Οι επιπτώσεις των τροχαίων δυστυχημάτων (ΤΔ) στη σωματική υγεία παιδιών και εφήβων είναι γνωστές, όμως οι ψυχολογικές επιπτώσεις δεν έχουν μελετηθεί αρκετά, αν και τα ΤΔ είναι πολύ συνηθισμένα σε αυτήν την ηλικία. Ενα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι σκοτώνονται κάθε χρόνο και περίπου 50 εκατομμύρια τραυματίζονται σε ΤΔ που αποτελούν την κύρια αιτία θανάτου στις ηλικίες 15-29 ετών (Commission for Global Road Safety 2006). Στη χώρα μας, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ., 4.231 συνάνθρωποί μας έχασαν τη ζωή τους και περισσότεροι από 58.000 τραυματίστηκαν την τελευταία πενταετία σε ΤΔ ενώ το κόστος (σωματικό, ψυχικό, οικονομικό, κοινωνικό) από τους τραυματισμούς και τις αναπηρίες είναι τεράστιο.
Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, στις ψυχολογικές επιπτώσεις των ΤΔ σε παιδιά και εφήβους περιλαμβάνονται η κατάθλιψη, διάφορες φοβίες, το άγχος, η επίπτωση στην ποιότητα ζωής, το οξύ στρες (στα τέσσερα πέμπτα των θυμάτων) και το μετατραυματικό στρες. Σε παλαιότερη μελέτη μας (σε συνεργασία με την Α’ Παιδιατρική Κλινική ΕΚΠΑ), σχεδόν 38% των ανηλίκων εμφάνισαν μετατραυματικό στρες τον πρώτο μήνα, ποσοστό που μειώθηκε σημαντικά αλλά παρέμενε σχετικά υψηλό (18%) τον έκτο μήνα μετά το ΤΔ. Τα κύρια συμπτώματα του μετατραυματικού στρες είναι η επαναβίωση του τραυματικού γεγονότος (π.χ. με σκέψεις, όνειρα, flashbacks), η αποφυγή ερεθισμάτων που συνδέονται με αυτό ή επίμονα αρνητικά συναισθήματα (π.χ. ενοχές, θυμός) και η αυξημένη διεγερσιμότητα του ατόμου (π.χ. δυσκολία συγκέντρωσης, ύπνου, ευερεθιστότητα).
Ωστόσο, σύμφωνα με μελέτες, λιγότεροι από τους μισούς γονείς παιδιών με ψυχολογικό πρόβλημα αναζητούν βοήθεια από ειδικούς για το παιδί τους και μόλις 20% για τους εαυτούς τους. Ο κύριος λόγος είναι πως συχνά δεν αναγνωρίζεται ή υποβαθμίζεται η ψυχολογική αναστάτωση των παιδιών – θυμάτων ΤΔ από τους ίδιους τους γονείς τους (οι αντιδράσεις των οποίων σημαντικά επηρεάζουν εκείνες του παιδιού τους) καθώς και από τους ειδικούς υγείας. Αυτό είναι ανησυχητικό δεδομένου ότι το οξύ στρες και κυρίως το μετατραυματικό στρες (που μπορεί να εκδηλώνεται με καθυστέρηση) είναι πιθανό να επηρεάσει αρνητικά την κοινωνική και σχολική λειτουργικότητα του παιδιού και να σχετίζεται, επίσης, με μελλοντικές δυσκολίες λόγω ανάπτυξης άγχους ή κατάθλιψης. Επιπλέον το μετατραυματικό στρες προκαλεί αποκλίσεις στην έκκριση των ορμονών του στρες με αρνητικές σωματικές επιπτώσεις. Είναι λοιπόν μεγάλη η σημασία της πρώιμης εντόπισης του μετατραυματικού στρες σε ανήλικα θύματα, της ενημέρωσης γονέων και προσωπικού νοσοκομείων, καθώς και της θεραπείας του.
Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου τα ΤΔ είναι δυστυχώς συνηθισμένα και συχνά θύματά τους είναι παιδιά και έφηβοι, επιβάλλεται «να κάνουμε την οδική ασφάλεια υπόθεση όλων μας» και όταν αυτά συμβαίνουν να αναγνωρίζουμε και να αποδίδουμε την πρέπουσα σημασία στις συναισθηματικές επιπτώσεις που υφίστανται τα νεαρά θύματα, με κίνδυνο να τους ακολουθούν στην ενήλικη ζωή τους, και να μην εστιάζουμε μόνο στον σωματικό τραυματισμό τους. Τα παραπάνω θα πρέπει μάλιστα να αφορούν κάθε παιδί που είναι σε κίνδυνο για ανάπτυξη μετατραυματικού στρες και όχι μόνο εκείνα με σοβαρό σωματικό τραυματισμό ή με απώλεια αγαπημένου προσώπου.


Ο κ. Γεράσιμος Κολαΐτης είναι αναπληρωτής καθηγητής Παιδοψυχιατρικής, Παιδοψυχιατρική Κλινική ΕΚΠΑ, Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία», διευθυντής Σπουδών ΠΜΣ «Ψυχική Υγεία Παιδιών και Εφήβων».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ