Οι περισσότεροι αν όχι όλοι από τους κορυφαίους εν ενεργεία κολυμβητές έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους για διάκριση στον Θεό και στον… μπαμπά. Ειδικά χωρίς τον δεύτερο η επιβίωσή τους θα ήταν αδύνατη, αφού είναι αυτός που σηκώνει το οικονομικό βάρος της προετοιμασίας του γιου ή της κόρης που είχαν την τύχη ή την ατυχία να γίνουν πρωταθλητές στην κολύμβηση. Πέντε ως έξι ώρες προπόνηση καθημερινά (δύο το πρωί, δύο το απόγευμα και μία ως δύο ώρες γυμναστήριο) είναι απαραίτητες για κάθε κολυμβητή που θέτει υψηλούς στόχους. Οι σκέψεις ακόμη και για μια βοηθητική εργασία είναι απαγορευτικές και αν παράλληλα υπάρχουν σπουδές τότε περισσεύει χρόνος μόνο για τον βραδινό ύπνο. «Είμαστε επαγγελματίες στη νοοτροπία αφού κάνουμε καθημερινά πέντε ως έξι ώρες προπόνηση και ερασιτέχνες στην επιβίωση» λέει ο Δημήτρης Μαγγανάς, ενώ ο Διονύσης Παπαδάκης τονίζει: «Ασχολούμαι με την κολύμβηση επειδή με συντηρεί ο πατέρας μου. Σπόνσορες δεν υπάρχουν και χρειάζομαι χρήματα για βιταμίνες, οδοιπορικά κτλ.». Οι μηνιαίες αποδοχές ενός πρωταθλητή κολύμβησης κυμαίνονται γύρω στις 100.000 δραχμές και αφορούν κυρίως τα οδοιπορικά του. Οι ιατρικές εξετάσεις, οι βιταμίνες και γενικά η επιστημονική παρακολούθηση είναι είδος πολυτελείας και καλύπτονται σχεδόν αποκλειστικά από τους ίδιους τους κολυμβητές και το στενό περιβάλλον τους. «Μόνο την εφετεινή σεζόν οι ιατρικές εξετάσεις και οι βιταμίνες κόστισαν 700.000 δραχμές, εκτός από τις αμοιβές των γιατρών» προσθέτει ο Μαγγανάς ο οποίος θεωρείται από τους προνομιούχους στο άθλημα αφού κατά τη μεταγραφή του στην ομάδα του Πειραιά εισέπραξε 1,5 εκατ. δρχ. για κάθε χρόνο και δώρο ένα αυτοκίνητο. «Δεν υπάρχουν κίνητρα για να ασχοληθούν τα νέα παιδιά με την κολύμβηση, αλλά και για να μείνουν στον χώρο τα νέα ταλέντα. Δεν μας προσέχει κανείς. Η πολιτεία έχει ξεχάσει την κολύμβηση και δεν την αντιμετωπίζει το ίδιο όπως για παράδειγμα τον στίβο. Εγώ πήρα την έκτη θέση στο παγκόσμιο πρωτάθλημα και εισέπραξα 2,2 εκατ. δραχμές πριμ, ενώ στον στίβο τα μεγέθη είναι διαφορετικά. Βέβαια δεν είναι μόνο το οικονομικό αλλά και η ηθική στήριξη που πρέπει να έχει κάθε αθλητής, η οποία δυστυχώς δεν υπάρχει». Η έννοια του χορηγού και του σπόνσορα είναι άγνωστη στην ελληνική κολύμβηση. Η έλλειψη στοιχειώδους οργάνωσης εκ μέρους της ομοσπονδίας, των σωματείων, αλλά και εκ μέρους των αθλητών, σε συνδυασμό με τις μέτριες αγωνιστικές επιδόσεις που μοιραία περιορίζουν την προβολή, διατηρούν το άθλημα ναρκοθετημένο, ακόμη και τις εταιρείες που τα προϊόντα τους έχουν άμεση σχέση με την κολύμβηση, τη θάλασσα κτλ. «Το κολύμπι δεν έχει απήχηση στο πλατύ κοινό και οι χορηγοί ενδιαφέρονται για τα ομαδικά αθλήματα. Θα μπορούσε η ΕΚΟΦ να έχει κάνει περισσότερα τουλάχιστον προς αυτό τον τομέα. Γενικά η ΕΚΟΦ προσπαθεί αλλά δεν πετυχαίνει και πολλά πράγματα. Αν έστω μερικοί κολυμβητές είχαν την υποστήριξη χορηγών, η ελληνική κολύμβηση θα είχε φέρει μεγαλύτερες επιτυχίες» λέει η Μαριάννα Λυμπερτά που όπως και οι περισσότεροι συναθλητές της καλύπτει μόνη της τα έξοδα συντήρησης. Το μοναδικό εισόδημα της 20χρονης κολυμβήτριας της Γλυφάδας είναι 100.000 δραχμές μηνιαίως από το σωματείο της. «Από τότε που πήγα στη Γλυφάδα τα πράγματα είναι καλά. Οσο ήμουν στα κλιμάκια η κατάσταση ήταν δύσκολη. Κάποιοι μας έταζαν πράγματα που δεν μπορούσαν να υλοποιήσουν και επιπλέον δεν υπήρχε η κατάλληλη προσοχή και διατροφή ούτε και η τακτική που θα έπρεπε». Παρ’ όλα αυτά η Λυμπερτά είναι αρκετά αισιόδοξη, τουλάχιστον για το δικό της μέλλον: «Για εφέτος έχω στόχο την οκτάδα στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Το όνειρο κάθε αθλητή έτσι και εμένα είναι να πάρω ολυμπιακό μετάλλιο. Ξέρω ότι είναι δύσκολο αλλά οι στόχοι σε κάθε αθλητή πρέπει να υπάρχουν».





Πρωταθλητής και σπουδαστής τις περισσότερες φορές είναι δύο ρόλοι ασυμβίβαστοι. Εκατοντάδες ταλέντα χάθηκαν αφού δεν είχαν τη δυνατότητα να τα συνδυάσουν και τα δύο. Ακόμη και για τους κολυμβητές των κλιμακίων το αθλητικό σχολείο ή κάποια διευκόλυνση σε μετακινήσεις (άδειες κτλ.) είναι είδος πολυτελείας. «Με το σχολείο είχα μεγάλα προβλήματα. Πολύ δύσκολα μπορείς να προλάβεις και τα δύο, κυρίως διότι δεν υπάρχει προγραμματισμός. Πήγα στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα και λίγο έλειψε να χάσω τη χρονιά» λέει ο Γιώργος Πώποτας ενώ ο πρόεδρος της ΕΚΟΦ κ. Δημήτρης Διαθεσόπουλος παραδέχεται ότι οι προσπάθειες που έχουν γίνει ώστε τουλάχιστον τα παιδιά που είναι στα κλιμάκια να έχουν διευκολύνσεις στα σχολεία τους δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα.


Η υποβάθμιση των διοργανώσεων και ειδικά του πανελλήνιου πρωταθλήματος έχει αποτέλεσμα να μην υπάρχει συναγωνισμός και ενδιαφέρον από τους φίλους της κολύμβησης.


Αλλωστε, τα σωματεία που κάνουν οργανωμένα και συστηματικά πρωταθλητισμό είναι ελάχιστα.


Ακόμη και παλαιοί κολυμβητές ή κολυμβήτριες δεν έχουν κίνητρο να παρακολουθήσουν αγώνες του πανελλήνιου πρωταθλήματος.


* «Γεμίσαμε άσχετους»



«Οχι, ποτέ δεν θα παρακολουθήσω αγώνες πανελλήνιου πρωταθλήματος, διότι το επίπεδο είναι πολύ χαμηλό. Ακόμη και εγώ όταν αγωνιζόμουν υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον για τις πρωτιές των σωματείων» λέει η Ελλη Ρουσσάκη που ακόμη θυμάται με πικρία τον αποκλεισμό της από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ το 1988: «Ενώ είχα τον χρόνο ακόμη και για τελικό δεν με έστειλαν στη Σεούλ. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που σιχάθηκα τον χώρο. Δυστυχώς, έχουν παρεισφρήσει πολλοί άσχετοι και αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην ελληνική κολύμβηση. Πάντως, ευθύνες έχουν και οι κολυμβητές, αφού τα περιμένουν όλα στο πιάτο χωρίς να κουραστούν».


* «Εχθροί του καθεστώτος»


«Είναι λίγοι οι γνώστες της κολύμβησης αλλά αυτοί δεν έχουν υπογραφές».


Η διαπίστωση του Δημήτρη Μαγγανά ανοίγει ένα ακόμη μεγάλο κεφάλαιο που σηκώνει συζήτηση και προκαλεί αντιπαραθέσεις κυρίως στον χώρο των παραγόντων και των προπονητών εντός και εκτός της ομοσπονδίας.


«Εγώ και δεκάδες άλλοι που μπορούν να προσφέρουν είμαστε τα μαύρα πρόβατα. Επειδή αρθρώνουμε λόγο θεωρούμαστε εχθροί του καθεστώτος της ΕΚΟΦ και της κολύμβησης» λέει ο πρώην προπονητής του Ολυμπιακού κ. Δημήτρης Καρύδης. Και προσθέτει: «Εδώ και 15 χρόνια ο χώρος καταδυναστεύεται από 10 ανθρώπους που δεν ελέγχουν ούτε έναν αθλητή. Το μόνο που κάνουν είναι ανούσιες διοργανώσεις που δεν τις παρακολουθεί κανείς, αλλά δικαιολογούν έξοδα. Σκεφθείτε ότι ανέλαβαν να διοργανώσουν το παγκόσμιο πρωτάθλημα 25άρας πισίνας που είναι μια ανυπόστατη διοργάνωση και ξόδεψαν εκατοντάδες εκατομμύρια, τη στιγμή όπου τα σωματεία φυτοζωούν».


* «Δεν μας ακούνε»


Σε ένα από τα λίγα θέματα όπου υπάρχει σύγκλιση απόψεων από όλους τους φορείς είναι ότι άμεσα πρέπει να γίνει ενιαίος σχεδιασμός για την ανάπτυξη της κολύμβησης. Ιδέες και προτάσεις υπάρχουν στα χαρτιά και στα λόγια και το πρόβλημα είναι ποιος θα αναλάβει να τις υλοποιήσει. «Χρειάζεται καλή οργάνωση, πλατιά διάρθρωση και συντονισμός όλων των δυνάμεων του χώρου για να αξιοποιηθούν τα ταλέντα από τις μικρές ηλικίες» λέει ο ομοσπονδιακός προπονητής κ. Χριστόδουλος Χούμας, ενώ ο πρόεδρος του συνδέσμου προπονητών κ. Αντώνης Μουδάτσιος προσθέτει: «Εχουμε προτάσεις για όλα τα προβλήματα, αλλά δεν μας ακούει κανείς».


Δ. ΔΙΑΘΕΣΟΠΟΥΛΟΣ «Παίρνουμε ψίχουλα, πάμε για αφανισμό»



Τη μεγαλύτερη ευθύνη για την ανάπτυξη του αθλήματος την έχει φυσικά η κολυμβητική ομοσπονδία (ΕΚΟΦ). Ακόμη και ο πρόεδρος της ΕΚΟΦ κ. Δημήτρης Διαθεσόπουλος παραδέχεται ότι η κολύμβηση είναι υποβαθμισμένη και ρίχνει την ευθύνη στην πολιτική που ακολουθεί η αθλητική ηγεσία με την κατανομή των επιχορηγήσεων στις ομοσπονδίες. «Το 80% του προβλήματος ξεκινάει από την έλλειψη χρημάτων. Η ΕΚΟΦ έχει στη δύναμή της τέσσερα ολυμπιακά αθλήματα (πόλο, κολύμβηση, τεχνική κολύμβηση, καταδύσεις) και έχει ετήσια επιχορήγηση 1,2 δισ. δρχ., δηλαδή όσα εισπράττουν άλλες ομοσπονδίες για ένα ολυμπιακό άθλημα. Στην κολύμβηση αναλογούν 300 εκατ. δρχ., δηλαδή ψίχουλα για ένα άθλημα που έχει στη δύναμή του 80.000 κολυμβητές από 250 σωματεία. Αν λάβουμε υπόψη ότι η επιχορήγηση δεν έρχεται ποτέ στην ώρα της, το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο».


Ο κ. Διαθεσόπουλος υποστηρίζει ότι με τα 300 εκατ. δρχ. δεν μπορεί να γίνει ανάπτυξη στην κολύμβηση και προβλέπει ότι αν συνεχιστεί η ίδια κατάσταση το άθλημα θα αφανιστεί: «Χρωστάμε οδοιπορικά από το 1998, δεν έχουμε χρήματα να κάνουμε αγώνες και μίτινγκ. Αν δεν έχεις να ζήσεις, πώς είναι δυνατόν να κάνεις ανάπτυξη; Αρα οδεύεις προς τον αφανισμό».


Εκτός από το οικονομικό, ο πρόεδρος της ΕΚΟΦ απαριθμεί και άλλα σημαντικά προβλήματα, όπως την έλλειψη κολυμβητηρίων και το μέτριο επίπεδο κατάρτισης των ελλήνων προπονητών: «Ελάχιστα κολυμβητήρια λειτουργούν σωστά. Τα περισσότερα μοιάζουν με αχούρια, δεν έχουν χρονόμετρα, διαδρόμους, τεχνική υποδομή, ιατρείο, γυμναστήριο και ζεσταίνονται με το νερό του ηλίου. Παράλληλα μία από τις αιτίες που χάνονται τα διάφορα «κανονάκια» που βγαίνουν στις μικρές ηλικίες είναι ότι δεν υπάρχουν προπονητές υψηλών προδιαγραφών».


Οσον αφορά τις ευθύνες που κατά τη γνώμη του αναλογούν στην ομοσπονδία και στον ίδιο, ο κ. Διαθεσόπουλος απαντά: «Πιθανόν και εμείς ως ομοσπονδία να έχουμε κάποιες ευθύνες ως προς την οργάνωση, ωστόσο, αν είχαμε ίση μεταχείριση με άλλα αθλήματα και αν είχαμε έναν προϋπολογισμό 1 δισ. δρχ. μόνο για την κολύμβηση, θα είχαμε βρει σίγουρα τις λύσεις».


ΑΚΟΣ ΤΟΤ «Φέρτε τα παιδιά στις πισίνες»


Ο ούγγρος ομοσπονδιακός προπονητής κ. Ακος Τοτ, ο οποίος έχει την υψηλή επίβλεψη της προετοιμασίας των εθνικών ομάδων, καλεί τα νέα παιδιά να ασχοληθούν με την κολύμβηση παρά τα προβλήματα που υπάρχουν στον χώρο: «Η κολύμβηση είναι ένα καθαρό σπορ και ταιριάζει στον Ελληνα. Τα παιδιά αρχίζουν να κολυμπούν από τα πέντε χρόνια τους, μαθαίνουν να δουλεύουν τα πόδια, τα χέρια και την αναπνοή τους. Αν έχουν τα κατάλληλα σωματικά και ψυχικά προσόντα, τότε προχωρούν για υψηλούς στόχους. Πρέπει να τους δώσουμε κολυμβητική παιδεία και μετά θα βγουν οι πρωταθλητές. Μετά τον στίβο είναι η κολύμβηση, και ελπίζω κάποτε να πάρουμε τη θέση που μας αξίζει». ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΟΥΔΑΤΣΙΟΣ «Αν δεν μπορούν, να παραιτηθούν»





«Δεν θα δούμε ολυμπιονίκες το 2004»
. Τα λόγια του προέδρου του Συνδέσμου ελλήνων προπονητών κολύμβησης, υδατοσφαίρισης και καταδύσεων (που απαριθμεί 515 μέλη) κ. Αντώνη Μουδάτσιου είναι αποθαρρυντικά: «Πώς να δούμε ολυμπιονίκες όταν δεν λειτουργεί τίποτε; Το διάστημα ως το 2004 είναι μικρό αλλά προλαβαίνουμε, αρκεί η ΕΚΟΦ να αλλάξει τακτική και νοοτροπία».


Στο ίδιο μήκος κύματος εκπέμπει και ο συνάδελφός του, ομοσπονδιακός τεχνικός κ. Νίκος Μόρφης: «Το οικοδόμημα της ελληνικής κολύμβησης είναι τριτοκοσμικό. Κάθε 10 χρόνια βγάζουμε κάποιους αθλητές που διακρίνονται μόνο σε τελικούς ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων. Μετά τον Παπανικολάου στο ευρωπαϊκό νέων δεν είχαμε τίποτε, πώς θα έχουμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες;».


Ο κ. Μουδάτσιος, όπως και οι περισσότεροι συνάδελφοί του, διαφωνούν ριζικά με τους ισχυρισμούς του κ. Διαθεσόπουλου ότι δεν υπάρχουν χρήματα και καλοί έλληνες προπονητές: «Η ΕΚΟΦ αντιμετωπίζει τους προπονητές σαν άτομα με ειδικές ανάγκες και μονίμως τους αγνοεί και τους υποτιμά. Πρέπει να καταλάβει ο κ. Διαθεσόπουλος ότι τους αθλητές τούς βγάζουν οι προπονητές. Σύμφωνα με δηλώσεις κορυφαίων ονομάτων της παγκόσμιας κολύμβησης, όπως οι Κάσελμαν και Κις που έλαβαν μέρος σε σεμινάρια, οι έλληνες προπονητές δεν υστερούν σε τίποτε από συναδέλφους που προέρχονται από προηγμένες κολυμβητικά χώρες. Το πρόβλημα στην ελληνική κολύμβηση δεν είναι μόνο οικονομικό, όπως θέλει να το παρουσιάζει ο κ. Διαθεσόπουλος. Δεν λειτουργεί τίποτε στα κλιμάκια, δεν υπάρχει οργάνωση και προγραμματισμός, ούτε συνεργασία των σωματειακών προπονητών με τους συναδέλφους της ΕΚΟΦ, οι παράγοντες κοιτάζουν τις καρέκλες τους, τα σωματεία βουλιάζουν, οι αθλητές απογοητεύονται και τα πρωταθλήματα μοιάζουν με πανηγύρια που τα παρακολουθούν μόνο οι γονείς των κολυμβητών».


Μόνο ένας σεισμός θα σώσει την κολύμβηση σύμφωνα με τον κ. Μουδάτσιο: «Το πού θα βρει τα λεφτά η ΕΚΟΦ είναι πρόβλημά της. Ο κ. Διαθεσόπουλος για αυτό τον σκοπό εκλέχθηκε, άρα έχει το μαχαίρι και το πεπόνι, και αν δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα ας φύγει. Σίγουρα πρέπει να αλλάξει κάτι σύντομα, να γίνει σεισμός ή να αλλάξουν ιδέες κάποιοι άνθρωποι».


Ο χώρος των προπονητών αντιμετωπίζει και αυτός προβλήματα επιβίωσης: «Οι συνθήκες εργασίας είναι απαίσιες ως τραγικές. Τα περισσότερα κολυμβητήρια είναι ανοιχτά και ειδικά τον χειμώνα οι συνάδελφοι είναι εκτεθειμένοι στις καιρικές συνθήκες». Οσο για τις αμοιβές των προπονητών κολύμβησης, αυτές ξεκινούν από 50.000 δρχ. τον μήνα και φθάνουν τις 800.000 δρχ., αλλά υψηλόμισθοι είναι ελάχιστοι.


ΕΛΛΗ ΡΟΥΣΣΑΚΗ «Μετάλλια μόνο με… ντόπινγκ»!


Αντίθετη εκ πεποιθήσεως με τις «εκρήξεις» και τις «εκπλήξεις» που σημειώνονται κατά καιρούς είναι η κυρία Ελλη Ρουσσάκη, η οποία επισημαίνει με κάποια δόση ειρωνείας ότι τα «βοηθήματα» είναι ο μόνος τρόπος για να έχουμε κάποιον κολυμβητή στο βάθρο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004: «Δεν προλαβαίνεις σε πέντε χρόνια να βγάλεις παγκόσμιους πρωταθλητές και ολυμπιονίκες στην κολύμβηση. Αλλωστε για να διεκδικήσεις μετάλλιο στους Ολυμπιακούς θα πρέπει να είσαι μέσα στα μετάλλια σε όλες τις διεθνείς διοργανώσεις που θα γίνουν ως τότε. Βέβαια, με ντόπινγκ και άλλους τρόπους, ανορθόδοξους, σίγουρα μπορείς να φέρεις διακρίσεις, όπως έγινε και σε άλλα αθλήματα. Προσωπικά είμαι κατά των ξαφνικών και αναπάντεχων επιτυχιών και θα προτιμούσα να μπουν οι βάσεις για σταδιακή ανάπτυξη της κολύμβησης».