Ο Βασίλης Ζούλιας συνηθίζει να δίνει ονόµατα στα ρούχα και στα παπούτσια που σχεδιάζει. Κάποια στιγµή, βάφτισε «Κάλλας» ένα µαύρο best seller φόρεµα. Οταν λοιπόν ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος τον προσέγγισε προκειµένου να ντύσει την Κάλλας στο θέατρο, στο έργο του Τέρενς Μακ Νάλι «Master Class» που παρουσιάζεται εφέτος στο «Μικρό Χορν» σε σκηνοθεσία του ιδίου, ο γνωστός σχεδιαστής χάρηκε διπλά. «Αφενός γιατί εκτιµώ και σέβοµαι τον Οδυσσέα και τη δουλειά του, αφετέρου γιατί τον ρόλο της ντίβας θα έπαιζε η Μαρία Ναυπλιώτου, µια γυναίκα πανέµορφη, µε φυσική χάρη, λαµπερή και κοµψή, η οποία αναδεικνύει ό,τι κι αν φορέσει». Στο σηµείο αυτό, συνεχίζει, έγινε κάτι µαγικό. «Της έδειξα το φόρεµα λέγοντάς της «αυτό έχω στον νου µου να βάλεις» και της ταίριαξε αµέσως. Τότε της είπα ότι «αυτό το φόρεµα το έχω ονοµάσει Κάλλας»».
Oπως το όνοµά του µαρτυρά, το ρούχο είναι εµπνευσµένο από την ντίβα του λυρικού θεάτρου, η οποία πέρα από τη σφραγίδα της στην όπερα άφησε το στίγµα της και στη µόδα. «Το φόρεµα είναι σκέτο µπροστά, χωρίς µανίκια, µε µέση και µεγάλη φούστα και έχει ένα άνοιγµα πίσω στην πλάτη, το οποίο κλείνει µε ένα ωραίο ντραπέ. Είναι γοητευτική η πλάτη» εξηγεί ο δηµιουργός του. Και συνεχίζει: «Οταν το είδε ο Οδυσσέας, ενθουσιάστηκε και αποφάσισε αµέσως ότι αυτό είναι το φόρεµα της Κάλλας στη σκηνή. Η αλήθεια είναι ότι πολλά φορέµατα δικά µου λειτουργούν σαν καµβάς όπου κυριαρχεί το πρόσωπο. Ετσι κι εκείνος είχε την Κάλλας – τη Μαρία – και αυτό ήταν ένας καµβάς: ένα µαύρο που δεν είχε τίποτα και ταυτόχρονα τα είχε όλα. Κατά τη γνώµη µου, το απλό είναι και το πιο δύσκολο. Αν θέλεις να τσεκάρεις την ικανότητα ενός σχεδιαστή, ζήτα του να φτιάξει ένα σκέτο µαύρο φόρεµα».

Μαύρο, κλασικό και άχρονο

Γιατί όµως ένα µόνο φόρεµα; «Αυτό ήθελαν. Ενα χαρακτηριστικό φόρεµα που να παραπέµπει στην Κάλλας. Επειδή το έργο αναφέρεται στο σεµινάριο που δίδαξε η ντίβα στη µουσική σχολή Juilliard της Νέας Υόρκης στις αρχές της δεκαετίας του ’70, εγώ στην αρχή σκέφτηκα άλλα πράγµατα. Ωστόσο µου είπαν: «Ξέχνα την εποχή, θέλουµε ένα φόρεµα χαρακτηριστικό της ηρωίδας». Ηθελαν κάτι άχρονο και κλασικό και νοµίζω ότι πήγαµε πολύ καλά» λέει ο Βασίλης Ζούλιας.
Οµολογεί πως είναι πολύ διαφορετικό για έναν σχεδιαστή να ντύνει µια ηθοποιό απ’ ό,τι ένα µοντέλο. «Το µοντέλο δεν έχει άποψη, η δουλειά του είναι να κάνει ό,τι του λένε. Η ηθοποιός, όµως, είναι κάτι διαφορετικό. Πρέπει να νιώθει τον ρόλο µέσα στο ρούχο». Η επιλογή του να ντύσει την Κάλλας στη σκηνή προκύπτει λογικά. Η εποχή 1950-1960 τον εµπνέει ως δηµιουργό: η κλασική κοµψότητα και η διαχρονικότητα είναι το σήµα κατατεθέν του.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν κάνω µόνο αυτό. Μου έχει τύχει να κάνω κι άλλα πράγµατα, το αποτέλεσµα να είναι ωραίο, να έρχονται γυναίκες στο κατάστηµα να τα δοκιµάζουν, να τους αρέσει και στο τέλος να λένε: «Ναι, µα αυτό δεν είναι Ζούλιας». Οταν το ακούω αυτό είναι σαν µαχαιριά. Πάω να κάνω κάτι άλλο και η αντίδραση είναι αυτή… Οπότε, κάπου σε κατευθύνει και το ίδιο το κοινό».
Θα έλεγε ότι εξελίσσεται το στυλ του στον χρόνο; Απαντά καταφατικά. Ωστόσο, λέει µε χιούµορ, ο σκοπός του δεν είναι να ανακαλύψει την πυρίτιδα. «Θέλω να βλέπω τις γυναίκες ευτυχισµένες µέσα στα ρούχα µου, να βρίσκουν τον εαυτό τους, να ανακαλύπτουν ότι έχουν υπέροχη µέση, ότι το µήκος στο γόνατο τους πάει».

Μια µπουτίκ σε κάθε πρωτεύουσα

Συµφωνεί µε την άποψη που θέλει τη µόδα να γυρίζει πάντα στο παρελθόν. «Ωστόσο πλέον η δεκαετία του ’50 έχει τελειώσει, όπως άλλωστε και η δεκαετία του ’80. Τώρα πάµε προς τα 90s και από εκεί ήταν εµπνευσµένη και η προ ηµερών επίδειξή µου. Παρ’ όλα αυτά, µετά από αυτό που έκανε η Πατρίτσια Φιλντ µε το «Sex & the City», νοµίζω πως είµαστε στη φάση τού «όλα ταιριάζουν». Μπορείς να φορέσεις τεράστιες βάτες των 80s, eyeliner το πρωί και να βγεις έξω και να είναι όλα µια χαρά, δεν υπάρχει πρόβληµα. Δεν λειτουργούν τα κλισέ που υπήρχαν κάποτε. Μου αρέσει αυτό. Προτιµώ κάτι ενδιαφέρον παρά κάτι άχρωµο και άοσµο. Και το εξεζητηµένα κακόγουστο το βρίσκω πολύ καλύτερο από το απλώς αδιάφορο».
Δεν κρύβει ότι κάνει διαρκώς σχέδια για το µέλλον. Ξέρει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις «ο Θεός γελάει», όπως λέει, αλλά ο ίδιος συνηθίζει να καταγράφει τους στόχους του και να προσπαθεί για αυτούς. «Το επόµενο βήµα είναι µια µπουτίκ «Ζούλιας» σε κάθε πρωτεύουσα του κόσµου, ενώ ονειρεύοµαι να φτάσω και στα Οσκαρ. Εφέτος είχαµε πολλά red carpets. Πήγαµε στις Χρυσές Σφαίρες, στο Met Gala, οπότε οµολογώ πως θα ήθελα να γίνει κάτι και µε τα Οσκαρ, γιατί όχι;».
Θεωρεί πως κάτι τέτοιες διακρίσεις είναι, βεβαίως, προσωπικές αλλά και εθνικές. Τιµή για την Ελλάδα. «Πιστεύω πως όλα γίνονται και θα γίνουν. Αυτή την εποχή υπάρχει εντυπωσιακή στροφή του ελληνικού κοινού στα εγχώρια προϊόντα και ταυτόχρονα τεράστια φιλικότητα του υπόλοιπου κόσµου στα ελληνικά brands. Προσωπικά, δεν σκέφτοµαι µε όρους «το εξωτερικό κι εµείς», προτιµώ να αισθάνοµαι µέρος του πλανήτη. Δεν σκέφτοµαι ότι είµαστε επαρχία. Το κέντρο του πολιτισµού είναι εδώ. Οι Ελληνες έδωσαν στον κόσµο το δώρο της σκέψης και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα να κάνουν µόδα».