Ομήρου Οδύσσεια. Ραψωδίες α-μ, μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης, εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 1996, σελ. 247.


Δεκαεφτά χρόνια μετά την έκδοση της μελέτης Αναζήτηση και Νόστος του Οδυσσέα. Η διαλεκτική της Οδύσσειας (Κέδρος, 1971), ο καθηγητής Δ. Ν. Μαρωνίτης ξεκινούσε με την Οδυσσέως σχεδία (Στιγμή, 1988) για την περιπέτεια της μετάφρασης του ομηρικού έπους, έχοντας ήδη προσφέρει ένα πλούσιο και γόνιμο έργο στην περιοχή της αρχαιοελληνικής αλλά και της νεοελληνικής γραμματείας. Η φιλολογική και η βιολογική ωριμότητά του βρίσκονταν ήδη σε εκείνο το σημείο ακμής που του επέτρεπε να προσεγγίσει δημιουργικά τον επικό ποιητή, συναισθηματικά τον πολύτροπο και, συνάμα, «πάσχοντα» ήρωά του: τον «οδυσσειακό Οδυσσέα» (βλ. Αναζήτηση και Νόστος…, σ. 178).


Οκτώ χρόνια αργότερα, η περιπέτεια αυτή έφτασε ακριβώς στη μέση της διαδρομής της. Οι δώδεκα πρώτες ραψωδίες της Οδύσσειας, αφού εκδόθηκαν χωριστά, με το πρωτότυπο απέναντι στο μεταφρασμένο κείμενο, συνοδευόμενες από εύστοχα Επιλεγόμενα, συγκεντρώνονται τώρα σε μια έκδοση που περιλαμβάνει μόνο τη μετάφρασή τους και έναν πρόλογο του μεταφραστή. Ο αναγνώστης παρακολουθεί το νήμα μιας γοητευτικής αφήγησης, που αρχίζει με την Τηλεμάχεια (αδ), το ταξίδι της αναζήτησης του πατέρα και τη δοκιμασία ενηλικίωσης του Τηλεμάχου· προχωρεί στη μετάβαση του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς, στο φιλόξενο νησί των Φαιάκων και στην υποδοχή του ήρωα (εθ)· και καταλήγει στους Μεγάλους Απολόγους, τη μακρά διήγηση του Οδυσσέα στο παλάτι του Αλκινόου, που αναφέρεται στην περιπλάνηση του ιδίου και των εταίρων του από την Τροία μέχρι το νησί της Καλυψώς, όπου διασώζεται μόνος ο ομηρικός ήρωας (ιμ).


Ο σεφερικός στίχος από τα Τρία κρυφά ποιήματα, «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας», που επαναλαμβανόταν επίμονα ως προμετωπίδα της χωριστής έκδοσης των ραψωδιών α-μ, προτάσσεται τώρα και στη συγκεντρωτική έκδοσή τους. Είναι ένας στίχος που μπορεί να διαβαστεί διπλά: από την πλευρά του Ομήρου, του ποιητή που συγκροτεί σε έπος τα αλλεπάλληλα στρώματα μιας παράδοσης ποιητικής και γλωσσικής· και από την πλευρά του μεταφραστή του, που δοκιμάζει τα υλικά της δικής του σύγχρονης ελληνικής πατώντας γερά πάνω στα θεμέλια μιας γλώσσας που έχει ήδη πίσω της σοβαρή ποιητική παράδοση και αξιόλογη εμπειρία μετάφρασης του έπους της Οδύσσειας. Τις οφειλές του στη μεταφραστική παράδοση των Πολυλά, Εφταλιώτη, Σίδερη, και «κυρίως των Καζαντζάκη – Κακριδή από την οποία και αποκλίνει περισσότερο», ο Μαρωνίτης τις αναγνωρίζει ρητά, παρακινημένος όχι από κάποια τυπική υποχρέωση αλλά από τη γνώση των δυσκολιών και του κόστους που απαιτεί η ανάληψη ενός τέτοιου εγχειρήματος.


Η γλώσσα της μετάφρασης είναι η κατορθωμένη σύγχρονη ελληνική, απαλλαγμένη από ιδεολογήματα και ακρότητες, αυτόνομη και γι’ αυτό ικανή να ενσωματώνει αρμονικά λέξεις και συντακτικούς τρόπους του αρχαίου κειμένου, όπου το απαιτεί ο ρυθμός και η εσωτερική ισορροπία της νεοελληνικής απόδοσης του ομηρικού έπους. Είναι μια γλώσσα που οφείλει πολλά στους νεοέλληνες ποιητές, και ο Δ. Ν. Μαρωνίτης αξιοποιεί εδώ, με τρόπο κατ’ εξοχήν δημιουργικό, τη μακρόχρονη θητεία του στη μελέτη της νεότερης ποίησης. Τα ίχνη αυτής της θητείας αποτυπώνονται υπαινικτικά και χωνεύονται στον ποιητικό λόγο, όπως ταιριάζει σε μια ουσιαστική και γόνιμη σχέση· περισσότερο τα υποπτευόμαστε και λιγότερο τα διακρίνομε με σαφήνεια.


Κάποτε ο μεταφραστής, με μια κίνηση που θα μπορούσε να εκληφθεί ως κλείσιμο του ματιού στον επαρκή αναγνώστη, σαν να αποτίνει κάποιο φόρο τιμής, χρησιμοποιεί λέξεις ή εκφράσεις που παραπέμπουν σε γνωστές υπογραφές της λογοτεχνίας μας. Ετσι, στη διαδικασία ενηλικίωσης και αυτογνωσίας, στην οποία εισέρχεται ο Τηλέμαχος, συνταιριάζονται οι φράσεις: «έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του» (α, στ. 323-24). [Πρβλ. Δ. Σολωμού, «Ο Πορφύρας»]· τους μνηστήρες «κατέχει υπεροψία και μέθη» (α, στ. 368). [Πρβλ. Κ. Καβάφη, «Ο Δαρείος»]· ο Αίας ο Λοκρός (ραψωδία δ, στ. 502 και 510) φτάνει στην ύβρι και από εκεί στην καταστροφή, αφού «είχε τόσο ψηλώσει ο νους του», ή γιατί «παραλογίστηκε κι ο νους του ψήλωσε»: [Πρβλ. Α. Παπαδιαμάντη, «Η Φόνισσα»]. Δεν είναι της ώρας να παρακολουθήσουμε με τρόπο συστηματικό παρόμοια παραδείγματα στη μετάφραση του Μαρωνίτη, που φαίνεται να υπογραμμίζουν ένα από τα καίρια εγχειρήματα του μεταφραστή: την αξιοποίηση της δυναμικής του σύγχρονου ποιητικού λόγου. Περιοριζόμαστε απλώς να προσθέσουμε εδώ πως η παρουσία του Γ. Σεφέρη διακρίνεται κάπως μονιμότερη. Η προμετωπίδα του βιβλίου, άλλες έμμεσες αναφορές: «τη μνήμη μου πληγώνει» στη ραψωδία α, στ. 343 [πρβλ. «Μνήμη α’»], «ενώ εμείς αφανιζόμασταν τόσοι για μιαν Ελένη» στη ραψωδία λ, στ. 438 [πρβλ. «Ελένη»], καθώς και μια υπόγεια σχέση με την ποιητική του Σεφέρη οδηγούν στη διατύπωση αυτής της υπόθεσης.


Η νέα μετάφραση της Οδύσσειας διαθέτει τη φιλολογική πειθαρχία και τη λογοτεχνική ελευθερία που απαιτείται για να αποδοθεί το πρωτότυπο όσο γίνεται πιο πιστά, δίχως ο λόγος να χάνει τη ζωντάνια του και ο αναγνώστης την απόλαυση του κειμένου. Ο μεταφραστής στον πρόλογό του («Επτά μεταφραστικά διλήμματα») θεωρεί επικίνδυνο, για την ίδια τη φύση της ποιητικής τέχνης, το δίλημμα «φιλολογική ή λογοτεχνική μετάφραση» και αναζητά έναν άλλο δρόμο, πέρα από την εκδοχή της μεσότητας, εκδοχή συμβιβαστική και εντέλει ανισόρροπη: «Η μετάφραση αυτή μάλλον παρακάμπτει παρά διαπερνά τις συμπληγάδες της φιλολογίας και της λογοτεχνίας· η παρακαμπτήριος προϋποθέτει ότι ίσως υπάρχει κάποιος μονόδρομος πριν από τι δίστρατο της φιλολογικής και της λογοτεχνικής μετάφρασης, που συνεχίζεται πέραν αυτού ­ ένα είδος υπόγειας διάβασης».


Η απόδοση του «σταθερού και εναλλασσόμενου ρυθμού του πρωτοτύπου», το κρισιμότερο ίσως δίλημμα του μεταφραστή των ομηρικών επών, αντιμετωπίζεται με ποιητική ευαισθησία και τόλμη. Εγκαταλείποντας τον δεκαπεντασύλλαβο, που σημάδεψε τις πρώτες μεταφράσεις της Οδύσσειας, ο Μαρωνίτης συνδυάζει τη ζωντάνια της λαϊκής αφήγησης με την κατακτημένη ευστοχία της σύγχρονης ποιητικής γλώσσας. Πίσω από την πεζόμορφη αποτύπωση της μετάφρασης, πάλλει ο ποιητικός λόγος, ακούγονται οι ρυθμικές εναλλαγές μιας φωνής που τέρπει με την αφήγηση, συγκινεί με τους λυρικούς τόνους ή υποβάλλει με τη δραματικότητα ενός κειμένου που ταξιδεύει αρυτίδωτο μέσα στο χρόνο.


Αν θεωρήσουμε πως η μετάφραση είναι το διαβατήριο για το ταξίδι του λογοτεχνικού κειμένου στον χώρο και κυρίως στον χρόνο, τότε η μετάφραση του Δ. Ν. Μαρωνίτη ανανεώνει το διαβατήριο που σίγουρα χρειαζόταν η Οδύσσεια για να φτάσει ως τον σύγχρονο Ελληνα. Και από αυτή την άποψη, η μεγάλη προσφορά και το βαρύ καθήκον του μεταφραστή του ομηρικού έπους είναι η επανένταξη ενός κορυφαίου έργου τους αρχαίας γραμματείας στο ζωντανό σώμα της νεοελληνικής ποίησης.


Η κυρία Χριστίνα Ντουνιά είναι διδάκτωρ της Νεοελληνικής Φιλολογίας.