Το εργασιακό προφίλ των 25.000 υπαλλήλων που θα τεθούν σε διαθεσιμότητα ως το τέλος του 2013, εκ των οποίων 12.500 ως τον Ιούνιο σύμφωνα με τις μνημονιακές δεσμεύσεις, φέρνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την τρόικα η κυβέρνηση. Εν όψει της άφιξης του κλιμακίου της τριμερούς, το κυβερνητικό επιτελείο θα επιδιώξει να προβάλει την αναδιάταξη του υπαλληλικού προσωπικού μέσω στοχευμένων μετακινήσεών του, με βάση τα κενά και τις πλεονάζουσες θέσεις που προκύπτουν από τα νέα οργανογράμματα υπηρεσιών και φορέων του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Με έμφαση στις καταργήσεις, ενοποιήσεις και συγχωνεύσεις, η τρικομματική θα δεσμευθεί ότι δεν θα παρεκκλίνει από τα αριθμητικά δεδομένα της μείωσης δημοσίων υπαλλήλων, όπως καθορίζονται από τα συμφωνηθέντα στο Μνημόνιο ΙΙΙ.
Ετσι, χωρίς να γίνεται αναφορά σε απολύσεις, αφενός πλασάρεται στην κοινή γνώμη η λογική της ποιοτικής αναβάθμισης του προσωπικού που ζητεί και η τρόικα (εξειδικευμένα στελέχη, επιστημονικό προσωπικό, μετρήσιμη σχέση απόδοσης – αποτελεσματικότητας), αφετέρου η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, μέσα από την αντίληψη για λιγότερο κράτος. Ωστόσο οι εξελίξεις στην Κύπρο και η ανησυχία για τις προθέσεις της τρόικας, με ανοιχτό το ενδεχόμενο σκλήρυνσης της στάσης της απέναντι στις απαιτήσεις της από την Ελλάδα, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το Δημόσιο, προκαλούν ανησυχία στο κυβερνητικό στρατόπεδο.
Πάντως δεν είναι τυχαίο ότι ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Αντ. Μανιτάκης, ο οποίος επιμένει ότι με το σχέδιο για το Δημόσιο (κινητικότητα, ενίσχυση Πειθαρχικών για απολύσεις επίορκων, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις) θα έχει μειωθεί ο δημόσιος τομέας το 2015 κατά 150.000 άτομα, έχει ζητήσει απ’ όλα τα υπουργεία αλλά και τους φορείς κάτω από τη Γενική Κυβέρνηση την εφαρμογή στοχοθεσίας για το έτος 2013 και την επικαιροποίηση των Δεικτών Μέτρησης Αποτελεσματικότητας και Αποδοτικότητας.
Δεν κάνει πίσω η ΔΗΜΑΡ
Με άλλα λόγια, ενεργοποιείται πλήρως ο Νόμος 3230/2004 (ΦΕΚ 44/Α/11.2.2004) για την καθιέρωση του συστήματος «Διοίκηση Μέσω Στόχων» στην ελληνική δημόσια διοίκηση. Η διαδικασία προσδιορισμού σαφών επιδιώξεων – επιδόσεων στα ανώτατα ιεραρχικά επίπεδα κάθε φορέα και εν συνεχεία η διάχυση των γενικότερων αυτών επιδιώξεων υπό μορφήν εξειδικευμένων δράσεων σε κάθε κατώτερο ιεραρχικό επίπεδο θα καταλήγει σε ατομικό επίπεδο, στον υπάλληλο, ο οποίος θα κρίνεται με βάση το αν ανταποκρίθηκε στη δουλειά που ανέλαβε. Ενδεικτικό των προθέσεων και της σημασίας που δίδεται στη διαδικασία αυτή είναι ότι σε εγκύκλιο του υπουργείου (8.3.2013) επισημαίνεται «η σπουδαιότητα προσδιορισμού ετήσιων στόχων προκειμένου να υλοποιηθεί η αξιολόγηση προσωπικού με εχέγγυα αξιοκρατίας, αντικειμενικότητας και διαφάνειας»…
Οπως έλεγε στο «Βήμα» κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, οι αλλαγές στη δημόσια διοίκηση δεν είναι δυνατόν να γίνουν από τη μια μέρα στην άλλη, με δεδομένο ότι η αναδιοργάνωση πραγματοποιείται σε ένα Δημόσιο εν κινήσει, και βέβαια πρέπει να ενσωματώνει αρμονικά το ανθρώπινο δυναμικό. Πάντως, όπως επεσήμανε σχετικά με τις απαιτήσεις της τρόικας, «ο πυρήνας του προγράμματος σχετικά με τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού ως προς το ποσοτικό επίπεδο έχει γίνει κατά τρόπο αναντίλεκτο. Δεν είναι θέμα μείωσης αριθμού. Το πρόβλημα δεν συνδέεται με εξοικονόμηση δημοσιονομικών πόρων από μισθούς. Αυτή η διάσταση είναι πλήρως καλυμμένη». Και προσθέτει: «Αυτό που τίθεται είναι το ποιοτικό στοιχείο, η ποιοτική αναβάθμιση προσωπικού, που συνδέεται με την αξιολόγηση, την κινητικότητα και την ανακατανομή προσωπικού, εκεί που από την αξιολόγηση δομών εντοπίζονται κενά και πλεονάζουσες θέσεις».
Οι κυβερνητικοί εταίροι εμφανίζονται συντονισμένοι στη γραμμή στήριξης του σχεδίου για τις αναδιαρθρώσεις στο Δημόσιο, με τον πρωθυπουργό κ. Αντώνη Σαμαρά να διαβεβαιώνει γι’ αυτό στις συναντήσεις των τριών αρχηγών. Αναμένεται πάντως σε νέα συνάντηση των επικεφαλής των κομμάτων της τρικομματικής να επανατοποθετηθούν, με βάση τη νέα κατάσταση που έχουν διαμορφώσει οι εξελίξεις στην Κύπρο, ώστε να προετοιμαστούν για κάθε ενδεχόμενο. Ο κ. Φώτης Κουβέλης θα στηρίξει «μέχρι τέλους», όπως λένε χαρακτηριστικά στο ηγετικό επιτελείο της ΔΗΜΑΡ, τη γραμμή Μανιτάκη στο «όχι απολύσεις», προαναγγέλλοντας ότι η Αγ. Κωνσταντίνου δεν θα κάνει πίσω, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει τριγμούς για την κυβερνητική σταθερότητα. Μάλιστα, την περασμένη Τρίτη (26.3.2013) ο κ. Μανιτάκης ενημέρωσε την Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΔΗΜΑΡ για το πρόγραμμα κινητικότητας, σημειώνοντας ότι το συνολικό σχέδιο αναδιαρθρώσεων στον δημόσιο τομέα είναι επαρκές, γνωρίζοντας βεβαίως ότι οι δράσεις και οι ρυθμοί υλοποίησής του μένει να συνεκτιμηθούν από την τρόικα.
Χωρίς αριθμούς και ονόματα…
Ο κ. Μανιτάκης δεν θα… δώσει αριθμούς, ονόματα και διευθύνσεις των υπαλλήλων που θα τεθούν σε διαθεσιμότητα από τη δεξαμενή των φορέων και υπηρεσιών. Ούτε θα παρουσιάσει τον αριθμό όσων οδηγηθούν στην έξοδο από τα Πειθαρχικά και θα προστεθούν στους 885 που ήδη έχουν τεθεί σε αυτοδίκαιη αργία λόγω αδικημάτων που επισύρουν ποινικές ευθύνες. Ηδη έχει περιγράψει ότι έχουν διαβιβαστεί και εξετάζονται στα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια όλες οι εκκρεμούσες υποθέσεις, που είναι 1.550, ενώ το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, ενώπιον του οποίου εκκρεμούν 450 υποθέσεις, έχει επιταχύνει τους ρυθμούς εργασιών του (το 2012 εξέδωσε συνολικά 199 αποφάσεις).
Πάντως είναι αξιοσημείωτο ότι ο υπουργός άφησε αιχμές για τον γενικό επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης σχετικά με τον τρόπο χειρισμού των 1.900 υποθέσεων που, με πρωτοβουλία του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, απεστάλησαν προς έλεγχο στο Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (ΣΕΕΔΔ) και αφορούν περιπτώσεις υπαλλήλων στους οποίους έχει ασκηθεί δίωξη για αδικήματα τα οποία επισύρουν σοβαρές ποινές από το 2007 και εντεύθεν. Οπως είπε απαντώντας στο Κοινοβούλιο σε επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Ν. Βούτση, αυτές οι υποθέσεις είχαν σταλεί και βρίσκονταν στη διάθεση του γενικού επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, «χωρίς όμως ως σήμερα να έχουν αξιοποιηθεί καταλλήλως και αρμοδίως».
Το οργανόγραμμα και η κατάργηση
Τι θα γίνει με τα γραφεία ελεγκτών

Σάλο έχει προκαλέσει η απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Μεταρρύθμισης να αποδεχθεί την πρόταση για κατάργηση περιφερειακών γραφείων ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (ΣΕΕΔΔ). Σύμφωνα με το ισχύον οργανόγραμμα, το ΣΕΕΔΔ, εκτός της Κεντρικής Υπηρεσίας στην Αθήνα, έχει έξι περιφερειακά γραφεία στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα, στην Τρίπολη, στην Πάτρα, στις Σέρρες και στο Ρέθυμνο. Ιδιαίτερα καυστική είναι η ανοιχτή επιστολή (27.3.2013) προς τον κ. Μανιτάκη από τον γενικό γραμματέα της Ενωσης Περιφερειών Ελλάδας κ. Απόστολο Παπατόλια. Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Παπατόλιας, «σε μια εποχή όπου όλα τίθενται υπό αμφισβήτηση και όπου πραγματικά είναι επιτακτική ανάγκη η αξιολόγηση των δομών των δημοσίων υπηρεσιών, ως προς την αποτελεσματικότητά τους, η εύκολη αλλά ύποπτη λύση της κατάργησης επιτυχημένων διαχρονικά δομών, και μάλιστα ελεγκτικών, χωρίς να μπορεί σε καμία περίπτωση να υποκατασταθεί ο ρόλος τους, δημιουργεί ερωτηματικά για τη σκοπιμότητα των ενεργειών αυτών, αλλά και για τη σοβαρότητα με την οποία επιχειρούνται οι τομές στη δημόσια διοίκηση, όταν η αδυναμία αντικειμενικών μετρήσεων της αποτελεσματικότητας των δομών του υπουργείου οδηγεί σε «Ιφιγένειες» που πρέπει να θυσιαστούν για να επιδείξει η επιτροπή και το υπουργείο κατ’ επέκτασιν έργο».
Σημειώνει ότι, σύμφωνα με την Εκθεση Πεπραγμένων ΣΕΕΔΔ του έτους 2010, το ΣΕΕΔΔ διενήργησε 1.015 επιθεωρήσεις, 15 ελέγχους «πόθεν έσχες», 33 προκαταρκτικές και 7 ΕΔΕ. Οι μισοί και πλέον έλεγχοι (50,47%) έγιναν από δύο περιφερειακά γραφεία. Πάντως η επιλογή αναδιοργάνωσης του Σώματος έχει προταθεί με επιχειρήματα, όπως το ότι έχουν εντοπισθεί προβλήματα συντονισμού, ενώ τίθεται επίσης το ζήτημα της αναγνωρισιμότητας των επιθεωρητών στις μικρές κοινωνίες. Κατά τον κ. Παπατόλια, η λειτουργία όλων των υπό κατάργηση περιφερειακών γραφείων κοστίζει 99.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των μισθωμάτων (περίπου στο ύψος των 60.000 ευρώ) σε σύνολο 881.000 ευρώ προϋπολογισμού του ΣΕΕΔΔ (στοιχεία 2012). Πέραν των άλλων, ο γενικός γραμματέας της ΕΝΠΕ τονίζει ότι η κατάργηση των περιφερειακών γραφείων συνεπάγεται την αύξηση του κόστους μετακίνησης των επιθεωρητών, ενώ θα υπάρχει επιβάρυνση του Δημοσίου με ποσά της τάξεως των 200.000 ευρώ περίπου κατ’ έτος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ