Σε τροχιά ανάπτυξης, αν και οριακής προς το παρόν, εισέρχεται ύστερα από πέντε χρόνια συρρίκνωσης η πολυεθνική καταναλωτικών ειδών Unilever στην ελληνική αγορά. «Ηρθε η ώρα να περάσουμε σε αναπτυξιακή τροχιά. Στην κρίση σβήνεις φωτιές, σήμερα ετοιμαζόμαστε να ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο» δηλώνει με αισιοδοξία η νέα επικεφαλής της πολυεθνικής στην Ελλάδα κυρία Ηρώ Αθανασίου, δίνοντας το στίγμα της στρατηγικής την οποία θα ακολουθήσει η εταιρεία. Eν μέσω κρίσης η εν Ελλάδι παραγωγή της πολυεθνικής αυξήθηκε με άμεσο θετικό αντίκτυπο στις εξαγωγές της. Παράλληλα η εταιρεία προχώρησε σε μείωση των τιμών της κατά 11% μεσοσταθμικά, αλλά και στην εισαγωγή νέων προϊόντων σε πιο προσιτές τιμές. «Στόχος μας είναι να αυξήσουμε την παραγωγή, αλλά απαιτείται να διατηρήσουμε ανταγωνιστικά κόστη» υπογραμμίζει η μοναδική γυναίκα πρόεδρος θυγατρικής της Unilever στην Ευρώπη.
Η κρίση οδήγησε σε κάθετη πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος και επηρέασε δραματικά τις ελληνικές επιχειρήσεις. Ηταν ανάλογη η πορεία της Unilever στην Ελλάδα;
«Η πορεία της εταιρείας τα τελευταία χρόνια ήταν παράλληλη με την ελληνική οικονομία. Πωλήσεις και κέρδη μειώθηκαν σημαντικά. Πέρυσι καταγράψαμε σχεδόν 5% μείωση των πωλήσεων. Ωστόσο συνειδητά επιλέξαμε να προσαρμόσουμε τις τιμές στα νέα δεδομένα της ελληνικής αγοράς ώστε να διατηρήσουμε και να βελτιώσουμε τη θέση μας και τα μερίδιά μας. Από το 2008 ως σήμερα οι τιμές στα προϊόντα της εταιρείας έχουν μειωθεί μεσοσταθμικά κατά 11% για να είναι προσιτά σε κάθε πολίτη. Μάλιστα σε ορισμένες κατηγορίες, όπως το ελαιόλαδο και τα απορρυπαντικά, η μείωση στις τιμές έφθασε ως και το 20%. Επίσης δημιουργήσαμε νέες σειρές προϊόντων, πιο προσιτές στον καταναλωτή, ενώ οι προσφορές, οι οποίες άλλωστε γίνονται από πολλούς παίκτες της αγοράς, είναι συνεχείς. Οι λόγοι αυτοί οδήγησαν σε χαμηλότερα ποσοστά κερδών. Ωστόσο στόχος της Unilever είναι η μακροχρόνια παρουσία στην Ελλάδα. Και για τον λόγο αυτόν κρατήσαμε και αυξήσαμε την παραγωγή, ενώ προχωρήσαμε σε νέες επενδύσεις εν μέσω κρίσης».
Προβλέπετε ότι η καθοδική πορεία για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα θα συνεχιστεί ή υπάρχουν σημάδια ανάκαμψης;
«Η ελληνική οικονομία φαίνεται ότι σταθεροποιείται, εξέλιξη η οποία αναμένουμε ότι θα επηρεάσει θετικά την αγορά. Ο δείκτης εμπιστοσύνης του καταναλωτή έχει αρχίσει να ανεβαίνει. Μπορεί η άνοδος να γίνεται με δειλά βήματα και να κυμαίνεται ακόμη σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με άλλες χώρες, αλλά αποτελεί θετική ένδειξη. Θεωρούμε ότι ήρθε η ώρα να περάσουμε σε αναπτυξιακή τροχιά, να αναπτύξουμε υποδομές, οι οποίες θα μας οδηγήσουν σε περαιτέρω ανάπτυξη. Στην κρίση σβήνεις φωτιές, σήμερα ετοιμαζόμαστε να ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο. Εχοντας περιφρουρήσει τη θέση μας την ελληνική αγορά, βάλαμε στοίχημα να καταγράψουμε άνοδο πωλήσεων την εφετινή χρονιά, στόχος που υλοποιείται βάσει της θετικής ως τώρα πορείας και ιδίως κατά το πρώτο εξάμηνο. Το γύρισμα σε θετικό πρόσημο είναι σημαντικό, διότι είμαστε σαν μια ομάδα η οποία όταν βάζει το πρώτο γκολ αλλάζει ψυχολογία. Ανάπτυξη προβλέπουμε και για το 2015. Αλλωστε σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων μας, όπως της προσωπικής περιποίησης, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης».
Η ανάπτυξη θα συνδυαστεί και με περαιτέρω μείωση των τιμών; Οι πολυεθνικές δέχονται κριτική ότι πουλάνε ακόμη και μέσω κρίσης ακριβότερα στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες.
«Το ζήτημα των τιμών είναι πολυδιάστατο και υπάρχουν πολλοί παράγοντες που εμποδίζουν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων μέσω μιας άμεσης σύγκρισης με άλλες χώρες. Ας ξεκινήσουμε από τον ΦΠΑ. Στα ράφια των σουπερμάρκετ στην Ολλανδία τα τρόφιμα επιβαρύνονται με ΦΠΑ 4%, στην Ελλάδα με 13%. Η διαφορά είναι σημαντική. Επίσης τα κόστη παραγωγής στην Ελλάδα, όπου παράγουμε το 65% των προϊόντων που διακινούμε στην ελληνική αγορά και το 70% των τροφίμων, είναι υψηλό. Η ενέργεια είναι αρκετά ακριβότερη, αλλά και το κόστος μεταφοράς υψηλό, λόγω της διασποράς των νησιών και της μορφολογίας του εδάφους. Επιπλέον η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα και υπάρχει πολυδιάσπαση, η οποία δεν δίνει τη δυνατότητα δημιουργίας οικονομιών κλίμακας. Επίσης οι φορολογικές επιβαρύνσεις είναι διαφορετικές. Ας μην ξεχνάμε ότι τα πρώτα χρόνια της κρίσης οι επιχειρήσεις επιβαρύνθηκαν επιπλέον από τις επαναλαμβανόμενες έκτακτες εισφορές επί των κερδών. Φυσικά η μείωση από τον Ιούλιο της εργοδοτικής εισφοράς συμβάλλει στη μείωση του εργασιακού κόστους, όμως δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε τις εξελίξεις στις τιμές των πρώτων υλών, οι οποίες βρίσκονται παγκοσμίως σε ανοδική τροχιά. Εφέτος είδαμε τις τιμές παραγωγού στο ελαιόλαδο να αυξάνονται λόγω της κάθετης πτώσης στην παραγωγή. Προσπαθήσαμε να απορροφήσουμε το επιπλέον κόστος, όμως η εξέλιξη δείχνει ότι η διακύμανση των πρώτων υλών επηρεάζει άμεσα τις τιμές των προϊόντων μας. Πάντως προβλέπουμε ότι το 2015 θα είναι μια καλή χρονιά για την παραγωγή ελαιολάδου με θετική επίδραση στο καλάθι της νοικοκυράς».
Υπάρχουν περιθώρια για αύξηση της παραγωγής των προϊόντων Unilever στην Ελλάδα;
«Η παραγωγή στα εργοστάσιά μας δεν καλύπτει μόνο τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς αλλά και άλλων χωρών. Στο εργοστάσιο της Γαστούνης, για παράδειγμα, παράγεται ντομάτα για την επωνυμία Pumaro, αλλά ταυτόχρονα σχεδόν η μισή παραγόμενη ποσότητα εξάγεται σε άλλες εταιρείες της Unilever και χρησιμοποιείται για την παραγωγή άλλων προϊόντων της εταιρείας, κυρίως στη σειρά Knorr. Αντίστοιχα, στο εργοστάσιο του Ρέντη παράγονται προϊόντα καθαρισμού για την Ελλάδα, αλλά και για ευρωπαϊκές αγορές. Εδώ και δύο χρόνια περίπου η Unilever μετέφερε κομμάτι της παραγωγής στη χώρα μας, η οποία δεν γίνεται μόνο στα δικά μας εργοστάσια, αλλά και στον Παπουτσάνη, τη Φαμάρ και τη Ρόλκο, ενώ στο εργοστάσιο Φιλίππου στον Ταύρο παράγονται εκτός από τα ΕΒΓΑ και παγωτά της Algita για την Ευρώπη. Στόχος μας είναι να αυξήσουμε περαιτέρω την παραγωγή, αλλά απαιτείται να διατηρήσουμε την ανταγωνιστικότητα στα κόστη και την ποιότητα σε σύγκριση με άλλα ευρωπαϊκά εργοστάσια. Ολες οι μονάδες παραγωγής της Unilever αξιολογούνται τακτικά και αναλόγως αναλαμβάνουν νέες παραγωγές ή εγκαταλείπουν υπάρχουσες».
Η διαχείριση εν μέσω κρίσης οδήγησε σε απολύσεις;
«Απολύσεις δεν έγιναν. Υπήρξαν πακέτα αποχωρήσεων, ενώ δεν μειώσαμε τις παροχές ούτε τους μισθούς. Αντίθετα, ενισχύσαμε τις μη μισθολογικές παροχές και σε ορισμένες περιπτώσεις επιβραβεύσαμε τις προσπάθειες των εργαζομένων».

Προοπτικές
Στο εξωτερικό αναζητούν ελληνικό ελαιόλαδο

Η Unilever θα μπορούσε να συμβάλει αποφασιστικά στην αύξηση των εξαγωγών του ελαιολάδου, όπως δήλωσε πρόσφατα ο πρόεδρος της εταιρείας στο «Βήμα».
«Πράγματι, υπάρχει μεταστροφή των καταναλωτών στο εξωτερικό οι οποίοι αναζητούν ελληνικό ελαιόλαδο. Την ευκαιρία αυτή στοχεύουμε σταδιακά να εκμεταλλευτούμε. Πάντως, ήδη τα παραγόμενα στην Ελλάδα προϊόντα μας και κυρίως το ελαιόλαδο πωλούνται σε 15 χώρες. Το ελαιόλαδό μας, το Solon, είναι η πιο σημαντική επωνυμία ελληνικού λαδιού στον Καναδά. Εξαγωγές κάνουμε ακόμη σε Αυστραλία και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπως τη Βρετανία και τη Γερμανία. Και στην ελληνική αγορά όμως υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης επώνυμων ελαιολάδων αν λάβουμε υπόψη ότι 45.000 τόνοι κινούνται ετησίως μέσω του παρεμπορίου, το οποίο απαγορεύεται βάσει των ευρωπαϊκών κανονισμών. Ο έλεγχός του θα μπορούσε να οδηγήσει σε διπλασιασμό των πωλήσεων τυποποιημένου ελαιόλαδου».

Οι προοπτικές αυτές θα δώσουν δουλειά σε περισσότερους αγρότες;
«Ηδη 10.000 αγρότες συνεργάζονται εμμέσως με την Unilever για την προμήθεια ελαιολάδου ενώ στη Γαστούνη 100 αγρότες ασχολούνται με τη συμβολαιακή και βιώσιμη γεωργία προμηθεύοντας την εταιρεία με 45.000 τόνους ντομάτες ετησίως. Από εδώ και πέρα επιδίωξή μας είναι οι έλληνες αγρότες να μυηθούν σε νέες μεθόδους καλλιέργειας και ξεκινάμε με τη νέα εσοδεία ελαιολάδου σε συνεργασία με 15 παραγωγούς, με στόχο αειφόρους μεθόδους παραγωγής».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ