Το 1821, η Γιάννα, οι ιστορικοί και εμείς

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ο εορτασμός των 200 χρόνων από το 1821 ήταν από τις προτεραιότητες του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και μία από τις πρώτες ενέργειές του ως Πρωθυπουργού ήταν να ανακοινώσει εκδηλώσεις για την επέτειο, αναθέτοντας την ευθύνη τους στην κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου.
Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς γιατί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ανακοινώσει μια ανάλογη πρωτοβουλία, πολύ περισσότερο που είχε εκδηλωθεί, αρκετά νωρίς, διεθνές ενδιαφέρον για τη στρογγυλή επέτειο της Επανάστασης. Για παράδειγμα, το Μουσείο του Λούβρου είχε προαναγγείλει μεγάλη έκθεση, σε επιμέλεια του ίδιου του διευθυντή του, του Ζαν-Λικ Μαρτινέζ. Ισως η απάντηση να αναζητηθεί στην αμηχανία του ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα της Αριστεράς σε σχέση με το 1821.
Στη μαρξιστική ιστοριογραφική παράδοση η Επανάσταση είναι «νόθα», «προδομένη», «ανολοκλήρωτη» (βλέπε Γιάννης Βούλγαρης, «Ελλάδα: Μια χώρα παραδόξως νεωτερική», Πόλις, 2019). Ετσι κι αλλιώς η Αριστερά χρησιμοποίησε το 1821 για τη δική της στρατηγική. Το ταύτισε, για παράδειγμα, με το ΕΑΜ και με την «προδομένη αντίσταση», αλλά και με τον αντιδυτικό λόγο, μέσα από το σχήμα της ξενοκρατίας. Μολονότι αυτά τα σχήματα έχουν αμβλυνθεί ή θεωρούνται ξεπερασμένα, εξακολουθούν να είναι ισχυρά στον δημόσιο λόγο της Αριστεράς (και όχι μόνο) και να επιβιώνουν σε ένα είδος επιστημονικού λόγου, ιδιαίτερα το σχήμα της «ανολοκλήρωτης επανάστασης». Την αμηχανία δείχνει και το πώς κατονομάζεται το 1821: Επανάσταση; Αγώνας για την ανεξαρτησία; Εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, με άμεση αναφορά στο ΕΑΜ;
Στην παρούσα στιγμή μπορούμε να δούμε την 200ή επέτειο από το 1821 μέσα από δύο σημαντικές πτυχές. Πρώτον, οι εκδηλώσεις και οι επετειακοί εορτασμοί. Δεύτερον, η επιστημονική γνώση που έχει παραχθεί για το 1821.
Rebranding
Ο σχολιασμός της ανάθεσης της ευθύνης των επετειακών εκδηλώσεων στην κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα, ιδιαίτερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με, ως επί το πλείστον, αρνητικά posts. Ετσι κι αλλιώς η κυρία Αγγελοπούλου προκαλεί έντονα συναισθήματα και αντιπαραθέσεις. Μπορούμε να θυμηθούμε την προσπάθειά της να αλλάξει τη διεθνή εικόνα του Αλέξη Τσίπρα με εκείνη την εκδήλωση του Ιδρύματος Κλίντον, που κατέληξε σε φιάσκο. Δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για διεθνώς αναγνωρίσιμη προσωπικότητα και κυρίως έχει στο ενεργητικό της την επιτυχή διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 2004, που μάλιστα αποτέλεσε και μοντέλο για επόμενες διοργανώσεις. Από την άποψη αυτή η επιλογή της είναι, κατά τη γνώμη μας, επιτυχής.
Επί της ουσίας, ποιος θα είναι ο στόχος των εκδηλώσεων και κατά πόσο η κυρία Αγγελοπούλου μπορεί να προσδιορίσει τον στόχο ή τους στόχους; Εχουμε ήδη μια πρώτη ιδέα (βλέπε «Το Βήμα», 4 Αυγούστου 2019): επανατοποθέτηση της Ελλάδας στον κόσμο και γενικότερη προσπάθεια ανασυγκρότησης και ανασύνταξης της χώρας. Αλλωστε μην ξεχνάμε ότι τέτοιου είδους εορτασμοί είναι ταυτόχρονα γιγαντιαίες επιχειρήσεις πολιτικής επικοινωνίας. Τριάντα τρεις ηγέτες συμμετείχαν στους εορτασμούς για τα 200 χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης το 1989. Ανάμεσά τους η Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Τζορτζ Μπους, ο Χέλμουτ Κολ.
Το γαλλικό προηγούμενο
Αν θέλουμε να βρούμε ένα ανάλογο προηγούμενο – το είδαμε ήδη -, θα οδηγηθούμε στη Γαλλία του 1989 και στους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση (Bicentenaire). Το 1986, εποχή συγκατοίκησης (Μιτεράν, Σοσιαλιστής πρόεδρος, Σιράκ, πρωθυπουργός της Δεξιάς), πρόεδρος της επιτροπής ορίστηκε από τον Σιράκ, με τη σύμφωνη γνώμη του Μιτεράν, ο Μισέλ Μπαρουέν, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που είχε συνδεθεί και με την Αλγερία. Λίγους μήνες μετά ο Μπαρουέν πέθανε και στην προεδρία της επιτροπής τον διαδέχτηκε ο βετεράνος πολιτικός Εντγκάρ Φορ.
Οι δύο πρόεδροι είχαν θέσει ως στόχο των εορτασμών τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον στοχασμό για το ποιος θα είναι ο άνθρωπος της τρίτης χιλιετηρίδας. Οι στόχοι αυτοί υπαγορεύονταν τόσο από τη διεθνή συγκυρία, που οδήγησε λίγο μετά στην πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όσο και από τις νέες επιστημονικές συνθέσεις για την Επανάσταση, κυρίως του Φρανσουά Φιρέ, οποίος είχε αποδομήσει όλον τον μαρξιστικό λόγο για την επαναστατική προοπτική που δημιουργούσε το 1789 και είχε διακηρύξει το τέλος της Γαλλικής Επανάστασης.
Πέθανε όμως και ο Εντγκάρ Φορ. Στις προεδρικές εκλογές του 1988 ο Μιτεράν επανεκλέγεται για δεύτερη θητεία. Στις βουλευτικές εκλογές που ακολουθούν το Σοσιαλιστικό Κόμμα επανέρχεται στην εξουσία. Ο νέος πρωθυπουργός Ροκάρ ορίζει πρόεδρο της επιτροπής τον ιστορικό Ζαν-Νοέλ Ζανενέ και ο στόχος των εορτασμών αλλάζει. Είναι πλέον η «φωτεινή πλευρά της Επανάστασης». Για την ιστορική τεκμηρίωση ο νέος πρόεδρος αφήνει στην άκρη τον Φρανσουά Φιρέ και στρέφεται προς έναν άλλον μεγάλο ιστορικό της Επανάστασης, τον Μισέλ Βοβέλ, που βρίσκεται πιο κοντά στη μαρξιστική προσέγγιση. Οι εορτασμοί αποτελούν πλέον κορυφαίο στοιχείο της πολιτικής, πολιτιστικής και επικοινωνιακής ατζέντας του Σοσιαλιστή πρόεδρου και της σοσιαλιστικής κυβέρνησης και το υπουργείο Πολιτισμού μετονομάζεται το 1988 σε υπουργείο

