Τα υπερβολικά πλεονάσματα της Γερμανίας μπορούν να λειτουργήσουν αποσταθεροποιητικά για την ισορροπία και τις προοπτικές ανάπτυξης στην ίδια τη Γερμανία και στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ, επισημαίνει ο Επίτροπος Οικονομικών της ΕΕ, Πιέρ Μοσκοβισί, σε απάντησή του στον αντιπρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη.
Ο κ. Μοσκοβισί επικαλείται έκθεση των υπηρεσιών της Κομισιόν για τη Γερμανία, η οποία έγινε στις 22 Φεβρουαρίου 2017, και κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: Το σταθερά υψηλό πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αντανακλά αποταμίευση που υπερβαίνει τις επενδύσεις, γεγονός που θα μπορούσε να περιορίσει τις δυνατότητες ανάπτυξης της Γερμανίας και να επηρεάσει την αποκατάσταση της ισορροπίας και τις προοπτικές ανάπτυξης στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ.
Όπως επισημαίνει, «συστάσεις ανά χώρα που έχουν σχέση με τη Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών (ΔΜΑ) εκδίδονται από την Επιτροπή και το Συμβούλιο μία φορά τον χρόνο. Στις 22 Μαΐου 2017, η Επιτροπή παρουσίασε τις προτάσεις της για νέες συστάσεις ανά χώρα που συμπεριλαμβάνουν μέτρα για τη στήριξη της εγχώριας ζήτησης, την επιτάχυνση των δημοσίων επενδύσεων, τη διευκόλυνση των ιδιωτικών επενδύσεων, την τόνωση της προσφοράς εργασίας σε ορισμένες ομάδες πληθυσμού και τη στήριξη των προϋποθέσεων για μεγαλύτερη αύξηση των πραγματικών μισθών».
Επίσης, «οι απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) έχουν καθοριστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Κατά την εφαρμογή τους η Επιτροπή βασίζεται στην ορθή οικονομική κρίση και λαμβάνει υπόψη της τις ειδικές συνθήκες ανά χώρα. Το 2015 η Επιτροπή εξέφρασε την πρόθεσή της να αξιοποιήσει στον μέγιστο βαθμό την ευελιξία στο πλαίσιο των κανόνων του ΣΣΑ. Η εν λόγω προσέγγιση, την οποία ενέκρινε το Συμβούλιο, ενίσχυσε τη σχέση μεταξύ επενδύσεων, οικονομικών συνθηκών και δημοσιονομικής υπευθυνότηταςπροςόφελοςτηςστήριξηςτηςανάπτυξης.
Σε ανακοίνωση του 2016, η Επιτροπή ζητεί πιο θετικό συνολικό δημοσιονομικό προσανατολισμό εντός της ζώνης του ευρώ. Τα κράτη μέλη που διαθέτουν δημοσιονομικά περιθώρια θα πρέπει να επωφεληθούν από τα χαμηλά επίπεδα επιτοκίων που επικρατούν, έτσι ώστε να προωθήσουν τις επενδύσεις. Κάτι τέτοιο θα στήριζε την ανάκαμψη και θα αντιστάθμιζε το κενό επενδύσεων που έχει δημιουργηθεί από το ξέσπασμα της κρίσης».