Οπως όλα τα φρούρια και όλα τα οχυρωματικά έργα, το μελλοντικό(;) τείχος στον Εβρο ανταποκρίνεται σε μια λογική ταυτόχρονα βίας και όλο και πιο περίκλειστης και φοβικής στρούγκας. Η λογική αυτή οδηγεί σε πολλά που πρέπει να αποφασίσουμε, όσο μας το επιτρέπει η εξουσία, αν τα αποδεχόμαστε ή όχι. Ηδη μάθαμε μερικά, σύντομα θα μάθουμε ασφαλώς περισσότερα. Δεν θα αναφερθώ καν στο πόσο επαχθής και επικίνδυνη είναι η πολιτική των τειχών, ενώ υπάρχουν και άλλες αποτελεσματικές λύσεις στο πρόβλημα της μετανάστευσης. Θα υπενθυμίσω μόνο μια σοφή σκέψη ενός από τους ηγέτες της μεταπολεμικής Ευρώπης, του Βέλγου Πολ-Ανρί Σπάακ: «Πρέπει να θέλουμε και τις συνέπειες των όσων αποφασίζουμε». Ενδεικτικά: Θα διαπιστωθεί πολύ γρήγορα ότι ένας απλός «φράχτης» μόνο στην περιοχή που τον έχουν (για την ώρα) οριοθετήσει δεν θα ανακόψει το ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα. Οι οικοδόμοι του θα προτείνουν τότε, πρώτον, την κάλυψη με τείχος του συνόλου των ελληνοτουρκικών συνόρων (που, εδώ σας θέλω, τέμνουν όμως τον Εβρο!), δεύτερον την ηλεκτρονική προστασία του και, τρίτον, τη στρατιωτική του κάλυψη.

Αν το τείχος δεν είναι ηλεκτροφόρο, αν δεν έχει ηλεκτρονική προστασία έγκαιρης προειδοποίησης και αν δεν έχει και την προστασία ενόπλων, οι περισσότεροι υποψήφιοι μετανάστες θα τον προσπερνούν είτε από λαγούμια είτε κόβοντας τα σύρματα. Συμβαίνει, πολύ νέος, να έχω φύγει από στρατόπεδο, παρά τα διπλά φωτισμένα συρματοπλέγματα, που δεν ήταν όμως ηλεκτροφόρα, και την ένοπλη προστασία του χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα: το αναφέρω, και ζητώ συγγνώμη για την αναφορά, για να αποδείξω ότι δεν γράφω για πράγματα που δεν γνωρίζω.

Αν με τους ηλεκτρονικούς συναγερμούς (και με τα ζώα τι θα γίνει;) διαπιστωθεί απόπειρα παραβίασης του τείχους, η μόνη απάντηση θα είναι η απειλή και αμέσως μετά η χρήση βίας. Ποιος θα μαζεύει πτώματα και τραυματίες κάθε πρωί από την άλλη μεριά του δήθεν «φράχτη» και πώς θα αντιμετωπίσουμε τότε τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ που θα μπορούν να οργανωθούν και από την άλλη μεριά;

Πέρα από το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας και αμφίβολης αποτελεσματικότητας «προστασίας» της χώρας, υπάρχει και το οικονομικό κόστος. Είναι τουλάχιστον αμφίβολο να πετύχουμε για το τείχος νέα κοινοτικά κονδύλια. Και αν είναι αλήθεια ότι η συρρίκνωση της στρατιωτικής θητείας έχει περιορίσει σημαντικά τον αριθμό των διαθέσιμων οπλιτών, θα υπάρξει τότε είτε επιστροφή σε μεγαλύτερες θητείες για τη στήριξη του τείχους είτε ανάγκη πρόσληψης μισθοφόρων.

Οσο για το κόστος της οικοδόμησης και του ηλεκτρονικού εξοπλισμού του τείχους, ας περιοριστούμε σε μιαν ευχή: να μην ανατεθεί το έργο στη Ζίμενς, παρά την από το 1930-1945 τεχνογνωσία της…

somerit@otenet.gr