H έννοια της «μεταρρύθμισης» είναι πολύ σημαντική για να επιτρέπεται η κατάχρησή της που υποβαθμίζει την αξία της. Συγκαταλέγεται και αυτή στο πάνθεον του λαϊκισμού, των «επαναστάσεων», «αλλαγών», «νέων εποχών», «διά βίου μάθησης» (δηλαδή διά βίου ταλαιπωρίας), κ.ά. Η προτεινόμενη λοιπόν σήμερα διαρθρωτική και διοικητική αλλαγή δεν στοχεύει στην ουσία της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης αλλά αφορά τα εργαλεία παροχής της.
Ας δούμε τις σημαντικότερες προτάσεις.
Αν κανείς μελετήσει το θέμα προσεκτικά, θα παρατηρήσει ότι αυτό που συχνά κρύβεται κάτω από τα βολικά κριτήρια των αξιολογήσεων είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Περιλαμβάνει πολύ συχνά την ακαδημαϊκή και ιδρυματική παραγωγικότητα, τον έλεγχο του κόστους, την αποτελεσματικότητα, τους ρυθμούς και τους χρόνους αποφοίτησης. Αυτά είναι ασφαλώς σοβαρά στοιχεία. Είναι όμως μόνο υποκατάστατα. Στέκονται ως ένα είδος του Τεϊλορισμού, δηλαδή ως η υποδιαίρεση ενός έργου στα απλούστατα- και συχνά άνευ ουσίας- συστατικά του, πράγμα που ισχύει στις επιχειρήσεις και επιχειρείται τώρα η εφαρμογή του στα ακαδημαϊκά ιδρύματα.
Οι προτάσεις προβλέπουν επίσης διοίκηση των πανεπιστημίων από εξωπανεπιστημιακές «προσωπικότητες» (του ιδίου «κύρους» φαντάζομαι όπως εκείνες που επιλέγονται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις να διοικήσουν τις ΔΕΚΟ, νοσοκομεία κτλ. με τα γνωστά λαμπρά αποτελέσματα!). Βεβαίως η κριτική αυτής της πρότασης εξαρτάται από το πώς ορίζει κανείς το Universitas. Αν δηλαδή το Πανεπιστήμιο είναι ο χώρος όπου η κοινωνία στοχάζεται τον εαυτό της, ο χώρος όπου κανείς προετοιμάζεται να ικανοποιήσει τις ανάγκες της κοινωνίας (ανάγκες σε αντίθεση με τις επιθυμίες που υπαγορεύονται από την ΤV και τις αγορές), τότε η πρόταση είναι άτοπη. Αν βέβαια το «σύγχρονο» πανεπιστήμιο ορισθεί ως κατάστημα που πωλεί γνώσεις από τα ράφια, τότε ασφαλώς οι ικανοί διαχειριστές/διευθυντές, ξενοπρόφερτα managers, θα βοηθήσουν τους ισολογισμούς, εισάγοντας βεβαίως και όλα τα άλλα, στοιχεία της ανταγωνιστικής αγοράς (λαμόγια, μίζες,… αναξιοκρατία κτλ.).
Ελπίζω ότι η συντριπτική πλειοψηφία της ακαδημαϊκής κοινότητας πιστεύει στον πρώτο παραπάνω ρόλο του Πανεπιστημίου και θα αγωνισθεί να αποτρέψει τέτοιες προτάσεις.
Να παρατηρήσουμε επίσης ότι αρκετοί πρυτάνεις στο παρελθόν και τώρα ήταν και είναι λαμπροί managers, οδήγησαν τα πανεπιστήμιά τους σε αναπτυξιακούς δρόμους και είναι σίγουρα πολύ καλύτεροι από πολλούς managers ΔΕΚΟ, νοσοκομείων, ινστιτούτων κτλ. που τοποθετούν οι εκάστοτε κυβερνήσεις με κριτήριο, εν γένει, την κομματική τους υποταγή.
Οταν συμμετέχουν οι επιχειρήσεις σε συμβούλια διοίκησης ΑΕΙ και όταν ακαδημαϊκές έδρες ιδρύονται από χορηγούς είναι αστείο να πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι τα προγράμματα σπουδών θα διαμορφώνονται με ακαδημαϊκά κριτήρια κοινωνικών, περιβαλλοντολογικών και άλλων πανεπιστημιακών θεωρήσεων και όχι με βάση τα επιχειρηματικά συμφέροντα αυτών που πληρώνουν. Και δεν θα διαφωνεί κανείς ότι αυτό αποτελεί επιστημονική οπισθοδρόμηση.
Με την ίδια λογική πολλές προτεινόμενες αλλαγές σε σχέση με τους φοιτητές (δάνεια από τράπεζες, κουπόνι πρόσβασης σε υπηρεσίες, χρηματοδότηση ανά φοιτητή, κ.ά.) προφανώς μας προετοιμάζουν για επιβολή διδάκτρων, ενώ σε συνδυασμό με την οικονομική αυτοτέλεια και την ως άνω αλλαγή στη Διοίκηση προετοιμάζουν τα ΑΕΙ για ιδιωτικοποίηση.
Λίγα λόγια για τον λεγόμενο Διάλογο που η τόσο συχνή επανάληψή του 20 χρόνια τώρα τον έχει και αυτόν ευτελίσει.
Διάλογος, δηλαδή ανταλλαγή απόψεων για να πείσει ο ένας τον άλλο, νοείται μόνο μεταξύ ελεύθερων ανθρώπων. Στον τόπο μας ο διάλογος διεξάγεται πάντοτε μεταξύ κομματικά εξαρτημένων ατόμων.
Ετσι οι προσκείμενοι στην εκάστοτε κυβέρνηση συμφωνούν με τα προτεινόμενα μέτρα, εκείνοι που πρόσκεινται στην εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση διαφωνούν και εκείνοι των κομμάτων της Αριστεράς διαφωνούν πάντα.
Συμπέρασμα: τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, όπως υπαγορεύει η λαϊκή ρήση που περιγράφει άλλωστε γενικότερα την πολιτική επικαιρότητα.
Ο κ. Νίκος Μαρκάτος είναι καθηγητής ΕΜΠ, πρώην πρύτανης του Ιδρύματος.