Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στον βυζαντινό καισαροπαπισμό, στο ισλαμικό χαλιφάτο, στο παπικό κράτος, στους ευρωπαϊκούς θρησκευτικούς πολέμους ή στους ευαγγελικούς πάστορες των ΗΠΑ για να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ του προφανούς: οι θρησκείες (οι Εκκλησίες στην περίπτωση του χριστιανισμού) ήσαν ανέκαθεν και είναι ακόμα συνδεμένες με το πολιτικό φαινόμενο. Αρκεί να θυμηθούμε πως για πρώτη φορά αναδείχθηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών χωρίς κρατική θεσμική παρέμβαση μόλις το 1998, ο Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης. Ως τότε διοριζόταν από την κυβέρνηση ή τον βασιλιά με βάση το «τριπρόσωπο», μεταξύ δηλαδή τριών προσώπων που προτείνονταν από την Ιεραρχία. Δηλαδή, η Εκκλησία της Ελλάδας ήταν πάντα μέρος του κράτους και υπό τον έλεγχο της εκάστοτε κυβέρνησης που δεν δίσταζε να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της καταργώντας μητροπολίτες ή και αρχιεπισκόπους που δεν της ήσαν αρεστοί και διορίζοντας άλλους, με αποτέλεσμα διενέξεις που διαρκούσαν δεκαετίες. Σπάνια η Εκκλησία αμφισβήτησε το δικαίωμα των κυβερνήσεων, δηλαδή των πολιτικών, να επεμβαίνουν, εκτός από περιπτώσεις που θίγονταν ζωτικά συμφέροντά της, π.χ. η εκκλησιαστική περιουσία, όπως συνέβη κατά τη δεύτερη πρωθυπουργία του Ανδρέα Παπανδρέου. Η πρωτοκαθεδρία των πολιτικών έναντι της εκκλησιαστικής ιεραρχίας αμφισβητήθηκε ουσιαστικά μόνο από τον Χριστόδουλο Παρασκευαΐδη όπου διεκδίκησε για τον εαυτό του κεντρικό πολιτικό ρόλο, ερχόμενος μάλιστα σε ευθεία αντιπαράθεση με την κυβέρνηση Κώστα Σημίτη, όταν η τελευταία αποφάσισε να μην αναγράφεται το θρήσκευμα στις ταυτότητες. Σε οποιαδήποτε δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία θα ήταν αδιανόητο να απαγορευθεί στους κληρικούς ή στην Εκκλησία που τους εκπροσωπεί συλλογικά να διατυπώνουν πολιτικές απόψεις. Πρόκειται για δικαίωμα που το έχει κάθε πολίτης και κάθε συλλογικότητα πολιτών. Από εκεί και πέρα, στον κάθε κληρικό χωριστά και στην Εκκλησία συνολικά εναπόκειται να αποφασίσει αν τη συμφέρει, πώς και προς ποια κατεύθυνση θα ασκήσει το αναφαίρετο δικαίωμα της συμμετοχής στα πολιτικά πράγματα. Και ο τρόπος που το ασκεί κρίνεται, όπως κρίνεται για κάθε άλλον.
Αυτό που δεν δικαιούνται η Εκκλησία και οι ιερωμένοι είναι να αρνούνται ότι κάνουν πολιτική και να ισχυρίζονται ότι εκφράζουν κάτι ανώτερο και διαχρονικό, το «εθνικό» έναντι του «κομματικού» που εκφράζουν οι πολιτικοί. Και όμως είναι κάτι που συμβαίνει πάντα όταν ο λόγος τους ξεφεύγει από τα θέματα χριστιανικής πίστεως που είναι αρμοδιότητά τους, συχνότερα επί Χριστόδουλου (που είχε διεκδικήσει ρητά τον ρόλο του «εθνάρχη» για τον εαυτό του), αραιότερα τώρα, με γνωστότερο παράδειγμα τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ανθιμο Ρουσσά. Οποιαδήποτε δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία θα ήταν αδιανόητο να δεχθεί ότι υπάρχουν υποκείμενα, ατομικά ή συλλογικά, που την υπερβαίνουν και μπορούν να ομιλούν εξ ονόματός της, χωρίς να εντάσσονται στις αντιθέσεις της. Ακόμα και οι κληρονομικοί βασιλείς που υπάρχουν σε τέτοιες κοινωνίες (πολύ περισσότερο οι εκλεγμένοι πρόεδροι) είναι υποχρεωμένοι να εκφράζουν αυτό που θέλει το Κοινοβούλιο, αλλιώς παραιτούνται. Οταν η Εκκλησία της Ελλάδος ή μεμονωμένοι κληρικοί δηλώνουν ότι εκφράζουν το «εθνικό» για θέματα όπως οι ταυτότητες, τα σχολικά βιβλία, οι σχέσεις με τις γειτονικές χώρες ή (προ ημερών) η οικονομία, δείχνουν ότι δεν έχουν αποδεχθεί τους κανόνες της δημοκρατίας, ότι θέλουν
να είναι πάνω και πέρα από τις διαδικασίες έκφρασης της λαϊκής βούλησης. Αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Και στη ρητορική των κομμάτων εμφανίζονται συχνότατα η ρητορική του «εθνικού συμφέροντος» (ή του «λαϊκού συμφέροντος», στην περίπτωση της Αριστεράς) και η καταγγελία του «κομματισμού» κατά των αντιπάλων- αλλά τα κόμματα θέτουν τους ισχυρισμούς τους αυτούς στην κρίση των ψηφοφόρων, που αποφαίνονται τελικά ποιο είναι το συλλογικό συμφέρον. Η Εκκλησία της Ελλάδος όμως ισχυρίζεται (και πιθανότατα πιστεύει) ότι κρίνεται μόνο από τον Θεό. Αλλά οι κοινωνίες μας έχουν προ πολλού ξεμπερδέψει με τους «ελέω Θεού» βασιλείς και δεν θα πισωγυρίσουν να αποδεχθούν τους «ελέω Θεού» διπλωμάτες, νομοθέτες, εκπαιδευτικούς, οικονομολόγους που θέλουν να είναι κάποιοι ιεράρχες.
Ο υπερβατικός λόγος της Εκκλησίας, όταν αφορά την οργάνωση της κοινωνίας και όχι τα θέματα που αφορούν την ίδια και τους πιστούς της, είναι αντιδημοκρατικός- και ο πρακτικός λόγος της ως προς το τι δέον γενέσθαι είναι συντηρητικός έως ακροδεξιός, εθνικιστικός, μισαλλόδοξος. Αρκεί να θυμηθούμε πως, σε πλήρη συμφωνία με τον Αντώνη Σαμαρά που δεν είχε περιλάβει μουσουλμάνους στα ψηφοδέλτια της Πολιτικής Ανοιξης, ο μακαρίτης Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης είχε αποφασίσει η Εκκλησία να επιδοτεί τις πολύτεκνες χριστιανικές οικογένειες της Θράκης για να αντιμετωπίσει την υποτιθέμενη μελλοντική υπεροχή των μουσουλμάνων στην περιοχή. Αν ήταν ιδιωτικός φορέας, ας το έκανε, δεν μπορούμε να εμποδίσουμε τους μισαλλόδοξους να μεταχειρίζονται τα χρήματά τους όπως θέλουν. Αλλά η Εκκλησία είναι δημόσιος φορέας, διαχειρίζεται χρήματα των ελλήνων (και ευρωπαίων) φορολογουμένων, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και οι μουσουλμάνοι της Θράκης.
Είναι γνωστές επίσης οι θέσεις της για την υποχρεωτικότητα του μαθήματος των Θρησκευτικών (που δεν είναι παρά κατήχηση στην ορθόδοξη διδασκαλία), για τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών, για τα βιβλία της Ιστορίας, για την ανέγερση τζαμιού στην Αθήνα, για τις αμβλώσεις, το προγαμιαίο σεξ, την ομοφυλοφιλία. Αντιστέκεται στις ψηφιακές ταυτότητες γιατί μέσα εκεί κρύβεται το φοβερό 666. Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι εξαιρετικά οπισθοδρομική πολιτική δύναμη, εμποδίζει τη χώρα να προοδεύσει οικονομικά, πολιτιστικά, τεχνολογικά. Και όσοι ιεράρχες ή απλοί κληρικοί προσπαθούν να αντισταθούν σε αυτή την κατάσταση (υπάρχουν και τέτοιοι) κηρύσσονται αποσυνάγωγοι και αιρετικοί.
Οι καλοπροαίρετοι προοδευτικοί που συνιστούν στην Ιεραρχία να εγκαταλείψει την πολιτική και να ασχοληθεί με θέματα πίστεως και αγαθοεργίες, ουσιαστικά της προτείνουν να αυτοκαταργηθεί. Και αυτό δεν πρόκειται να το κάνει.