Πως εγκολπώνεται κανείς βαθύτερα την έννοια της πατρίδας , όταν του προβάλλεται ως μία υπερβατική υπόσταση βγαλμένη μέσα από τα υψηλόφρονα δημιουργήματα της λογοτεχνίας και τις μονομερείς προσεγγίσεις των ιστορικών γεγονότων ή όταν την αντιλαμβάνεται ως μία ανταποδοτική σχέση συνόλου και μονάδας ,όπου η μονάδα προσφέρει τις υπηρεσίες της στο σύνολο και το σύνολο αντιστοίχως μεριμνά για την καλύτερη ποιότητα ζωής της μονάδας ;

Χωρίς να αμφισβητώ την αξία της πρώτης οπτικής , νομίζω ότι η φιλοπατρία είναι περισσότερο ένα συναίσθημα που κατακτάται μέσα από την έμπρακτη στήριξη του πολίτη από την πολιτεία και λιγότερο μέσα από την προπαγάνδα των βιβλίων , των συμβόλων και των εικόνων . Φυσικά , δεν παραγνωρίζω την αποτελεσματικότητα ή και την όποια χρησιμότητα των τελευταίων μέσων . Θεωρώ , ωστόσο , ότι αυτά λειτουργούν -ή πρέπει να λειτουργούν – συμπληρωματικά προς την ενεργό δράση της πολιτείας , η οποία οφείλει να υπολήπτεται τους πολίτες της , αν επιθυμεί να καταλαμβάνει ως υπέρτατο ιδανικό έναν μόνιμο χώρο στη συνείδησή τους . Σε διαφορετική περίπτωση , η έννοια της πατρίδας θα δυναστεύει τη σκέψη τους μόνο ως αφηρημένο σχήμα , ως μία από τις συνιστώσες του «πρέπει» και όχι του «είναι» ή και , διόλου απίθανο , ως επονείδιστο φορτίο που δε διστάζει κανείς να το πετάξει με ανακούφιση , μόλις βρεθεί μιαν άλλη πολιτεία που θ’ αναγνωρίζει και θα καλύπτει τις ανάγκες του .

Κάπως έτσι ,νομίζω , θα πρέπει να σκέφτηκε ο ελληνικής καταγωγής Γερμανός Ολυμπιονίκης Σιδέρης Τασιάδης ,ο οποίος ,όταν ρωτήθηκε αν θα δεχόταν να σηκώσει δίπλα στη γερμανική σημαία και την ελληνική , απάντησε χωρίς περιστροφές και με μια εμφανή δόση θυμού «όχι» .Ίσως η συγκεκριμένη στάση να ενόχλησε τους ζηλωτές της άποψης ότι η εθνική συνείδηση πρέπει να προπορεύεται της ατομικής .

Κάποιοι άλλοι ενδέχεται να εξοργίστηκαν με τη μικροπρέπεια και τη μνησικακία που , κατά την κρίση τους , φανέρωσε η συμπεριφορά του αθλητή ,φρονώντας ότι η αναμονή της όποιας ανταπόδοσης στρεβλώνει το νόημα της φιλοπατρίας . Άλλοι τέλος θα έσπευσαν να επικροτήσουν τη δήλωση ,ταυτιζόμενοι απόλυτα με την αντίληψη περί αμοιβαιότητας στις σχέσεις πολίτη –κράτους και συσχετίζοντας το γεγονός με την ευρύτερη αποδυνάμωση του κοινωνικού προσώπου του κράτους στα πλαίσια της παρούσας οικονομικής κρίσης .

Όπως και να έχει όμως το πράγμα , το βέβαιο είναι πως η δήλωση του Ολυμπιονίκη προκάλεσε αίσθηση , τραντάζοντας από τη μία δυνατά τη συνείδηση των πολιτών και βάζοντας από την άλλη σε δοκιμασία τα αντανακλαστικά των αρμόδιων φορέων της πολιτείας . Δεν είναι άλλωστε μικρό πράγμα , όταν δεχόμαστε ομοβροντία αρνητικών σχολίων από εξωτερικούς κυβερνητικούς και επιχειρηματικούς παράγοντες , να στρέφεται το πιστόλι καταπάνω μας και από σημαίνουσες προσωπικότητες που τις θεωρούμε ,έστω κι αν αυτό δεν ισχύει , δικό μας αίμα .

Το αίμα όμως δεν είναι πάντοτε προβλέψιμο ,όπως εμείς επιθυμούμε . Όταν αισθάνεται πως έχει κοπεί η φλέβα και πως δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω να σταματήσει μ’ ένα πανί την αιμορραγία και ν’ αποκαταστήσει την κυκλοφορία , τότε γίνεται μ’ ευκολία θάνατος .Παρασύρει στο πέρασμά του κάθε θεσμό και κάθε παρακαταθήκη .Παρακάμπτει χωρίς ενοχές τον δρόμο της ισορροπίας και λιποτακτεί στο στρατόπεδο της υπερβολής . Γίνεται πιο εχθρός από τους εχθρούς . Επομένως , μπορεί με βάση μία ιδεαλιστική θεώρηση η στάση του αθλητή να κρίνεται από ανάρμοστη μέχρι αήθης , με γνώμονα όμως την κατάσταση της χώρας , και συνακόλουθα της κοινωνίας , όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μετά την υπογραφή των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων , φαντάζει απολύτως δικαιολογημένη ,ακόμη κι αν εμπίπτει στα όρια της μικροψυχίας .

Στη θέση του αθλητή μπορώ να φανταστώ χιλιάδες άλλους νέους ανθρώπους που σαν τα καράβια του Αγαμέμνονα περιμένουν στη δική τους Αυλίδα να φυσήξει ο άνεμος της ευκαιρίας που θα τους οδηγήσει έξω απ’ τα τείχη μεγάλων στόχων .Με δυστυχία όμως διαπιστώνουν ότι η πολιτεία , σαν άλλος Αίολος , κρατάει τους ανέμους ασφυκτικά κλεισμένους στο πουγκί της και σε μια εποχή μυαλωμένων συντρόφων δε βρίσκεται εκείνος ο άμυαλος που θα τολμήσει να λύσει το πουγκί και να μοιράσει δημιουργικές δυνατότητες σε όλα τα νέα μυαλά . Σύντομα η απελπισία παίρνει το χρώμα του θυμού , της εκδικητικότητας , της περιφρόνησης ή και της παραίτησης .

Οι επίδοξοι κατακτητές της Τροίας είτε αποσύρονται από τον στόχο τους ταπεινωμένοι είτε γιομάτοι πείσμα προσβλέπουν σε καινούργια εδάφη αλλάζοντας τη θέση εκκίνησης . Αυτό λοιπόν το τελευταίο αναγκάζονται να κάνουν πλέον πολλοί Έλληνες νέοι , ν’ αλλάξουν δηλαδή αφετηρία , μετακινούμενοι σε πολιτείες που τους δίνουν τα βέλη και τις ασπίδες για τον δύσκολο αγώνα της πολιορκίας . Και είναι απολύτως φυσιολογικό αυτή η προσφορά να εκτιμάται από εκείνον που τη δέχεται , και ν’ αλλάζουν σταδιακά τα σύνορα στον ιδεολογικό του χάρτη : ιδέες – ταμπού , προϊόντα μιας μακροχρόνιας αγωγής με καθορισμένα παιδευτικά υλικά , ν’ αφομοιώνονται από άλλες ισχυρότερες ιδέες που διαθέτουν καλύτερα εξοπλισμένα στρατεύματα .

Αν λοιπόν η ελληνική πολιτεία επιθυμεί να γδυθεί το παλιομοδίτικο κουστούμι του πελατειακού κράτους που προωθεί και στηρίζει μόνο τους νέους που διαθέτουν κομματική ταυτότητα ή βαρυσήμαντο οικογενειακό όνομα , κι αν επιθυμεί να εξυψώνεται σε μεταφυσικό επίπεδο στην ευγενική έννοια της πατρίδας μέσα στην καρδιά των πολιτών της , τότε ας φροντίσει να απελευθερώσει τους ανέμους από το πουγκί της , χαρίζοντάς τους σε κάθε άτομο που διαθέτει τα αντικειμενικά προσόντα για τη μεγάλη εκστρατεία που λέγεται «μέλλον της χώρας».