Eνα σκούρο μπλε ιστιοφόρο προσεγγίζει τον γαλάζιο τρούλο πάνω από το λευκό εκκλησάκι των Επτά Μαρτύρων που προβαλλόταν στο βαθύ μπλε της θάλασσας, καθώς ταξίδευε για το αρχαίο λιμάνι Σεράλια. Αυτή είναι μία από τις εμβληματικές εικόνες της ανεξάντλητης Σίφνου, του νησιού για το οποίο όταν ο δάσκαλος Παναγιώτης Τέτσης μιλούσε με άδολη αγάπη σκορπίζονταν στην ατμόσφαιρα χρώματα και αρώματα: «Τα γαιώδη χρώματα, τα πεύκα, η θάλασσα, είναι μια λουλακιά ανάμνηση και μια νησιωτική σκέψη. Τα βράχια κοιτούν τη θάλασσα και τα συγκρατεί το ελάχιστο πράσινο. Εδώ το χρώμα έχει φωνή, θερμότητα, έρωτα».
Το εκκλησάκι των Επτά Μαρτύρων βρίσκεται πάνω σε μια χερσόνησο που κάνει μερικά βήματα μέσα στο πέλαγος. Αυτές οι δυναμικές κινήσεις της στεριάς προς τη θάλασσα είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές αναμνήσεις που ο περιηγητής κρατά και παίρνει μαζί του όταν αποχαιρετά τη Σίφνο με ένα σφύριγμα ευχαρίστησης. Και η πιο αντιπροσωπευτική από όλες η Χρυσοπηγή, μια μικρή, λευκή γειτονιά κυβιστικών κτισμάτων, τρούλων και καμπαναριών, φορτωμένων στη χερσόνησο που μοιάζει να αρμενίζει.
Στη Σίφνο ζεις μια γοητευτική σκυταλοδρομία εικόνων. Φρυκτωρίες, πύργοι, μοναστήρια. Σε όποια κατεύθυνση κι αν κοιτάξεις, οι κορυφές των βουνών τινάζονται προς τον ουρανό, φορτωμένες κάτασπρα μοναστήρια, τον Αγιο Συμεών και τον Προφήτη Ηλία Τρουλακίου πάνω από το λιμάνι, τις Καμάρες, ή τον Αϊ-Νηγιά τον Αψηλό (Προφήτη Ηλία), και των λόφων με το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στο Κάτω Πετάλι, έδρα του πρώτου ελληνικού σχολείου στη Σίφνο, ή τον Αγιο Ανδρέα (1701) στη Μυκηναϊκή Ακρόπολη. Φαίνεται όλα να ξεκινούν από εδώ. Αυτός είναι ένας αγαπημένος αρχαιολογικός χώρος, συγκινητικά φροντισμένος, με το μικρό μουσείο και κάθε είδους ανθούς, ήμερους και άγριους, στα τεχνητά ή φυσικά παρτέρια του. Βλέπεις τα καλοκτισμένα τείχη του 12ου αιώνα π.Χ. να αναδύονται μέσα από τα σκίνα, ενώ γύρω σου απλώνεται το γήινο σώμα της Σίφνου, διάστικτο από λευκά κτίσματα. Αρτεμώνας, Απολλωνία, Ανω Πετάλι, Καταβατή και στο βάθος το ηλικιωμένο, άρα και σοφό από τη ροή των αιώνων, Κάστρο, που χάνεσαι στον λαβύρινθο της γοητείας του.

Αριστερά Κάτω Πετάλι,
δεξιά Αρτεμώνας, πίσω Απολλωνία ή Σταυρί, όπως το λένε οι αυτόχθονες. Προς τα πού να πας; Προς το παρόν στέκομαι μπροστά στην Παναγία Γουρνιών, στη συμβολή Αρτεμώνα και Κάτω Πεταλίου, και σκέφτομαι επίμονα τη φωτογραφία του σπουδαίου φωτογράφου Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν που ζωγράφισε μοναδικά με φως και σκιά εκείνη την αποφασιστική στιγμή της Σίφνου. Δεν φωτογραφήθηκε, βεβαίως, εδώ το κοριτσάκι που τρέχει στο βάθος πλακόστρωτων σκαλοπατιών, ανάμεσα στα λευκά σπίτια, αλλά στην απόληξη του κεντρικού δρόμου του Αρτεμώνα, που περνά δίπλα από τα υπέροχα σπίτια με τις εξωστρεφείς αυλές, ωστόσο το τοπίο διαχέει εκείνη την ατμόσφαιρα του 1961, καθαρή από τα πρόσθετα πέντε και βάλε καταιγιστικών δεκαετιών. Στο επόμενο ταξίδι στη Σίφνο θα ψάξω να δω αν όντως υπάρχει τοιχογραφία του λαϊκού ζωγράφου Αγαπίου Πρόκου, που ιστόρισε τον ναό, με την επιγραφή «Ηλιος Ηλιάτορας», η οποία μου είπαν ότι ενέπνευσε τον Οδυσσέα Ελύτη για την ομώνυμη ποιητική σύνθεσή του, αλλά και άλλα ποιήματα από «Τα ρω του έρωτα»: «Την αγάπη μια τη λες / την ντύνεσαι τη γδύνεσαι / Οσο που γίνονται πολλές / και πάλι σ’ όλες δίνεσαι».
Η Σίφνος µπορεί να γίνει η καινούργια αγαπημένη. Το καταλαβαίνεις από την πρώτη ημέρα, στον εσπερινό της Γέννησης της Θεοτόκου στη Μονή Βρύσης στα Εξάμπελα. Βλέπεις τους μοναχούς, τους ιερείς, τους πανηγυριώτες που μάζεψε ο Μάκης με τις κωδωνοκρουσίες του γύρω από τους άρτους και σκέφτεσαι πόσο ευλογημένη είναι η τροφή. Και μετά, στην τράπεζα, επικοινωνούμε με το θείο και μεταξύ μας γύρω από τα μακριά τραπέζια με το πιάτο με την παραδοσιακή σιφναίικη ρεβιθάδα που μαγείρεψε στο μεγάλο καζάνι ο διακεκριμένος μάγειρας του φαγητού του πανηγυριού, Κώστας Συνοδινός με τ’ όνομα. Κάτω στις Καμάρες, μπροστά στον ξυλόφουρνο που ο Μάκης ανάβει στο κάμπινγκ του το Σάββατο το βράδυ επαναλαμβάνοντας μια πατροπαράδοτη συνήθεια, συγκεντρώνονται οι φίλοι για να βάλουν τη ρεβιθάδα τους να ψηθεί μέχρι την Κυριακή το πρωί, αλλά κυρίως για να ανταμώσουν και να πιουν ένα κρασί. Στο ειδικό πήλινο σκεύος βάζουν τα ρεβίθια που έχουν μουλιάσει αρκετές ώρες πριν, μαζί με πολλά κρεμμύδια, ελαιόλαδο, αλάτι και βρόχινο νερό.
Βρεθήκαµε στη Σίφνο για να εξερευνήσουμε τη γεύση της αλλά και των άλλων τριγύρω νησιών τα οποία συμμετείχαν στο πολύ επιτυχημένο και ενθουσιώδες 10ο Φεστιβάλ Κυκλαδικής Γαστρονομίας «Νικόλαος Τσελεμεντές» που διοργανώνει ο Πολιτιστικός Σύλλογος Σίφνου. Κι εμείς, με τις φροντίδες της Μαρίας Ναδάλη, σμίξαμε στο μεγάλο τραπέζι μπροστά από τον εσωτερικό ξυλόφουρνο του κτήματος του Γιώργου Ναρλή στο Κάτω Πετάλι, απ’ όπου βγήκε το μαστέλο, το παραδοσιακό κατσικάκι που το πλένουν με μπρούσκο κρασί σιφναίικο και μετά στρώνουν τις μερίδες στο ειδικό, ομώνυμο, σκεύος πάνω στις κληματόβεργες, βάζοντας ανάμεσα κλωνάρια άνηθου ή μάραθου και κρασί που να σκεπάζει την πρώτη στρώση, αλάτι και πιπέρι. Ο Γιώργος πρόσθεσε στο δικό του μαϊντανό, δυόσμο και μαντζουράνα.
Ολα, οι γεύσεις (και του αμυγδαλωτού της Σοφίας Σανάκη) αλλά και οι παραδοσιακές τέχνες είναι αρμονικά δεμένες με το τοπίο. Ο δρόμος μας προς το Βαθύ ξεστρατίζει προς την παραλία Τσόπος, στο παλαιότερο παραδοσιακό εργαστήριο κεραμικών του Αντώνη Ατσόνιου, του Ξανθού όπως τον ξέρουν στη Σίφνο, που σιγά σιγά περνά στα χέρια του γιου του, Γιάννη. Από το 1870, εδώ, δίπλα στη θάλασσα, για να είναι εύκολη η φόρτωσή τους, πλάθονται στον τροχό τα τσικάλια, τα μαγειρικά και ένα σωρό άλλα σκεύη, από τον πηλό της Σίφνου που αντέχει όσο κανένας άλλος τη φωτιά. Ανάμεσά τους το μαστέλο και το τσουκάλι των ρεβιθιών. Οσο ο Αντώνης μάς μυεί στην τέχνη του, η χαμογελαστή Μαρία στήνει ένα γρήγορο τραπέζι με ρακή και γυλωμένη μανούρα, το παραδοσιακό τυρί που μπαίνει κι αυτό στο μπρούσκο κρασί και μετά ωριμάζει μήνες, ίσως και χρόνια, στην οινολάσπη και παίρνει μια πολύ ιδιαίτερη γεύση. Αυτή τη μανούρα που δοκιμάσαμε την έκαναν ο Νικολός Ποδότας και ο γιος του Σίμος, που έχουν το ομώνυμο εστιατόριο στις Καμάρες και τη σερβίρουν εκεί.
Πάντως, σε δύο εστιατόρια στον Πλατύ Γιαλό, το ταξίδι της γεύσης πάει πολύ πιο μακριά από τη Σίφνο, στις μεσογειακές ακτές της Μέσης Ανατολής και μέχρι πέρα στη Λατινική Αμερική. Στο fish bar Οmega 3 ο σεφ Γιώργος Σαμοΐλης, διδάκτωρ Μοριακής Βιολογίας, ζει τη μισή του ζωή στη Σίφνο και την άλλη μισή στη Βραζιλία και μαγειρεύει πλοκάμι χταποδιού με σιρόπι καπνιστής μαυροδάφνης, μπισκότα γυλωμένης μανούρας και καπνιστής ρέγγας, αργομαγειρεμένο στιφάδο χταποδιού με σιφναίικο ρεβίθι, bolinho μπακαλιάρου, τιραντίτο μαγιάτικου με ελαιόλαδο εσπεριδοειδών. Στο Maiolica, ο σεφ Nadav Korenfeld (από το Τελ Αβίβ) ετοιμάζει τον παραδοσιακό σισιλιάνικο ρυζοκεφτέ με γέμιση χόρτα αραντσίνο, λαχανοντολμάδες γεμιστούς με αρνάκι και βιοδυναμικό πλιγούρι σε φύλλο λάχανου με κρεμμύδι στη σχάρα και πουρέ από φρέσκα κρεμμυδάκια, καπνιστή μελιτζάνα με ταχίνι, ντοματάκι κονφί και μαϊντανό, τορτέλι χειροποίητα με ξινομυζήθρα και βλίτα, με κρέμα καρότου. Ανακάλυψη το εστιατόριο Φλάρος –έτσι λένε την καπνοδόχο στη Σίφνο –του Ηλία Αναστασιάδη, με μυλοκόπι καρπάτσιο με αβγοτάραχο Μεσολογγίου και μαύρο αλάτι, γαύρο μαρινάτο, καλαμαράκι τηγανητό με μαύρη σκορδομαγιονέζα και πουρέ παντζαριού, προχωρημένο «μαστέλο» κότσι αρνιού ψημένο σε κενό αέρος επί 12 ώρες με παντζάρι.
Φεύγουµε χορτάτοι, με τον απόηχο της οικονομικής, άρα και της πολιτισμικής, αυτάρκειας που είχαν κάποτε τα νησιά και με τον ψίθυρο του Παναγιώτη Τέτση στα αφτιά μας: «Νησιά σαν τη Σίφνο σε ταξιδεύουν, απογειώνονται, άλλες φορές γεμάτα, άλλες άδεια, ποτέ αδιάφορα. Οι ουρανοί τα βάλανε εκεί, μαζί με τη ζωγραφική και τον άνθρωπο»…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ