Ο τίτλος της παράστασης δηλώνει ξεκάθαρα ένα επιτακτικό αίτημα: «Θέλω μια χώρα». Και τη θέλω τώρα. Η καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης Μαριάννα Κάλμπαρη θα ανεβάσει επί σκηνής στις 30 και 31 Ιουλίου πενήντα απoφοίτους και φοιτητές της Δραματικής Σχολής του Καρόλου Κουν προκειμένου να αρθρώσουν χωρίς φόβο και με πολύ πάθος το σύγχρονο έργο του Ανδρέα Φλουράκη. Γραμμένο έξω από το περίγραμμα της συνηθισμένης δραματουργικής φόρμας, αναδεικνύει ως μοναδικό πρωταγωνιστή το πλήθος, αλλά όχι τον όχλο. Μια σκηνική πολυφωνία που συντίθεται από τη νέα γενιά των Ελλήνων, που με ρεαλιστικό σκηνικό την Ελλάδα της κρίσης εκφράζει άλλοτε τον φόβο της καταστροφής και άλλοτε την ελπίδα της αλλαγής.

«Η χώρα πέθανε. Να πάει στον αγύριστο. Μας έβγαλε τα συκώτια. Θεός σχωρέσ’ τη. Πάει, πέθανε. Ζήτω η νέα χώρα! Ζήτω»:
στο κέντρο αυτού του πολύβουου, οργισμένου πλήθους η ηθοποιός Ρένη Πιττακή θα φέρει μαζί με την πολύτιμη σκηνική της εμπειρία μνήμες μιας άλλης εποχής και μιας παλαιότερης γενιάς, μέσα από την ποίηση των Ελύτη, Αναγνωστάκη και άλλων. Πώς είναι να ερμηνεύεις στο θέατρο την ιστορία που γράφεται αυτήν ακριβώς τη στιγμή;

«Οι νέοι κυριαρχούν σε αυτή την παράσταση, παίρνουν τον λόγο, καθώς αυτή τη στιγμή είναι το δικό τους μέλλον που παίζεται κορόνα-γράμματα και οι ίδιοι δεν έχουν προλάβει να το φτιάξουν όπως θα ήθελαν. Είναι σαν να τους λένε από παντού «μην κινείσαι, μη μιλάς, μην αντιδράς. Κάτσε εκεί που είσαι». Και τώρα ξεσπούν κι έχουν πολλά να πουν. Ο συγγραφέας μέσα από έναν ποταμό φράσεων και αποδομώντας πολλά κλισέ, απεικονίζει το τωρινό αδιέξοδο: «Δεν υπάρχει μέλλον για εμάς. Πάμε να φύγουμε απ’ δω. Και πού να πάμε;». Η Ρένη Πιττακή έρχεται ως εκπρόσωπος μιας άλλης εποχής, που πλέον φαντάζει καλύτερη, να τους μιλήσει για την ανάγκη της ποίησης. Ναι, σίγουρα η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, αλλά όποιος τουλάχιστον έχει επαφή μαζί της βρίσκει διεξόδους μες στο κεφάλι του, παίρνει κι από αλλού ανάσες»
εξηγεί η σκηνοθέτις.
Και συνεχίζει: «Οι σημερινοί νέοι μεγάλωσαν σε ένα ροζ, προστατευμένο περιβάλλον και ξαφνικά μεγάλωσαν απότομα. Ερχεται η σφαλιάρα την ώρα που ήσουν εντελώς απροετοίμαστος και η πολιτική σκέψη και συνείδηση μπήκε αιφνίδια στη ζωή όλων. Από απολιτίκ όντα, αναγκάστηκαν να μετατραπούν εν μιά νυκτί σε σκεπτόμενους πολίτες». Η παράσταση αρχίζει με τις μαρτυρίες ανθρώπων που ήρθαν στην Ελλάδα από άλλες χώρες. Είτε ως οικονομικοί μετανάστες οι οποίοι βίωσαν την κρίση στην πατρίδα τους και τώρα τη συναντούν ξανά μπροστά τους, είτε από επιλογή, είτε από σύμπτωση. Ολοι πάντως, λίγο-πολύ, νιώθουν εγκλωβισμένοι σε μια χώρα που άλλοτε ήταν συνώνυμο με τη Γη της Επαγγελίας.
Εχοντας πλήρη επίγνωση ότι «τα πράγματα δεν πρόκειται να καλυτερεύσουν άμεσα», η Μαριάννα Κάλμπαρη θεωρεί ωστόσο ότι «δεν πρέπει να πάψουμε να ελπίζουμε. Το θέατρο είναι ένας χώρος μέσα στον οποίο δεν θα βρεις λύσεις, σίγουρα όμως θα νιώσεις ότι δεν είσαι μόνος. Πρέπει να επιστρέψουμε στη συλλογικότητα. Οταν απομονώθηκε ο καθένας στο σπιτάκι του, στον εαυτούλη του και στη δουλίτσα του, χάθηκε η αίσθηση της χώρας. Η παράσταση μας προτρέπει να σκεφτούμε και να δράσουμε διαφορετικά. Οι άνθρωποι που μάχονται επί και εκτός σκηνής πέφτουν και ξανασηκώνονται αμέτρητες φορές. Ξέρουν ότι τίποτα δεν έχει λυθεί, ότι είναι μακρύς ο δρόμος, αλλά τουλάχιστον η αφύπνιση είναι πλέον γεγονός».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ