H Μπεάτε και ο Σερζ συναντήθηκαν πρώτη φορά το μεσημέρι της 11ης Μαΐου 1960, στον σταθμό Πορτ ντε Σεν-Κλου του παριζιάνικου μετρό. Εκείνη μια Γερμανίδα, κόρη ενός στρατιώτη της Βέρμαχτ, και εκείνος ένας (γεννημένος στο Βουκουρέστι) Γάλλος Εβραίος που έχασε τον πατέρα του στον θάλαμο αερίων του Αουσβιτς. Το ίδιο βράδυ, στο πρώτο τους ραντεβού, πήγαν να δουν στο σινεμά το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν. Ηταν, άραγε, σύμπτωση ότι την ίδια ακριβώς ημέρα έγινε η απαγωγή από τους Ισραηλινούς στο Μπουένος Αϊρες του ενορχηστρωτή της «Τελικής λύσης του εβραϊκού ζητήματος» Αντολφ Αϊχμαν;
Η Μπεάτε και ο Σερζ Κλάρσφελντ επέλεξαν από κοινού να μη ζήσουν «κανoνικά». Προτίμησαν να αφιερώσουν τη ζωή τους στην απονομή δικαιοσύνης και στον εντοπισμό δεκάδων φυγόδικων Ναζί εγκληματιών που ζούσαν κρυμμένοι ή μακάρια επανενταγμένοι στη μεταπολεμική Ευρώπη (κάποιοι φτάνοντας ακόμη και στα υψηλότερα πολιτικά αξιώματα της Γερμανίας και της Γαλλίας). Οι δεκάδες εκστρατείες τους δεν έγιναν με γκανγκστερικά ανθρωποκυνηγητά (η «κινηματογραφική» περίπτωση Αϊχμαν είναι άλλωστε μοναδική), αλλά με τη φρενήρη συγκρότηση τεράστιων, αποτρόπαια λεπτομερών φακέλων (για τους Κλάους Μπάρμπι, Γιόζεφ Μένγκελε, Αλόις Μπρούνερ κ.ο.κ.). Μέσα σε αυτούς, οι υπογραφές των «αστών» του Γ’ Ράιχ σε χιλιάδες εντολές θανάτου.
Με αφορμή την έκδοση στα ελληνικά των απομνημονευμάτων τους, με τίτλο «Κυνηγώντας τους Ναζί» (από τις εκδόσεις Καπόν, στην εξαίσια μετάφραση της Καρίνας Λάμψα), ο 80χρονος δικηγόρος και η 76χρονη ακτιβίστρια («Ohrfeigen Beate», «Μπεάτε η χαστουκίστρια» έγινε το παρατσούκλι της όταν στις 7 Νοεμβρίου 1968 χαστούκισε δημόσια τον καγκελάριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ με το ναζιστικό παρελθόν) μίλησαν στο BΗΜΑgazino για το τι σημαίνει να αναδημιουργείς τη ζωή σου, «…να μη συμμετέχεις σε αυτήν ασυνείδητα, υπάρχοντας απλώς, αλλά να τη ζήσεις, να επιβληθείς συνειδητά».
Στο βιβλίο της «Η ανθρώπινη κατάσταση» η γερμανοεβραία φιλόσοφος Χάνα Αρεντ γράφει «…οι άνθρωποι δεν μπορούν να συγχωρήσουν ό,τι δεν μπορούν να τιμωρήσουν και δεν μπορούν να τιμωρήσουν ό,τι έχει αποδειχθεί ασυγχώρητο». Ηταν η συγχώρεση ένα από τα δικά σας κίνητρα όταν στραφήκατε κατά της ατιμωρησίας των Ναζί εγκληματιών;
Σερζ: «Θα μπορούσε να είναι. Κάθε φορά που εντοπίζαμε έναν Ναζί εγκληματία, του ζητούσαμε σημάδια ειλικρινούς μεταμέλειας. Εάν ένας άνθρωπος δεχόταν να παραδοθεί και να δικαστεί στη Γαλλία, αυτό σήμαινε ότι πραγματικά είχε αλλάξει· εμείς θα τον βοηθούσαμε σε αυτόν τον επώδυνο δρόμο και θα τον συγχωρούσαμε. Κανείς τους, όμως, δεν παραδέχτηκε την ενοχή του. Η αλήθεια είναι ότι δεν προσεγγίσαμε ποτέ σε βάθος τις φιλοσοφικές προεκτάσεις των εκστρατειών μας. Εμείς πολύ απλά καλούμασταν σε δράση, ορμώμενοι από το σκεπτικό ότι όλοι όσοι είχαν διαπράξει αυτά τα εγκλήματα έπρεπε να προσαχθούν στη Δικαιοσύνη. Με την ευκαιρία, να υπογραμμίσω κάτι. Μας αποκαλούν «κυνηγούς των Ναζί» –είναι πιο δελεαστικός τίτλος για τα media –αλλά εμείς «κυνηγήσαμε» κυρίως τα εβραϊκής καταγωγής θύματα των Ναζί, είμαστε δηλαδή πάνω από όλα ερευνητές των εβραϊκών ψυχών που χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα. Δεν επιθυμήσαμε ποτέ να αναδείξουμε τους δήμιους εις βάρος των θυμάτων. Γι’ αυτό εργαστήκαμε ισότιμα απέναντι στη δικαιοσύνη, τη μνήμη και την Ιστορία».
Ενας τσέχος επιζών από το στρατόπεδο του Νταχάου, τον οποίο είχα συναντήσει προ ετών, θυμόταν με τρόμο την ημέρα που κάνοντας τη βόλτα του στο Μόναχο αντίκρισε έναν φρουρό από το στρατόπεδο. Πιστεύετε ότι υπήρξε και άλλη, πολλή, τέτοια μικρής κλίμακας ενοχή διασκορπισμένη στην Ευρώπη; Δεν αναφέρομαι στους «εγκεφάλους», αλλά στο «βοηθητικό προσωπικό» του ναζιστικού καθεστώτος.
Mπεάτε: «Οι περισσότεροι από αυτούς που αναφέρετε έζησαν μια ήσυχη ζωή, χωρίς ενοχές, χωρίς μεταμέλεια. Ηταν και αυτοί ένοχοι, αλλά κλήθηκαν να επιτελέσουν το καθήκον τους. Στις απολογίες τους έλεγαν πάντα: «Eξαναγκάστηκα από τους Ναζί»».
Σερζ: «Κατά τη διάρκεια μιας δίκης φρουρών του Αουσβιτς τη δεκαετία του ’60, ένας γερμανός ονόματι Οσβαλντ Καντούκ ρωτούσε: «Γιατί ήρθατε να μου χαλάσετε τα γηρατειά μου;», και πράγματι σχεδόν δυσκολευόσουν να αντιληφθείς γιατί ο ανθρωπάκος αυτός περνούσε από δίκη. Είναι λογικό. Ανθρωποι σαν τον Καντούκ προέρχονταν από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις της Γερμανίας. Δεν είχαν συναίσθηση των πράξεών τους, δεν μπορούσαν να αποφανθούν αν ήταν καλές και κακές. Εμείς αγωνιστήκαμε να προσαχθούν στη Δικαιοσύνη οι προνομιούχοι, με την ανώτερη μόρφωση, εκείνοι που είχαν πλήρη συνείδηση αυτών που έπρατταν, αλλά δέχτηκαν να εκτελέσουν χρέη οργανωτή μαζικών εγκλημάτων…».
Οπως ο ίδιος ο καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Γκέοργκ Κουρτ Κίζινγκερ που ισχυριζόταν ότι διετέλεσε ένας απλός «επιστημονικός συνεργάτης» του Γ’ Ράιχ, χωρίς καμία ευθύνη;
Μπεάτε: «Ακριβώς. Ο Κίζινγκερ προσωποποιούσε, για να παραφράσω τη Χάνα Αρεντ, την ευπρέπεια του κακού».
Σερζ: «Ηταν οι λεγόμενοι «Schreibtischmörder» (δολοφόνοι του γραφείου). Δεν έκαναν τη «βρώμικη δουλειά» (εκτοπισμούς, δολοφονίες κ.τ.λ.), αλλά οργάνωναν τη σύλληψη και τη μεταφορά με το τρένο χιλιάδων ανθρώπων, έτσι ώστε ο εγκληματίας στο Αουσβιτς να μπορεί στη συνέχεια να διεκπεραιώσει τα δικά του καθήκοντα. Θυμίζω ότι ακόμη και σήμερα ένα γράμμα που ταχυδρομείται στη Γαλλία κάνει πιο πολύ καιρό να φτάσει στο Αουσβιτς (Πολωνία) από έναν Εβραίο το 1942! Μιλάμε δηλαδή απλώς για έναν διαφορετικό τρόπο να σκοτώνεις. Στα δικά μας μάτια είναι λιγότερος ένοχος ένας απλός αμόρφωτος άνθρωπος, δεδομένου ότι τότε, 90 χρόνια πριν, οι περισσότεροι δεν είχαν πρόσβαση στη μόρφωση. Γι’ αυτό, άλλωστε, και εκείνοι εναντίον των οποίων στραφήκαμε με δριμύτητα στη Γαλλία δεν ήταν, π.χ., οι αστυνομικοί του Βισύ που συνελάμβαναν Εβραίους, αυτοί δεν είχαν επιλογή, υπάκουαν σε διαταγές. Αντιθέτως, καταδιώξαμε ανθρώπους ευκατάστατους, που είχαν λάβει ανώτερη μόρφωση
–όχι στη Γερμανία του Χίτλερ, αλλά στη Γερμανία πριν από τον Χίτλερ -, που διάβαζαν λατινικά και αρχαία ελληνικά, αλλά τίποτε από αυτά δεν τους εμπόδισε να συνδέσουν το όνομά τους με τη ναζιστική ιδεολογία και τα ναζιστικά εγκλήματα. Ο Φιλίπ Πετέν, για παράδειγμα (σ.σ.: της φιλογερμανικής κυβέρνησης Βισύ στη Γαλλία), ήταν ένας σημαντικός άνθρωπος που είχε και θετική συνεισφορά. Οταν, όμως, δέχτηκε να παραδώσει στους Γερμανούς ολόκληρες εβραϊκές οικογένειες, πέρασε στην άλλη πλευρά. Αρκετοί γάλλοι πολίτες τού έστειλαν επιστολές να μην παραβιάσει την τιμή της Γαλλίας, εκείνος όμως δεν τους άκουσε».
Κατά τη διάρκεια των ερευνών σας, εντοπίσατε τον «γιατρό του θανάτου» Γιόζεφ Μένγκελε, τον Αλόις Μπρούνερ (που έστειλε στον θάνατο όλους τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης), τον «χασάπη της Λυών» Κλάους Μπάρμπι. Ποια ήταν η mentalité ενός ναζιστή εγκληματία που είτε κρυβόταν (κάπου στη Λατινική Αμερική) είτε ζούσε πλήρως επανενταγμένος και ανενόχλητος στη μεταπολεμική Ευρώπη;
Σερζ: «Ξέρετε, μόνο στα αστυνομικά μυθιστορήματα οι Ναζί ζουν καταδιωγμένοι σε μια μακρινή Παταγονία, τρέμοντας κάθε τρίξιμο της πόρτας. Στην πλειονότητά τους ζούσαν –διότι έχουν πλέον πεθάνει –μια ανέμελη, ευτυχισμένη ζωή με την οικογένειά τους. Τα τηλέφωνα υψηλόβαθμων υπευθύνων για τα ναζιστικά εγκλήματα στη Γαλλία (π.χ. του Κουρτ Λίσκα, που ήταν στην πραγματικότητα η παρισινή Γκεστάπο) τα έβρισκες εύκολα στον γερμανικό ΟΤΕ! Αρκετοί εξ αυτών έδειχναν σχεδόν κανονικοί άνθρωποι. Μόνο που κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν υπήρξαν κανονικοί».
Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε εσάς και σε άλλους μεγάλους διώκτες των Ναζί όπως ο Σιμόν Βίζενταλ;
Σερζ: «Η διαφορά είναι ότι εμείς διεξήγαμε τις έρευνές μας επιτόπου. Ταξιδέψαμε στη Νότια Αμερική, στη Μέση Ανατολή, φυλακιστήκαμε στη Γερμανία… Την ίδια ώρα, ο Σιμόν Βίζενταλ πήγαινε χέρι χέρι με τους γερμανούς ηγέτες, ήταν περισσότερο «συνεντεύξεις Τύπου» και λιγότερο δράση».
Κύριε Κλάρσφελντ, σήμερα, στα 80 σας χρόνια, ονειρεύεστε ακόμη τον πατέρα σας όπως κάνατε ως παιδί;
Σερζ: «Ναι, ακόμη έρχεται στα όνειρά μου. Δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω καλά, ήμουν πολύ μικρός όταν πέθανε. Ενας ορφανός από δύο εκτοπισμένους γονείς, που ήταν τότε πολύ μικρός για να τους γνωρίσει, μου είχε γράψει κάποτε πως στην παιδική του ηλικία ο μόνος τρόπος που είχε βρει για να δημιουργήσει μια επαφή με τους γονείς του ήταν να κρατά όσο περισσότερο μπορούσε την αναπνοή του, σχεδόν μέχρι ασφυξίας, για να νιώθει ότι είναι μαζί τους στον θάλαμο αερίων. Εχω λάβει πολλά τέτοια γράμματα. Ο δικός μου πατέρας θυσίασε τη ζωή του για να σώσει εμένα, τη μητέρα μου και την αδελφή μου. Τη νύχτα της 30ής Σεπτεμβρίου 1943, που ήρθαν οι άντρες της Γκεστάπο στο διαμέρισμά μας στη Νίκαια, μας έβαλε σε μια κρυψώνα και ο ίδιος παραδόθηκε. Πιστεύω ότι θα ήταν ικανοποιημένος με αυτά που κατάφερα στη ζωή μου. Εκείνος, άλλωστε, ήταν που με βοήθησε. Οταν πήγα πρώτη φορά στο Αουσβιτς το 1965, ήταν σαν τον συνάντησα εκεί».

Σε εκείνη την επίσκεψη ήταν που επιλέξατε τον δρόμο που θα ακολουθούσατε;
Σερζ: «Ναι, εκεί ήταν που πήρα την απόφαση να μη ζήσω μια κανονική ζωή. Αλλωστε, κατά μία έννοια, ήμουν και εγώ ένας από τους νεκρούς εκεί. Θυμάμαι ακριβώς τη στιγμή που αυτό συνέβη. Οχι όταν βρισκόμουν στο κυρίως στρατόπεδο, το Αουσβιτς Ι, που ήταν ασφυκτικά γεμάτο από επισκέπτες (αποκλειστικά από τις χώρες-δορυφόρους της ΕΣΣΔ· κανείς από τη Δύση, ήμασταν ακόμη στον Ψυχρό Πόλεμο). Συνέβη στο Μπίρκεναου, όπου ήμουν εντελώς μόνος. Εκεί διαισθάνθηκα ότι έπρεπε να κάνω κάτι επειδή ήμουν πάνω απ’ όλα μέλος μιας ξεχωριστής γενιάς Εβραίων που κλήθηκε να αναλάβει εξαιρετικές ευθύνες. Ημουν μέλος αυτής της γενιάς που διασώθηκε από το Ολοκαύτωμα και την ίδια στιγμή έγινε μάρτυρας της ανάστασης ενός ανεξάρτητου ισραηλινού κράτους».

Το Ολοκαύτωμα αποτελεί το κύριο δομικό στοιχείο της εβραϊκής ταυτότητας;
Σερζ: «Κάθε Εβραίος έχει κάτι διαφορετικό. Αλλος έχει τη θρησκεία, άλλος τον πολιτισμό και τις παραδόσεις, άλλος τη μνήμη της «Σοά» (σ.σ.: η εβραϊκή λέξη για το Ολοκαύτωμα). Εγώ συγκαταλέγομαι στους τελευταίους. Δεν υπήρξα, άλλωστε, ποτέ θρήσκος. Ούτε οι γονείς μου ήταν. Ο πατέρας μου δεν έκανε Μπαρ Μιτσβά (σ.σ.: η παραδοσιακή εβραϊκή τελετή ενηλικίωσης)».
Ποια είναι σήμερα η σημασία της μνήμης του Ολοκαυτώματος σε μια Ευρώπη που βιώνει την άνοδο της Ακροδεξιάς και την ξενοφοβία;
Σερζ: «Η μνήμη του Ολοκαυτώματος είναι πάντα σημαντική, αλλά δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να αγωνιούν για τη δική τους καθημερινότητα σήμερα. Δεν μπορείς, για παράδειγμα, να ζητάς από κάποιον που έγινε πριν από λίγο καιρό μάρτυρας των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι να είναι φιλικός απέναντι στους μουσουλμάνους που φτάνουν στη Γαλλία. Η ξενοφοβία είναι μια φυσιολογική αντίδραση όταν βρίσκεσαι σε πόλεμο με τους φανατικούς ισλαμιστές: απλοί άνθρωποι καταλαμβάνονται από οργή».
Μπεάτε: «Και η άκρα Δεξιά στρέφεται σήμερα κατά των Εβραίων, βλέπετε τις επιθέσεις στις συναγωγές… Αλλά και κατά των προσφύγων».
Σερζ: «Οσον αφορά το Προσφυγικό, η Ευρώπη μπορεί μεν να φάνηκε γενναιόδωρη –η Γερμανία, για παράδειγμα, υποδέχτηκε 1 εκατομμύριο πρόσφυγες -, αλλά την ίδια στιγμή αυτά που συνέβησαν στην Κολωνία έστρεψαν την κοινή γνώμη εναντίον τους… Είναι μια επανάληψη των φαινομένων του παρελθόντος. Κάθε φορά που υπάρχει ένα μεγάλο, αιφνίδιο κύμα μετανάστευσης, κάθε φορά που υπάρχει μια μεγάλη κρίση, πυροδοτείται σχεδόν ταυτόχρονα ένα κύμα ξενοφοβίας. Αν το Προσφυγικό δεν επιλυθεί με έναν ορθολογικό τρόπο, η Ευρώπη θα υψώσει παντού τείχη…».
Επιμένετε ότι παρότι καταδιώκατε αδιαλείπτως αμετανόητους Ες Ες είχατε κατά τα άλλα φυσιολογική ζωή;
Mπεάτε: «Απολύτως. Ακόμη και όταν καταδίωκα τον Κλάους Μπάρμπι στη Λα Πας (Βολιβία), αγχωνόμουν με προβλήματα όπως: «Αρκεί να έχω γυρίσει σε οκτώ μέρες, γιατί του Αρνό (σ.σ.: ο γιος τους, σήμερα διακεκριμένος δικηγόρος) μπορεί να μην του φτάσουν τα εσώρουχά του». Ισως αυτό είναι τελικά και η δύναμή μας. Η κανονικότητα μιας ομαλής οικογένειας μας βοηθούσε. Μας περίμενε στο σπίτι κάθε φορά που επιστρέφαμε έπειτα από δίκες, φυλακίσεις, απαγωγές».
Ποια θα λέγατε ότι είναι η πιο σοκαριστική ανακάλυψη που κάνατε για την ίδια την ανθρώπινη φύση κατά τη διάρκεια του πολυετούς συγχρωτισμού σας με υψηλόβαθμους Ναζί εγκληματίες;
Σερζ: «Οπως σας είπα, δεν στοχαζόμασταν, δρούσαμε. Περάσαμε χιλιάδες ώρες χωμένοι μέσα σε αρχεία, αναζητώντας ονόματα των θυμάτων του Ολοκαυτώματος ή κυνηγώντας εγκληματίες του Γ’ Ράιχ ως την άκρη του κόσμου… Συγκεντρώσαμε την Ιστορία της «τελικής λύσης» στη Γαλλία που δεν είχε γραφτεί ποτέ μέχρι τότε… Ολα αυτά απαιτούσαν από εμάς μια εξουθενωτική πνευματική προσπάθεια. Από τη στιγμή, όμως, που μια εκστρατεία μας ολοκληρωνόταν, νοιαζόμασταν μόνο για τα παιδιά μας, τα σκυλιά μας, τις γάτες μας. Σας διαβεβαιώ, πέρασα πολύ περισσότερο χρόνο σκεπτόμενος τα σκυλιά και τις γάτες μου από ό,τι τον Χίτλερ! Διότι, αν δίπλα σε όλα αυτά που έκανα σπαταλούσα επιπλέον χρόνο για να στοχαστώ τις πράξεις μου, θα είχα τρελαθεί! Υπό μία έννοια, λοιπόν, ενεργούσαμε και εμείς όπως οι εγκληματίες που καταδιώκαμε. Αυτοί, π.χ., έπιαναν ένα παιδί, το σκότωναν και ύστερα έμπαιναν στο σπίτι τους και χάιδευαν τα παιδιά τους. Το ίδιο και εμείς. Οταν ξεφεύγαμε από τον αγώνα μας, δεν ασχολούμασταν παρά μόνο με τα παιδιά μας. Είχαμε πετύχει στη ζωή μας την ίδια αγαστή ισορροπία που είχαν οι ίδιοι οι Ναζί».
Κύριε και κυρία Κλάρσφελντ, παραδέχεστε σήμερα ότι το ανορθόδοξο για την τραυματισμένη μεταπολεμική Ευρώπη love story σας ενδυνάμωσε την αποφασιστικότητά σας να κυνηγήσετε Ναζί εγκληματίες;
Μπέατε: «Θα σας πω τι μου είχε γράψει ο Σερζ τον πρώτο καιρό της γνωριμίας μας: «Πρέπει να ομορφύνεις τη ζωή σου, Μπεάτε, να την αναδημιουργήσεις, να μη συμμετέχεις σ’ αυτήν ασυνείδητα, υπάρχοντας απλώς, αλλά να τη ζήσεις, να επιβληθείς συνειδητά. Από μια μικρή εκστρατεία των Ελλήνων στην Τροία, ο Ομηρος έκανε την «Ιλιάδα», και αυτή τη δυνατότητα την έχουμε όλοι, αν όχι στον τομέα της τέχνης, τουλάχιστον σε αυτόν της ζωής».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ