Στα χνάρια του χρόνου από το 22.000 π.Χ. έως σήμερα έχουν πλέον την ευκαιρία να περιηγηθούν οι επισκέπτες των Ιωαννίνων, μόλις φτάσουν στην Ακρόπολη του λόφου Καστρίτσας, μετά την ολοκλήρωση των έργων προστασίας και ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου.
Η εκδήλωση παρουσίασης των εργασιών πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων, το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών και τον Πολιτιστικό Σύλλογο Καστρίτσας.
Η εντός των τειχών πόλη βρίσκεται στην κορυφή του λόφου. Σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας, η οχύρωση της πόλης τοποθετείται στον 3 αι. π.Χ. Άκμασε έως 168 π.Χ., οπότε καταστράφηκε από τους Ρωμαίους, οι οποίοι αργότερα αναδιοργάνωσαν μέρος του χώρου. Η οχύρωση διαθέτει 5 κεντρικές πύλες και μια μικρότερη, η οποία φαίνεται πως σε κάποια χρονική περίοδο σφραγίστηκε. Από τα κατάλοιπα του τείχους, διαπιστώνεται πως πύργους εκτός αυτών που πλαισίωναν τις πύλες, διέθετε μόνον η νότια-νοτιοδυτική πλευρά, με ένα αμυντικό μέτωπο μήκους 300 μέτρων.
Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κώστας Σουέρεφ, η κομβική και στρατηγική θέση της Καστρίτσας οφείλει το όνομά της στο οχυρό της κορυφής του λόφου. Όπως ανέφερε, ελέγχει τους βασικότερους δρόμους και τα περάσματα βορειότερα, από και προς τη Μακεδονία, τη Θεσπρωτία, τη Δωδώνη, τις περιοχές του Αμβρακικού και του Λούρου.
Η πόλη καλύπτει έκταση 345 στρεμμάτων και σύμφωνα με τα οικοδομικά κατάλοιπα που εντοπίστηκαν, φαίνεται πως ακολουθεί ελεύθερο πολεοδομικό σχέδιο, ανάλογα με τις κλίσεις του εδάφους και το βραχώδες υπόβαθρο της περιοχής, με την υποστήριξη αναλημματικών τοίχων, ενώ παράλληλοι μικροί δρόμοι οδηγούν σε έναν κεντρικό.
Τα κτήρια έχουν τετράγωνη κάτοψη, ενώ από τα ευρήματα στους χώρους (σ΄ ένα οικοδομικό συγκρότημα αποκαλύφθηκε και ψηφιδωτό δάπεδο με γεωμετρικά σχέδια) συλλέχθηκαν πληροφορίες για τις ασχολίες των κατοίκων. Η ανθρώπινη παρουσία καταγράφεται στην περιοχή από τη Νεώτερη Παλαιολιθική εποχή έως τους χρόνους της Τουρκοκρατίας.
Το σπήλαιο της Καστρίτσας, στους πρόποδες του λόφου, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες παλαιολιθικές θέσεις των Βαλκανίων και η οποία κατοικήθηκε από το 22.000 έως το 9.000 π.χ., διάστημα που εντάσσεται στην Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο. Η σπουδαιότητα της θέσης αντανακλάται στο μεγάλο πάχος των επιχώσεων -τουλάχιστον 9 μέτρα- ανασκαφή των οποίων έφερε στο φως εκατοντάδες χιλιάδες υλικά πολιτισμικά κατάλοιπα, οστέινα και λίθινα τέχνεργα και άλλα ζωικά κατάλοιπα.
Το έργο εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Θεσσαλίας-Στερεάς Ελλάδας-Ηπείρου» με προϋπολογισμό 1.200.000 ευρώ και συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι εργασίες ξεκίνησαν το 2011 και ολοκληρώθηκαν στο τέλος του 2015. Κατά την πρώτη φάση των εργασιών, ύστερα από εκτενείς καθαρισμούς και απαραίτητες αρχαιολογικές αποσαφηνίσεις, υλοποιήθηκαν οι βασικές υποδομές του έργου, όπως η ηλεκτροδότηση, το φυλάκιο και οι χώροι υγιεινής. Ακολούθως, διαμορφώθηκαν ο χώρος στάθμευσης, οι διαδρομές εντός των τειχών, μήκους 1.200 μέτρων, και οι στάσεις ξεκούρασης και θέασης, ενώ εκδόθηκε έντυπο ενημερωτικό υλικό.
Ο χώρος είναι ανοιχτός καθημερινά για το κοινό, με ελεύθερη είσοδο.