Οι συναναστροφές μόνιμη οφθαλμαπάτη.
Μονήρης ζω

Στ. Μαφρέδας, Επιβάτης πορθμείου
Ο δικαστής δεν (πρέπει να) διακρίνεται για τα σύμβολα της εξουσίας (του) ή τις τιμές που του αποδίδουν οι άλλοι, ούτε από τον φόβο που προκαλεί μια καταδικαστική απόφασή (του), αλλά από την ανεξαρτησία της κρίσης του, τη μόρφωσή του, την εντιμότητά του και την εν γένει προσωπικότητά του.
Με δεδομένο ότι οι παραπάνω ιδιότητες γεννούν κινδύνους στην επαγγελματική του σταδιοδρομία, καθώς όλο το σύστημα του ζητάει να γίνει καταναλωτής νόμων και όχι εκφραστής ενός δικαιικού (και όχι μόνον) πολιτισμού, το να υπηρετείς συνταγματικές αξίες και να μην (εξ)υπηρετείσαι με υποσχέσεις παραμένει το μέγα διακύβευμα κάθε δικαστή αλλά και της Δικαιοσύνης στο σύνολό της(αφού, ως γνωστόν, η ιεραρχία συνήθως κινείται αντιστρόφως ανάλογα με την ελευθερία συνείδησης).
Σήμερα οι εξουσίες δεν είναι τρεις. Αμφιβάλλω αν κάποιος γνωρίζει πόσες ακριβώς είναι, μια και στην εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική προστέθηκαν η ευρωμνημονιακή, η οικονομική, η εκκλησιαστική, η τραπεζική, η μιντιακή κ.ά.
Κι όχι μόνο αυτό. Ζούμε σε περίοδο «νομοθετικής πιστοποίησης» των πάντων, μιας ad hoc νομοκρατίας, με την έννοια ότι το Κοινοβούλιο αλλάζει συνεχώς τη νομοθεσία ακυρώνοντας (ακόμα και τις εκκρεμούσες) δικαστικές αποφάσεις και έτσι απαξιώνει τους ίδιους τους νόμους που ψηφίζει. Σε κάθε περίπτωση, δεν νοείται, για λόγους ασφαλείας δικαίου και όχι μόνον, «καθημερινή νομιμότητα». Επίσης πρέπει να σταματήσει η παραγωγή «άδειων» νόμων-πλαισίου που «γεμίζουν» με αποφάσεις της διοίκησης. Θυμίζω, «ο άδικος νόμος είναι κακός αλλά η αδικότερη εφαρμογή διπλό κακό».
Προφανώς η Δικαιοσύνη πρέπει να είναι ευαίσθητη με όσα συμβαίνουν «έξω», αλλά ο αγώνας για δίκαιη κοινωνία δεν διεξάγεται μέσα στις δικαστικές αίθουσες.
Επειδή ο δικαστής υπηρετεί τον άνθρωπο και τις ελευθερίες του, το δημόσιο συμφέρον (και όχι τη δημόσια νέα τάξη), γι’ αυτό θα επιχειρήσω να καταγράψω τις Δέκα Υποχρεώσεις του.
1. Ο δικαστής δεν δημιουργεί ούτε δικαιώνει τον εαυτό του μέσω των αποφάσεών του.
2. Ο δικαστής δεν επιλέγει με εξωνομικά κριτήρια τον ένοχο. Οφείλει δε να εντοπίσει και τον υπεύθυνο.
3. Ο δικαστής δεν μονομαχεί σε κρατική/κομματική αρένα αλλά απονέμει δικαιοσύνη στο όνομα του Εθνους και του Λαού με βάση το Σύνταγμα, τους νόμους και τις ηθικές αποδείξεις (και όχι τις πολιτικές του πεποιθήσεις).
4. Ο δικαστής δεν «προδίδει» τον νόμο ερμηνεύοντάς τον με το κομμάτι (χρησιμοποιώντας διαφορετική κατά περίπτωση λογική, contra legem, a contrario, a fortiori).
5. Ο δικαστής μετατρέπει το ελεύθερο και ζωντανό δίκαιο σε δικαιοσύνη χωρίς όμως να νομοθετεί.
6. Ο δικαστής δεν είναι στρατιώτης για να δέχεται εντολές «άνωθεν». Δεν νοείται κρατικός δικαστής ή δικαστής μιας κοινωνικής τάξης.
7. Ο δικαστής πρέπει να μην είναι καριερίστας, κυβερνητικός (με όλες τις κυβερνήσεις) και να μη δίνει μαθήματα παραδειγματισμού μέσω των ποινών.
8. Ο δικαστής δεν πρέπει να ξεχνάει ότι είναι εγγυητής των ελευθεριών και όχι ο ισορροπιστής των σχέσεων αγοράς / πολιτικής.
9. Ο δικαστής μετριέται με τον τρόπο που αντιμετωπίζει αυτούς που έχουν άδικο. Ο δικαστικός ουμανισμός επιβάλλει να απονέμεται δικαιοσύνη στο ακριβές μέτρο του ανθρώπου (και της μοίρας του;).
10. Ο δικαστής «σε μετάβαση» που κάνει όλα τα χατίρια της νέας κυβέρνησης εφαρμόζοντας τον ίδιο νόμο με άλλον τρόπο και ορατός είναι από όλους και στο τέλος θα τον «πουλήσουν» οι εντολείς του.
Ενα πρέπει να θυμόμαστε: όσο πιο ισχυροί είναι οι κυβερνώντες τόσο πιο ισχυροί πρέπει να είναι οι δικαστές.
ΥΓ.: Είναι γνωστό ότι σε μεγάλες κοινωνικές κρίσεις «προκύπτουν» και μεγάλες δίκες ή δίκες Μεγάλων, αλλά δεν νομίζω ότι μια αναξιόπιστη εξουσία και μια άνομη κοινωνία «θεραπεύονται» με (κατα)δικαστικές αποφάσεις. Αλλο η κάθαρση και άλλο η εκκαθάριση παλαιών λογαριασμών.
Ο κ. Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ