Σεΐχα Αλ Μαγιάσα
H βασίλισσα του κόσμου της τέχνης επενδύει δισεκατομμύρια δολάρια στο μέλλον της χώρας της κρατώντας σφιχτά το χέρι της παράδοσης.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ο Ρίτσαρντ Σέρα ανέκαθεν προτιμούσε τη θάλασσα από την έρημο. Οταν όμως τον κάλεσε η Αυτής Εξοχότης να δημιουργήσει ένα γλυπτό στο Κατάρ, έκανε μια ηχηρή εξαίρεση. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να γυρίσει την πλάτη στην απόλυτη «βασίλισσα της τέχνης», σεΐχα Αλ Μαγιάσα μπιντ Χάμαντ μπιν Καλίφα αλ Θάνι, αδελφή του εμίρη της χώρας, η οποία προεδρεύει των μουσείων του Κατάρ απ’ όταν τοποθετήθηκε στη θέση από τον πατέρα της το 2006; Εκείνη είναι υπεύθυνη για τη συλλογή έργων σύγχρονης τέχνης του κράτους ξοδεύοντας όπως η ίδια κρίνει το 1 δισ. δολάρια (σύμφωνα με το Bloomberg) που έχει στη διάθεσή της ετησίως για τη διαμόρφωσή της. Ενα γεγονός όχι και τόσο ήσσονος σημασίας, που την έφερε στο νούμερο 1 της λίστας των 100 πιο επιδραστικών ανθρώπων της τέχνης του περιοδικού «Art Review» το 2013 ως τη δεύτερη γυναίκα που κατακτούσε την κορυφή της κατάταξης, αλλά και σε υψηλές θέσεις σε αντίστοιχους καταλόγους του «Time» ή του «Forbes». «Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους, κατά κάποιον τρόπο. Κανένας δεν αγοράζει έργα τέχνης όπως το Κατάρ. Και δεν είναι μόνο οι αγορές, αλλά και οι διεθνείς χορηγίες εκθέσεων (σ.σ.: π.χ. της μεγάλης αναδρομικής του Ντέμιαν Χιρστ στην Tate Modern το 2012) και εικαστικών θεσμών» έλεγε τότε ο αρχισυντάκτης του «Art Review», Μαρκ Ράπολτ.
Τελικά, το έργο του Ρίτσαρντ Σέρα «East-West/West-East» (2014), τέσσερις γιγάντιες παραλληλόγραμμες πλάκες από ατσάλι, στήθηκε καταμεσής της ερήμου του Κατάρ ως ένα σύγχρονο μυστηριώδες Stonehedge. Ηταν το πιο ψηλό έργο που είχε δημιουργήσει ο αμερικανός γλύπτης των μνημειακών εγκαταστάσεων και ο σκοπός ήταν να ορθώσει το ανάστημά του για να συνδέσει το παρελθόν με το παρόν του Κατάρ. Μιας χώρας με ραγδαία ανάπτυξη χάρη στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο, δύο πλουτοπαραγωγικές πηγές που τη μετέτρεψαν από πατρίδα περιπλανώμενων βεδουίνων σε ένα από τα πιο πλούσια κράτη του κόσμου. Ενα κράτος το οποίο έχει βαλθεί να επιδείξει το μεγαλείο του όχι βεβαίως μόνο μέσα από γλυπτικές εγκαταστάσεις αλλά και από μουσεία-μνημεία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, όπως το πρόσφατο Εθνικό Μουσείο του Κατάρ (NMoQ) διά χειρός Ζαν Νουβέλ, και ταυτόχρονα να διατηρήσει ανέπαφη την παράδοση της χώρας. Παρεμπιπτόντως, αν και έχουμε την αίσθηση ότι αυτή είναι πολύ πρόσφατη, ένα απολίθωμα που εκτίθεται στο συγκεκριμένο μουσείο ως δάνειο από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου μαρτυρά ότι υπήρχε ζωή σε αυτή τη χερσόνησο ακόμα και πριν από 400 εκατ. χρόνια. Δείγμα της κατεύθυνσης που θέλει να πάρει το σημερινό Κατάρ είναι ότι το συγκεκριμένο έκθεμα θαύμασαν στα εγκαίνια του μουσείου στην Ντόχα πρωτοκλασάτες προσωπικότητες του διεθνούς τζετ σετ όπως ο Τζόνι Ντεπ, ο Λουκ Εβανς, ο Τζεφ Κουνς, ο Τακάσι Μουρακάμι, η Βικτόρια Μπέκαμ, ο Χοσέ Μουρίνιο, η Νταϊάν φον Φίρστενμπεργκ, οι Herzog & de Meuron, o Ολαφουρ Ελίασον, ο Ρεμ Κούλχαας, η Ναόμι Κάμπελ, η Νατάλια Βοντιάνοβα αλλά και ο Νικολά Σαρκοζί με την Κάρλα Μπρούνι.
Από το Harrods στο art island του Ιονίου
Η 36χρονη Μαγιάσα, ως πρόεδρος των μουσείων του Κατάρ, έχει βάλει ως ύψιστο στόχο να διατηρήσει αυτή την ισορροπία ανάμεσα στο παλιό και στο νέο Κατάρ και βεβαίως παράλληλα να καταστήσει τη χώρα της φάρο του πολιτισμού στη Μέση Ανατολή και στον μουσουλμανικό κόσμο με το βλέμμα πάντα στραμμένο στη Δύση. Εχει άλλωστε πρόσφορο έδαφος για να πράξει τα δέοντα όπως το επιθυμεί. Κατ’ αρχάς τής το επιτρέπει ο ιλιγγιώδης πλούτος της οικογένειάς της, η οποία μεταξύ άλλων διαθέτει αμέτρητα ακίνητα στην Ευρώπη, όπως ο ουρανοξύστης The Shard, το Ολυμπιακό Χωριό ή το πολυκατάστημα Harrods, όλα στο Λονδίνο, αλλά και τα ξενοδοχεία Majestic, Martinez και Carlton στις Κάννες (στην Ελλάδα το Κατάρ συνδέθηκε με το ιδιωτικό νησί Οξυά ή Οξεία του συμπλέγματος των Εχινάδων στο Ιόνιο, το οποίο γράφτηκε ότι απέκτησε η οικογένεια του εμίρη έναντι 5 εκατ. ευρώ προκειμένου να το μετατρέψει σε «art island»). Κατά δεύτερον, το 60% του πληθυσμού του Κατάρ είναι κάτω των 30 ετών και άρα ευεπίφορο να ενστερνιστεί το δελεαστικό όραμα της Αλ Μαγιάσα. Εκείνη γνωρίζει ότι για να τους προσελκύσει θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την τελευταία λέξη της τεχνολογίας για να καταστήσει θελκτικές τις εκθέσεις. Είναι πρωταρχικό της μέλημα, καθώς ως μητέρα τεσσάρων τέκνων δηλώνει ότι «όλα τα παιδιά πρέπει να εκτεθούν στην τέχνη, ακόμα και αν δεν ασχοληθούν τελικά με αυτήν. Ερευνες αποδεικνύουν ότι οι μαθητές που έρχονται σε επαφή με πολιτιστικά ιδρύματα έχουν καλύτερη ιστορική ενσυναίσθηση, δυνατότητα απομνημόνευσης και κριτική ικανότητα».
Με αμπάγια στο Upper East Side
Πώς θα τοποθετηθεί άραγε αυτή η νέα γενιά απέναντι στους περιορισμούς που επιβάλλει η αυστηρότητα της επιβολής των θρησκευτικών κανόνων του Ισλάμ, αρχής γενομένης από τον ενδυματολογικό κώδικα των γυναικών; «Η αμπάγια δεν είναι ένα θρησκευτικό ένδυμα ούτε ένα θρησκευτικό statement. Aντίθετα, συνιστά ένα διαφορετικό πολιτισμικό σύμβολο το οποίο επιλέγουμε να το φορέσουμε. Είναι ένα ένδυμα που κάνει μια γυναίκα να αισθάνεται ελεύθερη, μια και μπορεί να φορέσει ό,τι θέλει κάτω από αυτήν. Μπορεί αν θέλει να πάει στη δουλειά με τις πιτζάμες της και κανένας δεν θα το καταλάβει. Αλλάζουμε τη χώρα από μέσα, ενώ ταυτόχρονα επανασυνδεόμαστε με τις παραδόσεις μας» έλεγε σε ομιλία της στο TED το 2010. Ετσι και η Αυτής Eξοχότης φοράει το παραδοσιακό μουσουλμανικό ένδυμα με τα πιο πολυτελή brands από κάτω. Αλλωστε, ακόμα και ο οίκος Valentino ανήκει στην οικογένειά της.
Η Μαγιάσα είναι μόνιμη κάτοικος Νέας Υόρκης, ζει στο Upper East Side του Μανχάταν για την ακρίβεια, όπου μαζί με τον σύζυγό της και δεύτερο εξάδελφό της σεΐχη Τζασίμ μπιν Αμπντούλ Αζίζ Αλ Θάνι αγόρασαν δύο πολυτελέστατα townhouses για τους ίδιους και μία διπλανή πολυώροφη μονοκατοικία για να στεγαστεί το υπηρετικό προσωπικό τους. Η Αλ Μαγιάσα είναι απόφοιτη του Πανεπιστημίου Duke της Βόρειας Καρολίνας, όπου σπούδασε Λογοτεχνία και Πολιτικές Επιστήμες. Οχι, δεν έχει σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να εκτιμά την αξία καλλιτεχνών όπως οι Αντι Γουόρχολ, Ρόι Λιχτενστάιν, Φράνσις Μπέικον, αλλά και έργων όπως ο πίνακας «Πότε θα παντρευτείς;» (1892) του Πολ Γκογκέν ή οι «Χαρτοπαίκτες» (1892-93) του Πολ Σεζάν και να διαθέτει – όπως φημολογείται –
μυθικά ποσά για τα αποκτήσει – πάντα για λογαριασμό του Κατάρ. Συγκεκριμένα, 210 εκατ. και 250 εκατ. δολάρια αντίστοιχα, τα οποία στη δεύτερη περίπτωση προσέφερε στους κληρονόμους του εφοπλιστή Γιώργου Εμπειρίκου το 2012. Ζώντες καλλιτέχνες όπως ο Ντέμιαν Χιρστ βλέπουν με τη σειρά τους έργα τους να αγοράζονται για αρκετά εκατομμύρια δολάρια. Δεκαεννέα για την ακρίβεια, για έργα όπως το «Lullaby Spring» (2002), ένα ερμάριο με χάπια. Το κοινό, από την άλλη, δεν βλέπει και πολλά, καθώς μόνο ορισμένα έργα της πανάκριβης συλλογής εκτίθενται σε κοινή θέα στο Mathaf, το Αραβικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στην πρωτεύουσα Ντόχα. Τα μέλη της οικογένειας Αλ Θάνι έχουν συγκριθεί ακόμα και με τους Μεδίκους όσον αφορά την αγάπη τους για τη συλλογή έργων τέχνης την οποία άρχισαν να δημιουργούν πριν από μισό αιώνα. Ταυτόχρονα έχουν επικριθεί σφόδρα για την αλόγιστη διάθεση χρημάτων για τη συγκρότησή της. «Η σεΐχα διαστρεβλώνει την εικόνα της αγοράς της τέχνης και την καθιστά αποκλειστικό προνόμιο μιας χούφτας ανθρώπων» είναι το εύλογο επιχείρημά τους.
Η Μόζα, η Μαγιάσα και η Λουίζ Μπουρζουά
«Μεγάλωσα κοιτάζοντας και βλέποντας πράγματα γύρω μου. Η γιαγιά μου ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που έζησαν μια νομαδική ζωή σε μια τέντα στην έρημο. Δεν πήγε σχολείο, δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει, αλλά είναι πολύ ενημερωμένη γιατί ακούει ραδιόφωνο, βλέπει τηλεόραση, ενώ περιβάλλεται από μορφωμένους ανθρώπους και συλλέγει καταπληκτικά αντικείμενα» έλεγε σε συνέντευξή της σε βρετανικό έντυπο. Η μητέρα της, Μόζα, δεύτερη σύζυγος του σεΐχη Χαμάντ μπιν Καλίφα αλ Θάνι, την έμαθε ότι οι γυναίκες της οικογένειάς τους προΐστανται στη διαμόρφωση του πολιτιστικού προφίλ της χώρας, καθώς η ίδια βρίσκεται στην κεφαλή του Fashion Trust Arabia, μιας μη κερδοσκοπικής πρωτοβουλίας με στόχο τη στήριξη νέων σχεδιαστών μόδας στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, στο οποίο η Μαγιάσα συμπροεδρεύει. H Mόζα έχει δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα και στην εκπαίδευση, καθώς είναι αντιπρόεδρος του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου από το 2002, ενώ υπήρξε και ειδική απεσταλμένη της UNESCO για θέματα που άπτονται της βασικής και ανώτερης εκπαίδευσης το 2003. Η Μαγιάσα όμως είναι εκείνη που έχει γίνει γνωστή διεθνώς χάρη στις αγορές έργων τέχνης αλλά και στη διοργάνωση εκθέσεων που θα ζήλευαν ακόμα και οι μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Εκθέσεις με έργα των Πικάσο και Τζιακομέτι, μεγάλες ατομικές όπως του Τακάσι Μουρακάμι αλλά και αντίστοιχες με έργα γυναικών καλλιτεχνών όπως η Μόνα Χατούμ, η Σιρίν Νεσάτ ή η Λουίζ Μπουρζουά. Λίγο προτού πεθάνει στα 98 της, η σπουδαία γαλλίδα καλλιτέχνιδα διαπραγματευόταν την πώληση της γιγάντιας αράχνης «Maman» με τη Μαγιάσα, κατά δήλωση της τελευταίας. Αμφίβολο ότι θα δούμε ποτέ και κάποιο από τα περίφημα έργα-φαλλούς της Μπουρζουά σε μια χώρα όπως το Κατάρ. Ωστόσο, κατά δήλωση της Αλ Μαγιάσα, «οι γυναίκες διεκδικούν πολλούς σημαντικούς ρόλους στην κοινωνία του Κατάρ. Στην πραγματικότητα, στα μουσεία του Κατάρ προσπαθούμε να προσελκύσουμε περισσότερους άνδρες γιατί το ποσοστό των γυναικών που δουλεύουν στον τομέα του πολιτισμού είναι σημαντικά υψηλότερο» έλεγε σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Harper’s Bazaar».
Πολλά τα αξιοθέατα και τα ερεθίσματα λοιπόν για όσους σκοπεύουν να επισκεφθούν το Κατάρ και με την αφορμή της διοργάνωσης του Παγκόσμιου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου το 2022, του πρώτου χειμερινού Μουντιάλ ελέω των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούν στην Αραβική Χερσόνησο. Μια υπόθεση νεφελώδης, η οποία επισκιάστηκε από τον φημολογούμενο χρηματισμό της επιτροπής της Διεθνούς Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (FIFA) το 2010 προκειμένου να ανατεθεί στο Κατάρ η διοργάνωση. Επιπλέον, η ανάληψη των αγώνων έφερε και την παγκόσμια κατακραυγή για τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας των χιλιάδων μεταναστών στα εργοτάξια των γηπέδων και των έργων υποδομής όπου θα διεξαχθεί η μεγάλη φιέστα. Εν τέλει δημιουργήθηκε ένα μεγάλο ερωτηματικό ακόμα και στο «παρά πέντε» για το αν το Κατάρ θα φιλοξενήσει τελικά την κορυφαία ποδοσφαιρική διοργάνωση. Και αυτό γιατί ύστερα από τη διπλωματική απομόνωση που έχουν επιβάλει στο Κατάρ οι γειτονικές του χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Ιορδανία, το Μπαχρέιν, κρίνεται αμφίβολο αν θα καταφέρει να φιλοξενήσει τόσο μεγάλο αριθμό ομάδων και αναμετρήσεων χωρίς τη συνδρομή άλλων κρατών, από τη στιγμή που η ηγεσία της FIFA επιθυμεί να συμμετάσχουν 48 αντί για 32 αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα στη διοργάνωση. Μέχρι πρότινος, μόνο το Ομάν προσφερόταν να συνδράμει το Κατάρ, καθώς είναι η μόνη χώρα της περιοχής που επιλέγει να παραβλέψει το γεγονός ότι η γείτων διατηρεί στενές σχέσεις με την Τουρκία και το Ιράν και στηρίζει την τρομοκρατία, όπως διατείνονται οι υπόλοιπες άσπιλες όμορες χώρες. Πρόσφατα όμως ο υπουργός Εξωτερικών του Ομάν δήλωσε ότι δεν θα προλάβει να δημιουργήσει τις κατάλληλες υποδομές για τους αγώνες. Πράγμα που μάλλον καθόρισε ότι οι ομάδες του Μουντιάλ τελικά θα είναι 32 προκειμένου να διεξαχθούν οι αγώνες στο απομονωμένο αλλά ένδοξο και κατάσπαρτο με πανάκριβη τέχνη Κατάρ.

