Το τελευταίο διάστημα έχουμε γίνει μάρτυρες μιας διαρκώς κλιμακούμενης επιθετικότητας σε βάρος της χώρας μας προερχόμενης από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, από τη γειτονική Τουρκία.

Ο ενισχυμένος μετά το αποτυχημένο «φάλτσο» πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2015 τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος φιλοδοξεί να παραμείνει στη θέση του, με διευρυμένες μάλιστα αρμοδιότητες, τουλάχιστον έως το 2029, έχει αποδυθεί σε ένα ανελέητο λεκτικό σφυροκόπημα διεκδικώντας αλλαγή καθεστώτος στο Αιγαίο και την Κύπρο, το οποίο προφανώς επιχειρεί να συνδέσει με απόκτηση ελληνικών νησιών και προσάρτηση κυπριακού εδάφους.

Οι εκφάνσεις της επιθετικής ορμής στη ρητορεία του Ερντογάν είναι διάφορες (μιλά λ.χ.για τα «σύνορα της καρδιάς του», στα οποία συμπεριλαμβάνει ελληνικά εδάφη, ενώ διεκδικεί καίριο ρόλο στις συνομιλίες για το Κυπριακό επιχειρώντας ταυτόχρονα παραμερισμό της επίσημης κυπριακής ηγεσίας).

Είναι φανερό ότι ο τούρκος πρόεδρος πιέζεται από τις εξελίξεις στο εσωτερικό, όπου παρατηρείται έξαρση βίας, με αλλεπάλληλα δολοφονικά χτυπήματα, αλλά και από τις στρατιωτικές αποτυχίες που γνωρίζει ο τουρκικός στρατός στα νότια σύνορα της χώρας, καθώς στην περιοχή αυτή αδυνατεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο δημιουργίας κουρδικού κράτους, το οποίο επιθυμούν Αμερικανοί και Ρώσοι.

Η ελληνική ηγεσία, εμφανώς προβληματισμένη από την οξύτητα της ρητορικής του Ερντογάν, την ερμηνεύει ως απόπειρα εκτόνωσης της εσωτερικής κρίσης, ενώ βδελύσσεται με κάθε τρόπο σενάρια «θερμών» επεισοδίων τύπου Ιμίων.

Η στάση αυτή είναι βέβαια συνετή και επιβάλλεται από τις πολιτικές συγκυρίες. Ωστόσο, δεν ανταποκρίνεται πλήρως στο διεθνές περιβάλλον, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, που σηματοδότησε τη λήξη της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, και οδήγησε στη μετατροπή των άλλοτε κομμουνιστικών κρατών σε δυτικού τύπου δημοκρατίες.

Από τη δεκαετία του ενενήντα και εξής, όταν συντελέστηκε η κομβική αυτή αλλαγή στο διεθνές status, το παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας μεταβλήθηκε από διπολικό σε μονοπολικό και εν συνεχεία, από τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, σε πολυπολικό.

Η επικράτηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής μετριάστηκε αισθητά κατά την τελευταία δεκαετία εξαιτίας της ραγδαίας όσο και αναμενόμενης οικονομικής ανόδου της Κίνας αλλά και της επιθετικής πολιτικής του ρώσου ηγέτη Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος σε κάθε περίσταση αποδεικνύει ότι αντιμετωπίζει τον κόσμο με «όρους πολιτικής ισχύος».

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η ισορροπία των δυνάμεων, που διασφαλιζόταν σε περιφερειακό επίπεδο κατά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου από το δίπολο ΗΠΑ – ΕΣΣΔ, έχει ανατραπεί, καθώς νέοι παίκτες εμφανίστηκαν σταδιακά στο προσκήνιο, οι οποίοι επιχειρούν να αναχαιτίσουν τον εκάστοτε εν δυνάμει ισχυρό.

Ανάμεσα σε αυτούς αδιαμφισβήτητη είναι η οικουμενική παρουσία της Κίνας, της πολυπληθέστερης δημογραφικά χώρας στον κόσμο (με περίπου ενάμισι δισεκατομμύριο κατοίκους) και δεύτερης ισχυρότερης οικονομίας του πλανήτη.

Έτσι, μετά τον τερματισμό του διπολισμού της εποχής του Ψυχρού Πολέμου και τη σύντομη παρένθεση της αμερικανικής παντοκρατορίας, επανέκαμψε η ένταση σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, γεγονός που επιβεβαιώνει τη γνωστή θέση του διάσημου γερμανού φιλοσόφου Immanuel Kant «the natural state is the state of war» («φυσικό κράτος είναι το κράτος του πολέμου»).

Σε αυτό, λοιπόν, το άναρχο τοπίο είναι πιθανότερο τώρα σε σύγκριση με το παρελθόν να εκδηλωθεί έμπρακτα η τουρκική επιθετικότητα προκαλώντας «θερμό» επεισόδιο στο Αιγαίο, καθώς δεν υπάρχουν πια οι ασφαλιστικές δικλείδες ισχύος του παρελθόντος.

Επιπλέον, δύο κρίσιμες γεωστρατηγικοί παράμετροι δεν φαίνεται να ευνοούν την αμυντική θωράκιση της πατρίδας μας. Από τη μία πλευρά, η διαρραγείσα, ιδιατέρως μετά το Brexit, συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της, που μεγεθύνθηκαν λόγω του Προσφυγικού, δεν επιτρέπουν στην ΕΕ να λειτουργήσει αποτρεπτικά και να προασπίσει τα σύνορά της προς ανατολάς, δηλαδή τις νησιωτικές περιοχές της Ελλάδας, παραδειγματίζοντας τον νεόκοπο τούρκο σουλτάνο και ταπεινώνοντας την προπέτειά του.

Από την άλλη, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στο αξίωμα του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών απειλεί με μεταβολή του διεθνούς status quo, η οποία δεν μπορεί να προβλεφθεί, καθώς δεν έχουν εκφραστεί ακόμη με σαφήνεια οι προθέσεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά.

Σε κάθε περίπτωση, η διαφαινόμενη εσωστρέφεια της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής μάλλον δεν αποτελεί καλό οιωνό για την ελληνική άμυνα, εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι οι δύο χώρες αποτελούν παραδοσιακά μέλη της δυτικοευρωπαϊκής συμμαχίας (ΝΑΤΟ).

Επιπλέον, η άμβλυνση των αντανακλαστικών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ως αποτέλεσμα της αποδυνάμωσης της παγκόσμιας ισχύος των ΗΠΑ έχει επιδράσει αρνητικά στο ρόλο και τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει το ΝΑΤΟ στην Ευρώπη.

Συνεπώς, υπό το καθεστώς του συνεχόμενου λουτρού αίματος σε διάφορες τουρκικές πόλεις, πιο πρόσφατο αυτό της Κωνσταντινούπολης, και με δεδομένο τον απρόβλεπτο χαρακτήρα και τις αυταρχικές διαθέσεις του Ρέτζεπ Ταγίπ Ερντογάν, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η πρόκληση από την τουρκική πλευρά ενός σφοδρότερου σε ένταση επεισοδίου σε σύγκριση με αυτά που λαμβάνουν χώρα καθημερινά στο Αιγαίο.

Σε αντίθεση όμως με το 1996, όταν συνέβη το «θερμό» επεισόδιο στα Ίμια, οι έλληνες αξιωματούχοι διαθέτουν πλέον την αναγκαία αυτοσυγκράτηση και ψυχραιμία, ώστε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την τουρκική προκλητικότητα και να μην παρασυρθούν σε ακρότητες.

Αρκεί η πολιτική ηγεσία να δείξει εμπιστοσύνη στις ικανότητες και την εμπειρία τους και να μην ενδώσει σε κινήσεις πανικού, που μπορεί να παγιδεύσουν την ίδια και να βλάψουν τη χώρα.