«Η γυναικεία χειραφέτηση είναι εβραϊκή επινόηση» κατά δήλωση του Χίτλερ, ο οποίος ανήκε στην κατηγορία των ανδρών που φοβούνται τις γυναίκες επειδή εκείνες ενσαρκώνουν, κατ’ αυτούς, την άγρια, ζωώδη σεξουαλικότητα. Από αυτή την άποψη, ακόμη και ο αναρχικός Προυντόν αισθανόταν τον ίδιο κίνδυνο: «Αλίμονο στον άνδρα που αφήνεται να παρασυρθεί από τις γυναίκες, διότι δεν θα είναι πλέον κοινωνικό υποκείμενο». Υπάρχουν δεκατρείς ακόμη λόγοι για τους οποίους οι άνδρες φοβούνται τις γυναίκες, με βάση την ανάλυση του Ζαν Κουρνύ, που υπήρξε πρόεδρος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού ως τον ξαφνικό θάνατό του το 2003.


Οτι οι άνδρες κυριαρχούν πάνω στις γυναίκες επειδή τις φοβούνται και τις φθονούν είναι παλιά υπόθεση. Και πως κάνουν ό,τι μπορούν, με όλα τα μέσα, από τα πιο λογικά ως τα πιο μαγικά, για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ενάντια στους τρομερούς κινδύνους επίσης έχει περιγραφεί. Τι καινούργιο έχει να προσθέσει ο ψυχαναλυτής σε αυτή τη γνώση και αποδοχή που συναντάμε στους αρχαίους Ελληνες, στον Απόστολο Παύλο, στις δυτικές κοινωνίες μας και στα φεμινιστικά κινήματα ως και στην Αγία Οικογένεια των Μαρξ και Ενγκελς; Ο Κουρνύ δεν σκοπεύει να περιοριστεί στην ερμηνεία τού πώς, αλλά να προσεγγίσει το γιατί. Αυτή είναι η συνεισφορά του συγγραφέα, ο οποίος απευθύνεται τόσο στον μέσο αναγνώστη όσο και στους ψυχαναλυτές που καλούνται να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα για τους ασθενείς τους. Αυτό το «γιατί» φαίνεται ότι έχει μια σειρά από «επιφανειακές» εξηγήσεις (φοβούνται τις γυναίκες επειδή κατά τη γνώμη τους είναι «διαβολικές», επειδή δεν θα καταφέρουν να τις ικανοποιήσουν και εκείνες θα τους εκδικηθούν γι’ αυτό, επειδή εκείνες έχουν μυστικά και φυλαχτά, επειδή πιστεύουν ότι και οι ίδιες είναι ένα μυστικό, επειδή φοβούνται ότι δεν θα τους είναι πιστές, επειδή πιστεύουν ότι εκείνες φθονούν το πέος των ανδρών, επειδή δεν είναι απολύτως βέβαιοι για την πατρότητά τους κτλ.), στις οποίες ο συγγραφέας δεν παραλείπει να παρεμβάλλει κάθε φορά ένα «κατά τη γνώμη τους».


Η φαλλική τάξη


Πώς πληρώνουν οι άνδρες την προσπάθειά τους να εξορκίσουν το θηλυκό; Το κεφάλαιο «Ψυχοπαθολογία της ανδρικής σεξουαλικότητας» έχει αυξημένο ενδιαφέρον για τον μη ψυχαναλυτή αναγνώστη. Οι διαταραχές της ανδρικής σεξουαλικότητας, λοιπόν, δεν αποτελούν απόρροιες μόνο μιας απλής φυσιολογικής μηχανικής. Το να πούμε ότι οι ψυχολογικοί παράγοντες έχουν σημασία, πάλι απορρίπτεται ως κοινότοπη αφέλεια. Και το νέο «χάπι», που πράγματι αντιμετωπίζει τα προβλήματα στύσης, δεν είναι βέβαιο ότι θα κάνει τους άνδρες πιο ευτυχισμένους. Η συνήθης «ανδρική» αντίδραση είναι να αποδίδονται τα σεξουαλικά προβλήματα σε κάθε είδους «καλούς» λόγους (ηλικία, κούραση, υπερκόπωση, κακό μάτι κτλ.) σε περίπτωση που παραμένουν συγκαλυμμένα, ή να κατηγορούνται οι γυναίκες εν γένει, η τάδε ή η δείνα γυναίκα ιδιαιτέρως, ως υπεύθυνες για αυτές τις αδυναμίες σε περίπτωση που έχουν γίνει φανερές. «Το λάθος είναι δικό της, επειδή απαιτεί πάρα πολλά ή δεν προκαλεί αρκετά, και επειδή, ακόμη και αν το πράγμα λειτουργεί με τη μία και όχι με κάποια άλλη, αυτό συμβαίνει επειδή, μητέρα ή πουτάνα, όπως έχουν παρατηρήσει ο Μότσαρτ και ο Φρόιντ, cosi fan tutte… Το πιο σκληρό, αν επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε εδώ αυτή τη λέξη, είναι ότι πολύ συχνά οι γυναίκες αποδέχονται αυτή την ευθύνη, παγιδευμένες καθώς είναι στη φαλλική τάξη και εκπαιδευμένες έτσι ώστε να αισθάνονται ένοχες».


Η στύση και η επιθυμία


Τι μπορεί να γίνει σε αυτή την περίπτωση; «Το μπόντι μπίλντινγκ συχνά οδηγεί στην ανικανότητα. Το Viagra, το έχουμε επαναλάβει πολλές φορές, δρα πάνω στη στύση, όχι όμως και στην επιθυμία. (…) Μια σεξουαλικότητα που επιθυμεί, απαιτεί κάτι περισσότερο από την επίδειξη μιας καλοκουρδισμένης «βαλλιστικής μηχανής». Συνεπάγεται ότι ο άλλος μπορεί να είναι το αντικείμενο μιας συναισθηματικά επενδεδυμένης θετικής παράστασης» συμφωνεί και ο Αντρέ Γκριν, σύγχρονος θεωρητικός της κλινικής ψυχανάλυσης που υπογράφει το επίμετρο του βιβλίου. Και προτείνει ανεπιφύλακτα την ερμηνεία του συγγραφέα: «Ο φόβος που αισθάνονται οι άνδρες για τις γυναίκες μήπως προέρχεται, κι αυτός, από μια δυσκολία που έχουν οι άνδρες να «παραστήσουν μέσα τους» το θηλυκό στοιχείο των γυναικών, και πιο ανομολόγητα το θηλυκό στοιχείο που φέρουν μέσα τους και οι ίδιοι;».


Από ‘κεί ξεκινούν και οι ιστορίες που λένε οι άνδρες. Μια φαντασίωση των ανδρών, την οποία ξεχώρισε ο Φρόιντ, είναι ότι η απουσία πέους στις γυναίκες είναι αποτέλεσμα ευνουχισμού. «Αυτή η φαντασίωση έχει προετοιμαστεί από την απειλή του ακρωτηριασμού που απευθύνεται σε όλα τα μικρά αγόρια, και συνοδεύεται από την ανακάλυψη του φύλου των αδελφών και των μητέρων τους. Ετσι, οι γυναίκες τούς ξυπνούν έναν φόβο ευνουχισμού και σε κάθε περίπτωση επιβιώνει ένα μυστηριώδες υπόβαθρο, ένα ερώτημα: Τι θέλουν οι γυναίκες; Στον αντίποδα αυτού του φόβου απέναντι στο «ευνουχισμένο θηλυκό» παίρνουν αξία οι ανδρικές ιδιότητες, κυρίως ενεργητικές, ενδεχομένως σαδιστικές, κατ’ εξοχήν φαλλικές. Ιδιότητες δοξασμένες, αλλά πάντα απειλούμενες».


Είναι πράγματι το θηλυκό επικίνδυνο, ακόρεστο, θανάσιμο, μαζοχιστικό, φθονερό, κτητικό, ευνουχιστικό, ασφυκτικό; Ή μήπως το θηλυκό προκαλεί φόβο στους άνδρες επειδή οι γυναίκες δεν λένε τίποτε γι’ αυτό; Πράγματι, εκείνες δεν μπερδεύονται. Για αυτές «θηλυκό» δεν σημαίνει ούτε «ευνουχισμένο» ούτε «παθητικό» ούτε «μαζοχιστικό», ή μάλλον με όλα αυτά κάνουν τη δουλειά τους. Οσο για την απόλαυση, δεν λένε τίποτε σχετικά διότι δεν υπάρχει τίποτε να πουν γι’ αυτό. Τους αρκεί να το ζουν. Και η μητρότητα, αποκλειστικά δικό τους προνόμιο, δεν περιγράφεται.


Η τροφός του σπόρου


Αυτό επίσης φέρνει τους άνδρες σε κάποια αμηχανία, όπως φαίνεται από το πρόσφατο σχετικά φαινόμενο του ματσισμού (machisme). Ο μάτσο σέβεται τη μητέρα του και τις μητέρες όλου του κόσμου, αλλά η ιδεολογία της γέννησης στον ματσισμό θέλει τον άνδρα να είναι αυτός που γεννά και τη μητέρα να συλλαμβάνει, να φέρει, να τίκτει, να θηλάζει, να τρέφει, να ανατρέφει και… τίποτε παραπάνω – μια φαλλοκρατική θεώρηση που απαντά ευρύτατα στους αρχαίους έλληνες τραγικούς. Στις Ευμενίδες του Αισχύλου ο Απόλλωνας λέει ενώπιον του Αρείου Πάγου προς υπεράσπιση του Ορέστη: «Δεν είναι η μητέρα εκείνη που γεννά αυτό που ονομάζουμε παιδί της. Δεν είναι παρά η τροφός του σπόρου που σε εκείνη σπάρθηκε». Και ο Ευριπίδης στον Ορέστη βάζει τον τελευταίο να λέει: «Δίχως τον πατέρα, ποτέ το παιδί δεν θα έβγαινε από το μηδέν».


Ισως δεν έχει νόημα τελικά αυτή η αναμέτρηση. Το συμπέρασμα που προκύπτει από το βιβλίο είναι ότι οι άνδρες φοβούνται τις γυναίκες επειδή δεν ξέρουν στ’ αλήθεια γιατί ακριβώς τις φοβούνται. Και αυτό τους συνέβη από την ώρα που ο Θεός δημιούργησε τη διαφορά – μόνο ο Θεός ξέρει γιατί: «Λοιπόν, το καλύτερο ήταν να δεχτούν αυτή τη μικρή διαφορά και να ζήσουν μ’ αυτήν… Τότε ο Αδάμ είπε στην Εύα να ασχοληθεί με το νοικοκυριό· στο μεταξύ, εκείνος θα σκεφτόταν και θα την προστάτευε. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, ο Αδάμ δεν ήταν ήσυχος· δεν είχε εμπιστοσύνη».


Ο Κουρνύ μάλλον σχεδίαζε να γράψει άλλο ένα βιβλίο «Γιατί οι γυναίκες φοβούνται τους άνδρες», αλλά δεν πρόλαβε.