Βησσαρίων Κορκολιάκος. Γεννήθηκε στο Πεταλίδι της Μεσσηνίας το 1908 και πέθανε το 1991 στη Μονή Αγάθωνος του Νομού Φθιώτιδος. Στις 3 Μαρτίου του 2006, δεκαπέντε δηλαδή χρόνια μετά τον θάνατό του, ανοίγεται ο τάφος του και το σκήνωμά του βρίσκεται ανέπαφο. Τα άμφιά του, το Ευαγγέλιο που κρατά στα χέρια του, το πρόσωπό του, το σώμα του, όλα άθικτα από τη φθορά του χρόνου. Ο ηγούμενος του μοναστηριού βρίσκεται αν μη τι άλλο μπροστά σε ένα εντυπωσιακό θέαμα. Και εκεί τίθεται το πρώτο ερώτημα: «μούμια ή σημείο αγιότητας;». Φυσικοί επιστήμονες, θεολόγοι, κληρικοί και πιστοί διχάζονται. Αλλοι μιλούν για θαύμα και άλλοι πάλι για φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στις συνθήκες ταφής.


Ο αρμόδιος Μητροπολίτης Φθιώτιδος κ. Νικόλαος προσεγγίζει το ζήτημα με εξαιρετικά προσεκτικό τρόπο και δηλώνει στο «Βήμα» ότι «ο Θεός και ο χρόνος θα μας δείξουν τι ακριβώς συμβαίνει». Οι πιστοί όμως δεν δείχνουν να περιμένουν. Κατακλύζουν το μοναστήρι και η εμπορευματοποίηση έχει ήδη αρχίσει. Εκατοντάδες Ελληνες συρρέουν στη Φθιώτιδα να αγγίξουν το σκήνωμα του μοναχού, παρ’ ότι δεν εκτίθεται ακόμη σε προσκύνημα και κανένας ακόμη δεν μπορεί να αποφανθεί για την αγιοσύνη του. Και βεβαίως δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες εισηγήσεις και αποφάσεις του επιχωρίου Μητροπολίτη Φθιώτιδος, της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την αγιοποίησή του.


Το εμπόριο έχει αρχίσει και ενώ το μοναστήρι δείχνει να μη συμμετέχει άμεσα στο «πανηγύρι» που έχει στηθεί, μια φωτογραφία της σορού έφτασε στην Αθήνα και πουλιόταν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης αντί του αδρού τιμήματος των 50 χιλιάδων ευρώ.


Πού θα καταλήξει αυτή η υπόθεση; Ουδείς γνωρίζει. Στην ιστορία και την πορεία των 2.000 χρόνων της Εκκλησίας σημειώνονται ανάλογες περιπτώσεις. Οπως αυτή σήμερα στην Αθήνα, αγίου του οποίου αμφισβητείται ακόμη και η ύπαρξη αλλά στο μοναστήρι που του έχει αφιερωθεί προσέρχονται χιλιάδες πιστοί, επώνυμοι και ανώνυμοι, προσκυνούν τα λείψανά του και δηλώνουν ότι γίνονται θαύματα. Ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο επί δέκα ολόκληρα χρόνια αποφεύγει να προχωρήσει στην ανακήρυξη του συγκεκριμένου προσώπου σε αγίου. Υπάρχει περίπτωση αρχιερέα που «διακρίθηκε» για την επίδοσή του στις αγιοποιήσεις – ιδιαίτερα των προκατόχων του, εις εκ των οποίων ήταν πολλαπλώς αμφισβητήσιμος – και όταν ο ίδιος εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο οι στενοί του συνεργάτες φρόντισαν να γεμίσουν το φέρετρό του και τον τάφο του με αρωματικά βότανα, ουσίες και αιθέρια έλαια, ίσως για να αναβλύσει μύρο και αυτός όταν θα γίνει η εκταφή του ώστε να συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη δική του αγιοποίηση.


Ωστόσο αυτό το επικίνδυνο φαινόμενο όπου η εμπορευματοποίηση εμπλέκεται με την ειδωλολατρία δεν έχει σχέση με την ορθόδοξη διδασκαλία για την τιμή των λειψάνων και την προσκύνηση των ιερών εικόνων των αγίων του Θεού, λένε οι θεολόγοι.


Οι άνθρωποι που γνώρισαν από κοντά τον μοναχό Βησσαρίωνα δηλώνουν ότι ήταν ένας καλός άνθρωπος. Ο κατά κόσμον Ανδρέας Κορκολιάκος, γόνος πολύτεκνης οικογένειας, αποφοίτησε από τα διδασκαλία της εποχής και στα 20 του χρόνια έφυγε από τη Μεσσηνία και πήγε στην Καρδίτσα όπου υπηρέτησε τον Μητροπολίτη Ιεζεκιήλ. Στη Μονή Αγάθωνος βρέθηκε στα 1955 και είχε ηγούμενο τον Γερμανό Δημάκο, τον γνωστό παπά Ανυπόμονο που βρέθηκε κοντά στον Αρη Βελουχιώτη και τον συνόδευσε κατά την είσοδό του στην πόλη της Λαμίας. ~


Ο ίδιος ο μοναχός Βησσαρίων δεν έδειχνε, όπως λένε άνθρωποι που τον γνώριζαν, να έχει τις ίδιες απόψεις με τον παπά Ανυπόμονο και ένα πρόβλημα που αντιμετώπιζε με τη φωνή του από ορισμένους λέγεται ότι προέκυψε όταν πέρασε δύσκολες στιγμές στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Σε όλη του τη ζωή εξομολογούσε πιστούς και βοηθούσε τους ανθρώπους.


«H εκταφή του μοναχού έγινε επειδή έπρεπε να γίνουν έργα στηρίξεως της μονής» λέει στο «Βήμα» ο κ. Νικόλαος. «Ούτε ο ηγούμενος ούτε κανείς άλλος επεδίωξε την εμφάνιση ενός αγίου» προσθέτει.


Ωστόσο ο κόσμος με αυτή την ιστορία δείχνει να ακολουθεί αυτό που συμβαίνει και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Στη Ρώμη οι πιστοί δεν πήγαιναν να προσκυνήσουν το λείψανο του ιερού Χρυσοστόμου, αλλά λατρεύουν τη Μητέρα Τερέζα την οποία έζησαν μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.


«Σύνηθες φαινόμενο η μουμιοποίηση»… * Ιατροδικαστές μιλούν για τους παράγοντες οι οποίοι μπορούν να αλλάξουν την πορεία φθοράς του σώματος


Περιπτώσεις νεκρών που έτη μετά τον θάνατό τους δεν έχουν υποστεί πλήρη σήψη, με αποτέλεσμα να διατηρούν «ζωντανά» πολλά από τα χαρακτηριστικά τους, είναι γνώριμες – αν και όχι τόσο συχνές – στους επιστήμονες. Αυτό αναφέρουν ιατροδικαστές με τους οποίους ήλθε σε επαφή «Το Βήμα». Τονίζουν ότι διαφορετικοί παράγοντες, ενδογενείς – όπως είναι η ταρίχευση με τη χορήγηση φορμόλης – ή εξωγενείς – όπως είναι οι κλιματολογικές συνθήκες και ο τρόπος ταφής – μπορούν να επηρεάσουν τη φυσιολογική πορεία της σήψης.


Οπως χαρακτηριστικά εξηγεί ο αναπληρωτής καθηγητής στο Εργαστήριο Ιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Θ. Βουγιουκλάκης, ορισμένες φορές η τυπική σήψη ενός σώματος εμφανίζει παραλλαγές. Εκτός από τους ενδογενείς παράγοντες – όπως είναι η χορήγηση φορμόλης για να ταριχευτεί ένα πτώμα – υπάρχουν εξωγενείς οι οποίοι αφορούν τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Οι δύο κύριες τέτοιες περιπτώσεις εξωγενούς παρέμβασης στη φυσιολογική διαδικασία αποδόμησης των οργανικών συστατικών του σώματος είναι α) η αποκαλούμενη σαπουνοποίηση, η οποία προκαλείται όταν ο νεκρός τοποθετηθεί σε ζεστό και υγρό περιβάλλον β) η επονομαζόμενη μουμιοποίηση, η οποία για να συμβεί απαιτούνται συνθήκες θερμού και ξηρού περιβάλλοντος. Το δέρμα αφυδατώνεται και παραμένει επάνω στον σκελετό για πολύ μεγάλο διάστημα μετά τον θάνατο. Σύμφωνα με τον καθηγητή, «αν και κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος χωρίς να έχει εξετάσει από κοντά το πτώμα του μοναχού, οι φωτογραφίες μαρτυρούν ότι μάλλον πρόκειται για αυτή τη δεύτερη κατηγορία παραλλαγής της σήψης».


Στις ίδιες ακριβώς γραμμές κινείται και η άποψη του κ. N. Καλόγρηα, ιατροδικαστή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών. Ο επιστήμονας επισημαίνει ότι στη διαδικασία της μουμιοποίησης επιδρά σημαντικά και το γεγονός της μη επαρκούς οξυγόνωσης του χώρου μέσα στον οποίον τοποθετείται ένας νεκρός – όπως για παράδειγμα ένα κενοτάφιο. Σημειώνει μάλιστα ότι οι ιατροδικαστές ανακαλύπτουν κατά καιρούς πτώματα που έχουν «μουμιοποιηθεί», χρόνια μετά τον θάνατο, «ακόμη και εκατό έτη μετά μπορεί να βρεθεί σε αυτή την κατάσταση ένα πτώμα».


Ο κ. Καλόγρηας εξηγεί ότι «για τους ιατροδικαστές οι περιπτώσεις ανακάλυψης μουμιοποιημένων πτωμάτων δεν είναι τόσο σπάνιες και αποτελούν ένα πολύ καλό εργαλείο, καθώς εάν συντρέχει λόγος ιατροδικαστικής διερεύνησης, υπάρχει περίπτωση μετά από μακρό διάστημα ο νεκρός να «μιλήσει» με τον τρόπο του για τις συνθήκες του θανάτου».


ΜΑΡΙΟΣ ΜΠΕΖΓΟΣ, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Σιωπή και σεβασμός αντί για δημοσιότητα


Το θαύμα χρειάζεται σιωπή και σεβασμό αντί για λόγο πολύ και δημοσιότητα μεγάλη διότι κινδυνεύει να εμπορευματοποιηθεί και να μαζικοποιηθεί. H αφθαρσία του σώματος είναι μια ένδειξη αναγκαία για την αγιότητα αλλά όχι επαρκής. Χρειάζεται μαρτυρία του λαού και επιπλέον θαύματα. Θαύματα του φερομένου ως αγίου και χρόνος πολύς για την αποδοχή της αγιότητας σύμφωνα με το τυπικό της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εχουμε ένα δείγμα ρήξης με την καθημερινότητα που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκφυλιστεί σε φαινόμενο μαγείας.


ΣΥΜΕΩΝ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ Επίκουρος καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ H αγιότητα


Το πρόσφατο γεγονός της αποκάλυψης του ακέραιου λειψάνου του μακαριστού πατρός Βησσαρίωνος έχει δημιουργήσει εύλογο ενδιαφέρον και έχει προκαλέσει ποικίλα σχόλια και αντιδράσεις που έχουν την αφετηρία τους στη θέση που ο καθένας μας λαμβάνει απέναντι στο «θαύμα». Για τη θεολογία, το ζήτημα καταρχήν της τιμής των λειψάνων των αγίων εδράζεται σε ένα σαφές δογματικό υπόβαθρο, την ενανθρώπηση του Χριστού και την, συνεπεία αυτής, δυνατότητα θεώσεως του ανθρώπου. H αφθαρσία ή ακεραιότητά τους, μαρτυρούμενη συχνά στα θεολογικά κείμενα, όπως και άλλα έκτακτα σημεία ­ μυροβλησία ευωδία κτλ. ­, ήδη από την εποχή των διωγμών, συνιστά διαχρονικά στην ορθόδοξη παράδοση τεκμήριο αγιότητας ενός προσώπου. Και σήμερα, άλλωστε, τα ολόσωμα λείψανα αγίων στον ελλαδικό χώρο, όπως των αγίων Σπυρίδωνος, Διονυσίου, Γερασίμου και Ιωάννη του Ρώσου, αλλά και πολλά τεμάχια ιερών λειψάνων φυλασσόμενα στις Μονές του Αγίου Ορους, διακρίνονται για την αφθαρσία τους, ένα φαινόμενο το οποίο κατοχυρώνει αυτή η ίδια η θεολογία της Αναστάσεως, του κεντρικού σημείου της χριστιανικής διδασκαλίας, που αφορά τον άνθρωπο στην ψυχοσωματική ολότητα, όπως συγκεφαλαιώνεται στον Παύλειο λόγο: «Δει γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν». Σε καμία όμως περίπτωση το θαυμαστό γεγονός της ακεραιότητας ενός λειψάνου δεν πρέπει να οδηγεί σε θρησκειοποίηση της πίστης, αλλά ούτε να θεωρείται πως παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου να πιστέψει. Αλλωστε το θαύμα προϋποθέτει την πίστη και απεργάζεται μυστικά τη σωτηρία αυτού που πιστεύει.