Επιασε τόπο η πρωτοβουλία του κυριακάτικου «Βήματος» να προσφέρει μια «Μικρή χρηστική βιβλιοθήκη για τη γλώσσα», με στόχο τη βελτίωση του γραπτού λόγου, «σε εποχή που η νεοελληνική γλώσσα διαβάλλεται πολλαπλώς». Ετσι προέκυψε το πρώτο «Εγχειρίδιο της ορθής γραφής», που έγινε στο μεταξύ ανάρπαστο. Το ιστορικό της ιδρυτικής αυτής δοκιμής, αφιερωμένης στον εμπνευστή της («στον αξέχαστο δημοσιογράφο Κώστα Τριανταφυλλίδη»), αναγράφεται συνοπτικά και εύστοχα στο προγραμματικό κείμενο του φυλλαδίου –δεν θα το επαναλάβω.
Απομένει να εξηγηθεί κάπως η αυθόρμητη φιλόγλωσση πρόκριση του αναγνωστικού κοινού, που έσπευσε να το προμηθευτεί. Μια πρόχειρη εξήγηση συντάσσεται με τη διάχυτη άποψη ότι σε προβληματικούς καιρούς, από οικονομική και πολιτική άποψη, η ευαισθησία του υποψιασμένου κοινού για θέματα πολιτισμού και γλωσσικής παιδείας μάλλον παροξύνεται. Δεν θα επιμείνω. Θα θυμίσω μόνον ότι η αρχική εκπόνηση του ορθογραφικού αυτού οδηγού συνέπεσε με τα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας και πραγματοποιήθηκε κατά το πλείστον από συγγραφείς που η χούντα, κακόγλωσση εξ ορισμού, τους κατέστησε αυθαίρετα άμισθους και ανεπάγγελτους, όταν δεν τους είχε ήδη συλλάβει και βασανίσει.
Η μέθοδος των τριών
Στην προκειμένη περίπτωση το «Εγχειρίδιο της ορθής γραφής», που επανακυκλοφορεί, βασίστηκε σε μια τρίβαθμη κλίμακα με αναβαθμούς το τι, το γιατί και το πώς. Μεθοδική κλίμακα που ευνοεί τόσο την ανάβαση όσο και την κατάβασή της. Αν δεχτούμε ότι η βασική βαθμίδα (το τι) παραπέμπει στην ερώτηση «περί τίνος πρόκειται», η μεσαία (το γιατί) απαιτεί να εντοπιστούν η αιτία και συνάμα ο στόχος του τι, ενώ η τρίτη βαθμίδα (το πώς) υπόσχεται να υποδείξει τους τρόπους εκείνους που εξασφαλίζουν την ευστοχία του.
Εφόσον μιλούμε για «γλωσσικό πρόγραμμα», είναι προφανές ότι και στις τρεις βαθμίδες της κλίμακας σημείο αναφοράς παραμένει η γλώσσα (και ειδικότερα η ορθογραφία της), οπότε η ανάβαση της προτεινόμενης κλίμακας ευνοεί και την κατάβασή της. Το πώς δηλαδή της ορθογραφημένης γλώσσας οδηγεί στο γιατί της και το γιατί στο ριζικό τι της ίδιας της γλώσσας.
Σε ερωτήματα, δηλαδή, απλά ή σύνθετα, του τύπου: πρόκειται για σταθερό ή ρευστό γλωσσικό σύστημα; η γραφή του ελέγχεται προαιρετική ή υποχρεωτική; ποια η σχέση της γραμμένης γλώσσας με την προφορική γλώσσα, τον προφορικό λόγο γενικότερα; Απορίες που προφανώς επηρεάζουν την ισχύουσα κάθε φορά ορθογραφία της, επιτρέποντας, μεταφορικά έστω, να μιλάμε για αμοιβαία πάθη της γλώσσας και της γραφής.
Μια απαραίτητη διασάφηση: δεν είμαι γλωσσολόγος αλλά φιλόλογος, ιδιότητες που σαφώς συγγενεύουν αλλά μπορεί και να αντιμάχονται η μία την άλλη. Στον βαθμό που ο φιλόλογος είναι συναισθηματικά κυρίως δεμένος με τον λόγο, ενώ ο γλωσσολόγος παραμένει ερευνητικά και ερμηνευτικά προσηλωμένος στα δομικά στοιχεία της γλώσσας.
Παρά ταύτα, γλώσσα και γραφή συνέχονται αλλά δεν ταυτίζονται. Προπάντων, όταν και όπου στη γλώσσα συνυπολογίζεται ως βασικός συντελεστής της ο προφορικός λόγος. Η προφανέστερη διαφορά τους συνίσταται στο γεγονός ότι η μητρική γλώσσα προσλαμβάνεται και ασκείται ήδη από τη νηπιακή ηλικία με τρόπο λίγο-πολύ αυτοματικό. Ενώ η γραφή απαιτεί προγραμματισμένη μάθηση και άσκηση από μια ορισμένη ηλικία και πέρα.
Κοινός ωστόσο παρονομαστής προφορικής γλώσσας και γραφής είναι ότι και οι δύο καθ’ οδόν εξελίσσονται και παραλλάσσουν σε όλα σχεδόν τα συστατικά τους στοιχεία. Οχι όμως στον ίδιο βαθμό και με τον ίδιο ρυθμό. Συνοπτικά δηλωμένη η διαφορά τους στο σημείο αυτό αναγνωρίζεται στον «προοδευτικό» χαρακτήρα της προφορικής γλώσσας και στον «συντηρητικό» κατά κανόνα της γραφής, από όπου προκύπτουν και οι πρόσθετες ορθογραφικές ιδιορρυθμίες.
Συμπέρασμα: κανόνες σταθεροί ορθοφωνίας και ορθογραφίας δεν υπάρχουν, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι η γραφή θα πρέπει να ανέχεται ένα καθεστώς ορθογραφικής αναρχίας. Κανόνες ευλύγιστοι υπάρχουν, που δεν πρέπει να λειτουργούν με απόλυτο και δογματικό τρόπο. Η ευλυγισία τους εξάλλου εξαρτάται και από το γένος και τα είδη λόγου στα οποία εφαρμόζονται.
Ο προφορικός λόγος δικαιούται μεγαλύτερη φραστική ελευθεριότητα από τον γραπτό λόγο, του οποίου όμως η ορθογραφική πειθαρχία διαβαθμίζεται και αυτή, ανάλογα προς τα γένη και τα είδη του. Ο επιστημονικός, λόγου χάριν, και ο δοκιμιακός λόγος οφείλουν να είναι ορθογραφικά αυστηρότεροι. Ενώ η ποίηση, στις νεωτερικές μάλιστα εκδοχές της, μπορεί να αντιστέκεται στην ορθογραφική ορθοδοξία, κυρίως σε θέματα κυριολεξίας και μεταφοράς, σημασιολογίας και σύνταξης, στίξης και τονισμού. Φτάνει η ορθογραφική παράβαση να γίνεται προς όφελος της ποιητικής ουσίας, υπονοώντας με τον τρόπο της τον κανόνα που παραβαίνει.
Υστερόγραφο
Τόσο ο προφορικός όσο και ο γραμμένος λόγος σκοπεύουν κυρίως στην αμοιβαία επικοινωνία (άμεση ή έμμεση), ευνοώντας τον διάλογο, ο οποίος δυσχεραίνεται όταν μεσολαβούν φωνητικά και ορθογραφικά λάθη, μειώνοντας, εκτός των άλλων, και την ηδονική φύση και λειτουργία της γλώσσας.
Γράφω σημαίνει κατ’ αρχήν χαράσσω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό αντικείμενο κάποια σήματα με προφανή ή λανθάνουσα σημασία. Αυτή φαίνεται πως υπήρξε η πρώτη αρχή της γραφής, η παραστατική ακρίβεια της οποίας έπαιξε κρίσιμο ρόλο για την εξέλιξη και την καθιέρωσή της. Που πάει να πει ότι η αξία της ορθογραφίας έχει βαθιές ανθρωπολογικές ρίζες, φτάνει να μη μυθοποιείται.
Στο κάτω κάτω ακόμη και ο Θουκυδίδης έκανε ορθογραφικά λάθη. Γι’ αυτό εξάλλου υπάρχουν τα καλά λεξικά και τώρα το διαθέσιμο Εγχειρίδιο της ορθής γραφής του «Βήματος».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ