ΓΚΕΟΡΓΚ ΛΟΥΚΑΤΣ Ο Θ. Γεωργίου αναλύει ορισμένες από τις σημαντικότερες παρακαταθήκες του ούγγρου στοχαστή, με αφορμή τη συμπλήρωση 25 χρόνων από τον θάνατό του



Φέτος συμπληρώνονται 25 χρόνια από τον θάνατο του Γκέοργκ Λούκατς (1885-1971), ο οποίος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές του 20ού αιώνα. Το έργο του αποτελεί για όλους μας μια ανεξαργύρωτη πνευματική παρακαταθήκη, επειδή διαφυλάσσει τον πόνο, την αγωνία και την ελπίδα ολόκληρου του 20ού αιώνα. Πράγματι ο Λούκατς έχει χαρακτηρισθεί μαρξιστής φιλόσοφος, σήμερα όμως η διεθνής φιλοσοφική κοινότητα διαθέτει την ικανότητα να ανασυγκροτήσει τη σκέψη του έξω και πέρα από ιδεολογικές προκαταλήψεις ή θεωρητικές προκατανοήσεις.


Εχει επικρατήσει να μιλάμε για μια πρώιμη ανορθολογική περίοδο στην ανάπτυξη της σκέψης του Λούκατς, η οποία διαρκεί ως την έκδοση του σημαντικού έργου του «Ιστορία και ταξική συνείδηση. Μελέτες για τη μαρξιστική διαλεκτική» (1923). Κατά την περίοδο αυτή δημοσιεύονται τα βιβλία του: «Η ψυχή και οι μορφές» (1910-11) και «Θεωρία του μυθιστορήματος» (1916-20), στα οποία αναλύει την τέχνη και μέσω της τέχνης τη μοντέρνα αστική κοινωνία με τους όρους της εγελιανής φιλοσοφίας της ιστορίας. Το βασικό ερώτημα στο οποίο απαντούν οι έρευνές του μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Υπάρχουν μορφές του πνεύματος οι οποίες θα μπορούσαν να εκφράσουν την υπερβατική συμφιλίωση των κοινωνικών αντιθέσεων και των ιστορικών συγκρούσεων;


Το ερώτημα αυτό δεν είναι μόνο θεωρητικό ή φιλοσοφικό, αλλά αντιθέτως απηχεί μια στάση ζωής που χαρακτηρίζει τους πνευματικούς κύκλους της Ευρώπης κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Η στάση αυτή χαρακτηρίζεται ως «ψυχική διάθεση μόνιμης απογοήτευσης για την κατάσταση του κόσμου». Ο Λούκατς υπό την επήρεια της ανορθολογικής φιλοσοφίας της ζωής (Dilthey, Bergson) υποστηρίζει ότι η δυνατότητα της εμπειρικής ζωής να ανασυγκροτηθεί στο επίπεδο της πνευματικής μορφής αποτελεί τη συνθήκη της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Μπροστά στο χάος της εμπειρικής ζωής ο άνθρωπος υψώνει την τάξη του πνεύματος και της καλλιτεχνικής συμφιλίωσης. Η ψυχή ως μεταφυσική κατηγορία είναι το θεμέλιο για την κατασκευή της υποκειμενικότητας. Ο κατακερματισμένος αστικός κόσμος της καπιταλιστικής κοινωνίας μορφοποιείται ως λογοτεχνική και φιλοσοφική δυνατότητα.


Ο Λούκατς επισημαίνει ότι «η επιστήμη μάς παρουσιάζει γεγονότα και τις συνάφειές τους ενώ η τέχνη ψυχές και πεπρωμένα». Η μοντέρνα αστική κοινωνία αναζητεί τους δρόμους της συμφιλίωσης. Ο εμπειρικός κατακερματισμός της είναι δυσβάσταχτος για τους ανθρώπους. Στο βιβλίο του «Θεωρία του μυθιστορήματος» ο Λούκατς θα επιχειρήσει να θεμελιώσει από φιλοσοφικής απόψεως το μυθιστόρημα ως το «έπος της αστικής τάξης». Θα υποστηρίξει δηλαδή τη θέση ότι η διχασμένη, κατακερματισμένη και ασυμφιλίωτη κοινωνική πραγματικότητα της μοντέρνας αστικής κοινωνίας βρίσκει στο λογοτεχνικό είδος του μυθιστορήματος τη μορφή εκείνη του πνεύματος που είναι η κατάλληλη για να αφηγηθεί η ίδια η αστική κοινωνία την ιστορική της τύχη. Ο Μπαλζάκ, ο Φλομπέρ, ο Τολστόι, ο Ντοστογέφσκι δεν είναι παρά οι αφηγητές μιας κοινωνίας που δεν αντέχει να σηκώνει το βάρος της αγωνίας και της ελπίδας του ανθρώπου για έναν καλύτερο κόσμο.


Πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι χαρακτηρίζουν το βιβλίο του «Ιστορία και ταξική συνείδηση» σταθμό στην εξέλιξη της σκέψης του ίδιου του Λούκατς, αλλά και ορόσημο στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού πνεύματος. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονισθεί ότι η σημασία του βιβλίου έγκειται όχι τόσο στη μαρξιστική στροφή του Λούκατς όσο στη θεωρητική επαναδιατύπωση της ίδιας επικοινωνιακής αγωνίας που χαρακτηρίζει και τα προηγούμενα έργα του. Το πρόβλημα της συμφιλιωτικής μορφής του πνεύματος επαναδιατυπώνεται με τους όρους μιας κριτικής κοινωνικής θεωρίας. Το ερώτημα περί της δυνατότητας να συμφιλιωθούν οι κοινωνικές αντιθέσεις διατυπώνεται ως πολιτικό πρόβλημα της οργάνωσης της κοινωνίας στην προοπτική του σοσιαλισμού.


Ο Λούκατς υπήρξε μέλος του ουγγρικού κομμουνιστικού κόμματος και διετέλεσε μέλος της επαναστατικής κυβέρνησης του Μπέλα Κουν. Η πολιτική του δράση είναι στρατευμένη στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Στη δίνη των σκληρών αγώνων για την επικράτηση των σοσιαλιστικών ιδεών βρίσκεται στην πρωτοπορία. Το θεωρητικό έργο του και η πολιτική του δράση είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: να επιτευχθεί η θετική διαμεσολάβηση ανάμεσα στη χαοτική εμπειρία των επιμέρους αντιθετικών στοιχείων της κοινωνικής πραγματικότητας και την απόλυτη έκφραση του γενικού. Στον αγώνα του για την επικράτηση του σοσιαλιστικού ιδεώδους θα συντριβεί ενώ ταυτόχρονα θα καταρρεύσει η πίστη του στον μαρξισμό ως «μεγάλης αφήγησης» της απελευθέρωσης του ανθρώπου.


Ο Λούκατς θα ζήσει με τον πιο επώδυνο τρόπο την αποτυχία της επανάστασης. Στον αυτοβιογραφικό πρόλογο του 1967 του βιβλίου του «Ιστορία και ταξική συνείδηση» θα αναγνωρίσει ότι η πολιτική υποκειμενικότητα δεν είναι η λυδία λίθος για τα δεινά του καπιταλιστικού κόσμου. Τα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι τα πέτρινα χρόνια της κομμουνιστικής βαρβαρότητας του σοβιετικού μαρξισμού, τα οποία δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για την αναγέννηση της επαναστατικής ιδέας.


Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθεί κανείς στις μελέτες αισθητικής του Λούκατς, οι οποίες καθοδηγούνται από το ίδιο επιστημονικό και πολιτικό διαφέρον από το οποίο ξεκινούν και οι φιλοσοφικές του έρευνες: πρόκειται για το πάθος του να βρει τη μορφή συμφιλίωσης του καπιταλιστικού κόσμου.


Ο σκοπός της τέχνης, κατά τον Λούκατς, έγκειται στην ανεύρεση μιας εικόνας της πραγματικότητας στην οποία έχουν ξεπερασθεί οι αντιθέσεις μεταξύ της ουσίας και του φαινομένου, της αμεσότητας και της έννοιας, της τυχαιότητας και του νόμου. Η τέχνη δεν είναι παρά «η μνήμη της ανθρωπότητας». Η ιστορία της μοντέρνας αστικής κοινωνίας του αιώνα μας δεν είναι παρά η αναζήτηση σε όλα τα επίπεδα (του πολιτικού πράττειν, της θεωρητικής σκέψης, των λογοτεχνικών μορφών) της μορφής η οποία θα ξεπερνά τις αντιθέσεις της εμπειρικής ζωής και η οποία θα αποτελεί την κανονιστική αρχή οργάνωσης του ανθρώπινου πράττειν.


Σήμερα, 25 χρόνια μετά τον θάνατο του Λούκατς, η διεθνής φιλοσοφική κοινότητα μπορεί να εκτιμήσει τη θεωρητική συνεισφορά του και την πολιτική συμβολή του στην επαναστατική ιδέα με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν που ως σήμερα έχει επικρατήσει. Ο μαρξιστής φιλόσοφος Λούκατς των δεκαετιών του ’60 και του ’70 αναγνωρίζεται σήμερα ως ο κατ’ εξοχήν υπερασπιστής ενός μορφοποιητικού δυναμικού που διαθέτει η ίδια η αστική κοινωνία. Πέρα από τις ψευδεπίγραφες επιστημολογικές διακρίσεις ανάμεσα στον πρώιμο ιδεαλιστή και τον μεταγενέστερο μαρξιστή Λούκατς, επιβάλλεται να αναγνωρισθεί η φιλοσοφική του ανακάλυψη: η εσωτερική κοινωνική δυναμική του εμπειρικού κόσμου να μορφοποιείται σε πνευματικό ή πολιτικό επίπεδο κατά τρόπο ο οποίος να επιτρέπει ad hoc ρυθμίσεις τέτοιες που υπερβαίνουν τις αντιπαραθέσεις και τις συγκρούσεις στα επιμέρους κοινωνικά υποσυστήματα (πολιτικό, οικονομικό, αισθητικό κ.ά.).


Το κοινωνικό αυτό δυναμικό στις συνθήκες της όψιμης νεωτερικότητας δεν μορφοποιείται υπό την σκιά μιας παντοδύναμης πολιτικής υποκειμενικότητας, αλλά στα πλαίσια των συνεργατικών και ανταλλακτικών διαδικασιών συνεννόησης και επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Σήμερα, στις συνθήκες της όψιμης νεωτερικότητας, επιβάλλεται να αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη φιλοσοφική παρακαταθήκη του Λούκατς, ο οποίος ως άλλος Οδυσσέας ταξίδεψε στη θάλασσα του πνεύματος και της πολιτικής για να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε: στην «ατμόσφαιρα της μόνιμης απελπισίας για την παγκόσμια κατάσταση».