Η ηρωική πλευρά είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες της Ελληνικής Ιστορίας. Πολλοί την έχουν επισημάνει, λίγοι την έχουν μελετήσει σε βάθος, ελάχιστοι λένε τι γίνεται. Πράγματι, τι συμβαίνει; Μήπως η Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Ελληνισμού έχει και άλλη διάσταση ­ πέρα από αυτήν που συμβατικώς της αποδίδεται;


Μάλλον ναι. Κατά μία άποψη, η μικρή μας χώρα ήταν πάντοτε σαν καρύδι πιασμένο σε μέγγενη: πότε κινδυνεύει από τα ανατολικά και πότε από τα δυτικά. Αυτό μπορεί να το συνειδητοποίησε από τους πρώτους ο Λεωνίδας, καθώς περίμενε εκεί, στις Θερμοπύλες, την κάθαρσιν των δικών του παθημάτων, τρέφοντας ενδομύχως την ελπίδα ότι θα πολεμούσε υπό σκιάν και όχι κάτω από τον καυτερό ήλιο της Νότιας Ελλάδας. Οπως και να είναι πάντως, το 1261 οι Φράγκοι έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη και ο Ελληνισμός έθρεψε ελπίδες πλήρους εθνικής αποκατάστασης. Τα γεγονότα κατέδειξαν τη ματαιότητα των οραματισμών: το 1453 η Βασιλεύουσα έγινε οθωμανική. Στη συνέχεια το Ισλάμ απλώθηκε και έφτασε στα κράσπεδα της Βιέννης. Η σωτηρία της πρωτεύουσας των Αψβούργων σήμανε και δραστική αλλαγή του σκηνικού της ευρωπαϊκής πολιτικής. Μήπως ήταν δυνατόν η Τουρκία να αποτελέσει μέρος της Ευρώπης; Η απάντηση που τελικώς διαμορφώθηκε σε αυτό το κεφαλαιώδους σημασίας ερώτημα υπήρξε καταφατική ­ μόνο που τα θύματα της μεγάλης καμπής θα ήταν οι Ελληνες: η Ευρώπη δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει τίποτε το ουσιαστικό για αυτούς.


Ολα αυτά καταφάνηκαν το 1815, οπότε η οριστική ήττα του Μεγάλου Ναπολέοντα δημιούργησε για πρώτη φορά μετά από πολλούς αιώνες στη γηραιά της ήπειρο τις προϋποθέσεις μιας Νέας Τάξης Πραγμάτων. Το γεγονός ότι στην οθωμανική αυτοκρατορία, χωρίς ουσιαστικώς να το αντιλαμβάνονται παρά πολύ λίγοι, ήδη έμπαιναν οι βάσεις μιας σταδιακής αποδυνάμωσης του θρησκευτικού χαρακτήρα του κράτους οπωσδήποτε ενίσχυε τις προϋποθέσεις κατίσχυσης και παγίωσης σε ολόκληρη την Ευρώπη μιας συγκεκριμένης πολιτικής κατάστασης. Κύριος εκφραστής της Τάξης αυτής ήταν ο Μέττερνιχ· τούτο έχει προ πολλού επισημανθεί, μα ελάχιστα μελετηθεί σε βάθος. Οπως και να είναι, η κατάσταση που ραγδαίως διαμορφωνόταν ήταν σαφές πως θα εξελισσόταν σε «ταφόπλακα» των Ελλήνων.


Να λοιπόν γιατί η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε γεγονός καθοριστικής σημασίας στην όλη Ευρωπαϊκή Ιστορία. Η εφαρμογή του σχεδίου ανατράπηκε ­ μερικώς έστω ­ και το Ανατολικό Ζήτημα εμφανίστηκε πια στην ουσία του: Είχε προοπτική η οθωμανική κυριαρχία σε μέγα τμήμα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης; Ο σουλτάνος, ακόμη και αν «εξευρωπαϊζόταν», θα γινόταν αποδεκτός από τους χριστιανούς «υπηκόους» του, τους έλληνες ιδίως;


Η ευτυχής έκβαση της δικής μας Επανάστασης υπήρξε επίτευγμα μοναδικό στην ουσία μέσα στο πανόραμα της Παγκόσμιας Ιστορίας: λαός, ο οποίος βίαια είχε υποβιβαστεί σε κατάσταση κατώτερη από εκείνη στην οποία έχει δικαίωμα ο άνθρωπος, έμπαινε και πάλι δυναμικώς στο προσκήνιο της Ιστορίας και διεκδικούσε τη θέση που του άρμοζε στη διεθνή κοινότητα. Και επί του προκειμένου ορθώς έχει επισημανθεί ότι η τοποθέτηση επικεφαλής των χειραφετημένων Ελλήνων μονάρχη φερμένου απ’ έξω, χωρίς εξοικείωση με τη χώρα και χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες, του Οθωνα συγκεκριμένα, αποσκοπούσε λανθανόντως στην έμμεση χαλιναγώγηση των ελεύθερων πια Ελλήνων. Ο,τι όμως δεν έχει ακόμη αποτελέσει αντικείμενο μελέτης συστηματικής είναι οι παράδοξες, πρωτοφανείς στην ουσία διεργασίες μέσω των οποίων όχι μόνο ο βαυαρικής καταγωγής ηγεμόνας αλλά και πολλοί γύρω του, που ούτε τη γλώσσα του τόπου δεν μιλούσαν καλά καλά, αφομοιώθηκαν από την Ελλάδα και ενστερνίστηκαν σκέψεις και όνειρα αιώνων. Τούτο φάνηκε κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο: η λόγω της Ελληνικής Επανάστασης κουτσουρεμένη Τάξη Πραγμάτων στην Ευρώπη πήγε να διασαλευθεί λόγω της ρωσοτουρκικής ρήξης· ο Οθων και οι γύρω από αυτόν είδαν τότε ευκαιρία συνέχισης της Επανάστασης. Η ξένη επέμβαση ματαίωσε την προοπτική αυτήν και μετά από λίγα χρόνια πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα δυναστική αλλαγή.


Η «δωρεά» των Ιονίων Νήσων το 1864 και η ενσωμάτωση στην ελεύθερη Ελλάδα της Θεσσαλίας και της περιοχής της Αρτας το 1881 ήταν ό,τι έστεργε «οικειοθελώς» να δώσει η Ευρώπη, ώστε οι Ελληνες να πάψουν να απειλούν, μέσω της ανακίνησης του Ανατολικού Ζητήματος, την Τάξη που πήγαινε ξανά να παγιωθεί. Η Παλιά μας Ελλάδα, καθημαγμένη και εν πολλοίς ρημαγμένη, μπορεί εκούσα άκουσα και να δεχόταν αυτή την προοπτική. Αλλά τότε το απροσδόκητο ήρθε από αλλού, την Κρήτη συγκεκριμένα. Η λύση που τελικά βρέθηκε ώστε να σταματήσει και εκεί η «αναταραχή», τελικώς δημιούργησε καταστάσεις που ούτε να φανταστούν μπορούσαν οι επινοητές της. Πράγματι, η μέσω της ελληνικής ήττας του 1897 επίτευξη της αυτονομίας στην Κρήτη προξένησε στον Ελληνισμό ψυχικό τραύμα, η επούλωση του οποίου δεν ήταν δυνατόν να γίνει με μέσα ειρηνικά. Η κατάσταση αυτή λοιπόν υπήρξε γενεσιουργός αιτία του Μακεδονικού Αγώνα και mutatis mutandis των Βαλκανικών πολέμων. Τελικώς η κατά το 1912 απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης σε συνδυασμό με την κάθοδο των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο αναζωπύρωσε σε «βαθμό έκρηξης» την παλιά ρωσοαυστριακή διένεξη και «κίνησε τους τροχούς» του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.


Για δεύτερη φορά η Τάξη Πραγμάτων που είχε παγιωθεί στην Ευρώπη τιναζόταν στον αέρα ­ και βεβαίως οι Ελληνες συγκαταλέγονταν στους δράστες της μεγάλης ανατροπής.


Τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 τα ιταλικά στρατεύματα διάβαιναν τα ελληνικά σύνορα. Πολλά από τα αγροτόπαιδα που τότε έμπαιναν στην Ελλάδα ­ και, όπως φαίνεται, ιδίως αυτά που προέρχονταν από περιοχές νότια της Ρώμης ­ είχαν πίστη στη δυνατότητα δικής τους νίκης στη σύρραξη που άρχιζε: κατά βάση, απλώς αγνοούσαν τους ψυχολογικούς μηχανισμούς που ήδη είχαν τεθεί σε κίνηση εναντίον τους. Πράγματι, άλλο είναι το επιχειρησιακό σκέλος ενός πολέμου, άλλο το πολιτικό, άλλο το διπλωματικό και άλλο το ψυχολογικό. Οσον αφορά την ελληνοϊταλική σύγκρουση των ετών 1940-1941, αυτό το τελευταίο είχε κριθεί υπέρ των Ελλήνων ήδη από τον Αύγουστο του 1940, οπότε τορπιλίστηκε η «Ελλη».


Γιατί; Διότι ο Ελληνας, παρά τα μεγάλα, όχι σπάνια καθοριστικής σημασίας ελαττώματά του, τρέφει ενδομύχως αίσθηση ανθρωπισμού που, σε οριακές καταστάσεις, παίρνει μορφή αιτήματος δικαιοσύνης: σπουδαίες και εντυπωσιακές οι Τάξεις Πραγμάτων, νέες, παλιές και παλιότερες· με τον άνθρωπο όμως που οι Τάξεις αυτές πετούν στο περιθώριο της Ιστορίας τι γίνεται; Από πού αντλούν οι εκάστοτε ισχυροί του κόσμου τούτου, συχνά τυχάρπαστοι, το δικαίωμα να ρυθμίζουν κατά το δοκούν τη ζωή των ανθρώπων;


Να λοιπόν πού έγκειται το εσώτερο νόημα όλης της Ελληνικής Ιστορίας, ιδίως της Νεότερης και Σύγχρονης· και βέβαια, η σημασία του νοήματος αυτού είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το μέγεθος του Λαού που το διατυπώνει. Εχουν λοιπόν δίκιο όσοι περιλαμβάνουν τους Ελληνες στο άλας της γης. Ομως, εάν και το άλας μωρανθή, εν τίνι αρτυθήσεται;


Ο κ. Δημήτρης Μιχαλόπουλος είναι διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.