαρακτηριστικά.