Οι ελέφαντες φαίνεται πως διαθέτουν την ανώτερη αίσθηση όσφρησης μεταξύ των ζώων, πέντε φορές καλύτερη από των ανθρώπων και υπερδιπλάσια σε σχέση με τους σκύλους που φημίζονται για την ευαίσθητη μύτη τους, σύμφωνα με μια νέα ιαπωνική επιστημονική έρευνα. Και το μυστικό δεν βρίσκεται μόνο στην μακριά προβοσκίδα, αλλά και στα γονίδιά της.

Η μελέτη

Ερευνητές του Τμήματος Εφαρμοσμένης Βιολογικής Χημείας του Πανεπιστημίου του Τόκιο ανέλυσαν δείγματα από διάφορα θηλαστικά, συγκρίνοντας πόσα γονίδια για εξειδικευμένους κυτταρικούς υποδοχείς για την όσφρηση διαθέτει το καθένα.

Η γενετική ανάλυση αποκάλυψε πως οι αφρικανικοί ελέφαντες, κατέχοντας σχεδόν 2.000 γονίδια όσφρησης (συγκεκριμένα 1.948), έναντι περίπου 1.000 των σκύλων, είναι «πρωταθλητές» μεταξύ των ζώων (τουλάχιστον αυτών που μελετήθηκαν, όπως αλόγων, χοίρων, λαγών, χιμπατζήδων, αγελάδων, τρωκτικών κ.α.), πράγμα που τους επιτρέπει να μυρίζουν καλύτερα το περιβάλλον τους. Έως σήμερα κάτοχος του ρεκόρ ευαίσθητης μύτης θεωρείτο ο αρουραίος, αλλά πλέον χάνει τα σκήπτρα, καθώς τελικά διαθέτει πολύ λιγότερα σχετικά γονίδια (γύρω στα 1.300).

«Όπως φαίνεται, η μύτη ενός ελέφαντα δεν είναι μόνο μακριά, αλλά επίσης ανώτερη» δήλωσε ο Γιοσιχίτο Νιιμούρα, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας. Οι ερευνητές πάντως δεν έχουν κατανοήσει πλήρως πώς «δουλεύουν» τα εν λόγω γονίδια. Σε κάθε περίπτωση, η οσφρητική ικανότητα βοηθά ένα είδος να επιβιώσει καλύτερα στο περιβάλλον του, βρίσκοντας πιο εύκολα τροφή και συντρόφους, ενώ μπορεί να αποφεύγει πιο αποτελεσματικά και τα ζώα – θηρευτές.

Ο μηχανισμός

Τα γονίδια της όσφρησης κωδικοποιούν μια σειρά από πρωτεΐνες, οι οποίες βρίσκονται στα κύτταρα της ρινικής κοιλότητας και προσδένονται στα μόρια των οσμών. Στη συνέχεια, τα νευρικά κύτταρα μεταφέρουν τις πληροφορίες για τις μυρωδιές στον εγκέφαλο, όπου γίνεται η ταξινόμηση και η αντίδραση στα ερεθίσματα.

Οι άνθρωποι διαθέτουν πολύ λίγα γονίδια (μόλις 396) σχετικά με τους υποδοχείς της όσφρησης, πράγμα που δείχνει ότι ως είδος έχουμε σταδιακά πάψει να εξαρτιόμαστε από την μύτη μας, αλλά αντίθετα έχουμε δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην όραση. Η νέα μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Genome Research».