Ενώ έχουμε ήδη περάσει στο δεύτερο μισό του 2016, γίνεται ολοένα και πιο εμφανές ότι το ουσιαστικό πρόβλημα που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε είναι ο πολύ χαμηλός πλέον κλειστός προϋπολογισμός για τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, ο οποίος θα πρέπει να παραμείνει σταθερός στα 1,945 εκατ. ευρώ ως το 2018. Ακόμη, κλειστός προϋπολογισμός –και μάλιστα μειούμενος από χρόνο σε χρόνο μέχρι το 2018 –έχει επιβληθεί και στη φαρμακευτική δαπάνη των νοσοκομείων.
Τα μέχρι στιγμής δεδομένα δείχνουν ότι ο προϋπολογισμός για το φάρμακο δεν επαρκεί, αφού η υπέρβαση σε μηνιαία βάση μόνο στην εξωνοσοκομειακή αγορά φαίνεται να ξεπερνά τα 30 εκατ. ευρώ ενώ αντίστοιχο αναμένεται το μέγεθος που αφορά τη νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη.
Η κατάσταση αυτή, εκτός από τη βιωσιμότητα πολλών φαρμακευτικών επιχειρήσεων, απειλεί την επάρκεια της φαρμακευτικής αγοράς και την ομαλή κάλυψη των αναγκών σε μια σειρά από απαραίτητες θεραπείες.
Εδώ και έξι χρόνια η πολιτεία απαντά στο πρόβλημα της δαπάνης μειώνοντας τις τιμές των φαρμάκων και επιβάλλοντας rebate και clawback στη φαρμακοβιομηχανία. Ομως είναι φανερό ότι η πολιτική αυτή δεν μπορεί πλέον να συνεχιστεί. Και αυτό διότι:
  • Η μείωση των τιμών δεν φέρνει πλέον εξοικονομήσεις. Οσο εξακολουθούμε να υστερούμε στον έλεγχο της συνταγογράφησης, της κατανάλωσης και της αδικαιολόγητης υποκατάστασης των παλαιών φθηνών από τα ακριβά νεότερα φάρμακα, η μείωση των τιμών δεν έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
  • Η μείωση των τιμών αφανίζει τα παλαιά φάρμακα, γενόσημα και off patent, παρ’ όλο που αποτελούν το κλειδί για τη δημιουργία εξοικονομήσεων.
  • Το πολύ χαμηλό επίπεδο τιμών εμποδίζει την κυκλοφορία νέων γενοσήμων. Τα νέα γενόσημα εισέρχονται στην αγορά στο 65% του μ.ο. των τριών χαμηλότερων τιμών της ΕΕ, υπόκεινται σε δυναμική τιμολόγηση, καταβάλλουν rebate και clawback. Αυτό αφήνει ελάχιστα περιθώρια για την βιωσιμότητά τους. Οι μεγάλοι χαμένοι στην περίπτωση αυτή είναι οι ασθενείς και το σύστημα φαρμακευτικής φροντίδας που εξακολουθούν να πληρώνουν ακριβές θεραπείες στερούμενοι την επιλογή οικονομικότερων ισοδύναμων φαρμάκων.
Παρ’ όλα αυτά, οι υπέρμαχοι της πολιτικής συμπίεσης των τιμών εξακολουθούν να θεωρούν την τιμολόγηση ως εργαλείο ελέγχου της φαρμακευτικής δαπάνης προσβλέποντας στη δημιουργία εξοικονομήσεων που στη συνέχεια θα κατευθυνθούν στην αποζημίωση νέων καινοτόμων θεραπειών. Ομως, ποιος πραγματικά πιστεύει ότι το πρόβλημα της φαρμακευτικής δαπάνης δημιουργείται από τα φάρμακα των 3-4 ευρώ;
Ποιος πιστεύει ότι η συμπίεση των τιμών των παλαιών φαρμάκων μπορεί να απαντήσει ικανοποιητικά στην επερχόμενη είσοδο στην αγορά νέων πανάκριβων φαρμακευτικών θεραπειών, και μάλιστα σε πλαίσιο μειούμενων στην ουσία προϋπολογισμών μέχρι το 2018;
Αν δε ανατρέξουμε στα δεδομένα της εξέλιξης των τιμών και της διείσδυσης των γενοσήμων από το 2009 ως σήμερα, θα δούμε ότι παρά τη δραματική μείωση της τιμής τους (πάνω από 60% μεσοσταθμικά) τα γενόσημα εξακολουθούν να έχουν πολύ χαμηλά μερίδια αγοράς, τα χαμηλότερα στην Ευρώπη και πολύ μακριά από τον στόχο του 60%, μεριδίου αγοράς που προβλέπεται από τα Μνημόνια.
Είναι πλέον εμφανές ότι η διείσδυση των γενοσήμων δεν αποτελεί θέμα τιμών από τη στιγμή που τα γενόσημα αντιμετωπίζουν ένα περιβάλλον αντικινήτρων για τη χρήση τους, που διατρέχουν όλη την εφοδιαστική αλυσίδα (από τον γιατρό ως τον φαρμακοποιό και τον ασθενή).
Με δεδομένο ότι ο κύριος όγκος των γενοσήμων που διακινούνται στην ελληνική αγορά αφορά ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, ποιος είναι ο λόγος να καταστρέφουμε την εγχώρια παραγωγή διαλύοντας τις τιμές των γενοσήμων και παράλληλα να μην αξιοποιούμε τις τιμές αυτές;
Το πρόβλημα της φαρμακευτικής δαπάνης δεν είναι πρόβλημα τιμών αλλά αποζημίωσης. Δυστυχώς όμως, ενώ η πολιτεία ασχολείται εντατικά με τις τιμές των φθηνών φαρμάκων, τηρεί στάση αδράνειας σε ό,τι αφορά την αποζημίωση και τη χρήση των ακριβών. Είναι αδικαιολόγητη και κοστίζει πολύ ακριβά η καθυστέρηση της λειτουργίας της επιτροπής που έχει ως αντικείμενο τη διαπραγμάτευση των τιμών αποζημίωσης των ακριβών φαρμάκων.
Παρ’ όλο που η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης έχει συσταθεί δύο φορές δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει παράξει ορατό αποτέλεσμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η πολιτεία να αποζημιώνει πανάκριβα φάρμακα χωρίς φραγμό και έλεγχο, βασιζόμενη στο clawback ως μόνη –πρώτη και τελευταία –γραμμή άμυνας.
Σημειώνεται ότι τα rebate και clawbacks τείνουν πλέον να φτάσουν στο 1/3 της αξίας των φαρμάκων που αποζημιώνονται από τη δημόσια ασφάλιση. Οι υπερβολικές επιστροφές απειλούν πλέον τη βιωσιμότητα και την επάρκεια της φαρμακευτικής αγοράς. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της χώρας το clawback θα πρέπει να μειωθεί κατά 30% το 2017 και ακόμη 30% το 2018. Δυστυχώς δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο σαφές σχέδιο που θα επιτρέψει την επίτευξη του στόχου αυτού.
Αν θα πρέπει να κρατήσουμε κάτι από όλα αυτά, αυτό είναι η σημαντική αξιέπαινη προσπάθεια του προσωπικού και της διοίκησης του ΕΟΦ και της Επιτροπής Τιμών για την εφαρμογή ενός τόσο προβληματικού συστήματος τιμολόγησης. Ομως είναι πλέον φανερό ότι με το υπάρχον σύστημα είναι αδύνατον να εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα της αγοράς στο άμεσο μέλλον.
Ο κ. Θεόδωρος Κωλέτης είναι αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Φαρμακοβιομηχανίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ