Πηνελόπη Δέλτα «Τραπεζαρία με ενθυμήσεις μελαγχολικές»
Το αστικό σπίτι στην Αλεξάνδρεια, το περιβάλλον, τα ερεθίσματα, η γέννηση της λογοτεχνικής επιθυμίας και ο τραγικός επίλογος στην οικία της Κηφισιάς
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Αν μιλούνε τα σπίτια, αν ένα σπίτι με τη διαρρύθμιση και την επίπλωση και την οργάνωση του νοικοκυριού του μπορεί να συγκροτήσει μια ολόκληρη προσωπικότητα και να ερμηνεύσει με σαφήνεια τη γέννηση και τις τάσεις μιας καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας, τότε το πρώτο πατρικό σπίτι της Πηνελόπης Μπενάκη, μετέπειτα Δέλτα, στην Αλεξάνδρεια στα τέλη του 19ου αιώνα, όπως το περιγράφει η ίδια στις Πρώτες ενθυμήσεις της (Ερμής 1985), είναι ένα σπίτι πολύ ομιλητικό.
Το σπίτι στην Αλεξάνδρεια
Πρώτα απ’ όλα, το σπίτι με την εγγλέζικη επίπλωση δηλώνει την αστική καταγωγή της Πηνελόπης, κόρης του εμπόρου Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη, από χιώτικη οικογένεια εμπόρων. «Το σπίτι μας, ένας όροφος σε μιαν οκέλα (πολυκατοικία) στην Αλεξάντρεια. Εμπαινες στην είσοδο, απλά αλλά αρχοντικά επιπλωμένη, με ξύλινους μπάγκους και καθίσματα κ’ ένα έπιπλο με καθρέφτη, όπου κρεμνούσες το επανωφόρι κ’ έβαζες σ’ ένα χώρισμα ομπρέλες και μπαστούνια». Σ’ αυτόν τον καθρέφτη ο πατέρας της θα διορθώνει το ντύσιμό του ανοιχτά, ενώ η μητέρα της θα συγυρίζει τα μαλλιά της κρυφά, κινήσεις απλές, καθημερινές που παρατηρεί ένα παιδί και αντιλαμβάνεται τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία της εποχής, μια κοινωνία στην οποία οι γυναίκες δεν είχαν ελευθερία θέλησης και σκέψης, δεν έπρεπε καν να πολυφροντίζουν φανερά την εμφάνισή τους. «Αργότερα ένα ωρολόγι, μ’ έναν κούκο που έβγαινε από μια πορτίτσα και φώναζε τις ώρες, κρεμάστηκε στον τοίχο αριστερά της εξώπορτας. Ολοι μας μάθαμε την ώρα σε αυτό τ’ ωρολόγι. Εγώ τυραννίστηκα πολύ να τη μάθω, ήμουν ανεπίδεκτη μαθήσεως για πολύν καιρό και με κορόιδευαν τ’ αδέλφια μου… Πολύ αργότερα προστέθηκαν και δύο πορτσελανένια σκυλιά στην είσοδο, δύο μπουλντόγκ φυσικού μεγέθους… Τα είχε φέρει ο πατέρας μου από την Αγγλία, όπου πήγαινε συχνά για δουλειές…».
Στα πρώτα παιδικά χρόνια της γεννημένης το 1874 Πηνελόπης, το σπίτι του ανερχόμενου εμπόρου πατέρα της μαρτυρούσε τη θέση της οικογένειας στο πλαίσιο του ακμάζοντος κοσμοπολίτικου παροικιακού ελληνισμού της Αλεξάνδρειας, την κοινωνική τους ζωή, την ανατροφή και τη μόρφωση που η οικογένεια έδινε στα παιδιά της: «Αριστερά της εισόδου, μια κλειστή πόρτα, που άνοιγε σπανίως, στις μεγάλες περιστάσεις. Ηταν το μεγάλο σαλόνι με μεταξωτές κίτρινες νταμασέ κουρτίνες κ’ έπιπλα, καναπέδες, πολυθρόνες, όρθιες καρέγλες με σχήμα μενταγιόν ράχες, τα ξύλα τους όλα σκούρα καφέ και το μεταξωτό κίτρινο καναρινί, πουφ και σκαμνάκια, η φρικτή επιπλωσιά της εποχής. Ολοι μου οι θείοι και οι θείες (όσοι μπορούσαν να έχουν καλά έπιπλα) είχαν το ίδιο κίτρινο σαλόνι, επίσης και όλα τα φιλικά πλούσια σπίτια. Οι γονείς μου δεν ήταν πλούσιοι τότε, μα το σπίτι τους ήταν πάντα αρχοντικό».
Πλάι στο σαλόνι βρισκόταν η μεγάλη τραπεζαρία, με καρυδένια αγγλικά βαριά έπιπλα και κανελιές βελούδινες πολυθρόνες. Αυτό ήταν το «πιο κατοικημένο δωμάτιο»: «Εκεί έραβε τα βράδια η μητέρα μου, στο μεγάλο τραπέζι σκεπασμένο με μια κλαδωτή κόκκινη φανέλα, εκεί εργάζουνταν ο ακούραστος πατέρας μου, σαν ήρχουνταν σπίτι, εκεί δέχουνταν η μητέρα μου τις φιληνάδες της που έφερναν το ράψιμό τους, εκεί μπήκε αργότερα ένα πιάνο, όπου μάθαμε το ντο, ρε, μι, φα, σολ η μεγάλη μου αδερφή κ’ εγώ. Στο πιάνο απάνω προστέθηκε αργότερα μια κούκλα αραπίνα, με παρδαλά χρωματιστά κοντά φουστάνια, μαύρα γυμνά πόδια και κόκκινο μεταξωτό μαντήλι στο κεφάλι… Στην ίδια τραπεζαρία προστέθηκε ένα χρυσό κλουβί με ένα κόκκινο πουλί που, σαν το κούρδιζες, κελαηδούσε σαν αηδόνι… Τρίτο και καλύτερο μπήκε ένα musical box, κουτί ωραίο με ρόδες και κύλινδρο μετάλλινο, όλο αγκάθια, που σήκωναν μουσικά δοντάκια ή έπαιζαν κομμάτια της εποχής. Εκεί πρωτομάθαμε Προφήτη του Meyerbeer, Νόρμα και άλλα, γερμανικές ιδίως μελωδίες…». Η ατμόσφαιρα της ζωής στην Αλεξάνδρεια της εποχής θα μεταφερθεί αργότερα στον Μάγκα (1935).
Οι σκληροί γονείς
Η τραπεζαρία αυτή, με τις βαριές της βελουδένιες καφέ σκούρες κουρτίνες θα έχει για την Πηνελόπη «πολλές ενθυμήσεις, μελαγχολικές οι περισσότερες, γιατί μελαγχολική ήταν η ιδιοσυγκρασία μου, ίσως γιατί η σκανταλιά μου και οι αταξίες μου με έριχναν σε περιπέτειες που τελείωναν πάντα με ξύλο και τιμωρίες». Οι σκανταλιές και οι αταξίες (των καλοκαιρινών διακοπών) θα περιγραφούν αργότερα στον αυτοβιογραφικό Τρελαντώνη (1932), με πρωταγωνιστή τον αδελφό της Αντώνη, ιδρυτή του Μουσείου Μπενάκη στην Αθήνα. Πάντως, τα παιδικά χρόνια στο πατρικό σπίτι ήταν στερημένα από τρυφερότητα: «Η ανατροφή που μας έδιναν ήταν σκληρή, άχαρη, αλλά γερή». Η μητέρα, που η Πηνελόπη αγαπούσε με «πάθος αρρωστιάρικο», ήταν μια γυναίκα «αγέρωχη, τυραννική, αμείλικτη συχνά… Ολοι οι Χωρέμηδες ήταν σκληροί και στεγνοί. Και η μητέρα ήταν Χωρέμαινα ως την ψυχή. Οταν νόμιζε πως ένα πράγμα ήταν σωστό ή χρήσιμο, τραβούσε το δρόμο της, ίσια κατά το σκοπό της, αδιαφορώντας αν τσαλαπατούσε καρδιές, αγνοώντας πως ρήμαζε ζωές». Αλλά και ο πατέρας, ο μετέπειτα υπουργός Γεωργίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας (1911-1912) του Ελευθέριου Βενιζέλου – μετά την εγκατάσταση στην Αθήνα το 1910 – και το 1914 δήμαρχος Αθηναίων, «στο ζήτημα της «αγάπης» ήταν στεγνός. «Aγάπες, ανοησίες!» έλεγε με περιφρόνηση… Kαι τσαλαπάτησαν και κατέστρεψαν ζωές και οι δυο… και πέθαναν χωρίς να το αντιληφθούν ποτέ, χωρίς ποτέ να σταματήσουν, να διερωτηθούν καν, αν αυτό που κάνουν δεν είναι εγκληματικό». Χάδια στο σπίτι δεν υπήρχαν. Οι γονείς «ήταν δυο θεότητες που τις λατρεύεις, τις φοβάσαι, μα προτιμάς να μένεις μακριά απ’ αυτές».
Τα βιώματα και τα τραύματα της παιδικής ηλικίας θα αποτυπωθούν στα διηγήματα της συλλογής Τ’ ανεύθυνα (1921) και οι απόψεις της για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών στο Στοχασμοί περί της ανατροφής των παιδιών μας (1911). Ο εγγονός της Παύλος Ζάννας προλογίζοντας τις Πρώτες ενθυμήσεις της θα παρατηρήσει εύστοχα ότι το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει η Πηνελόπη τα παιδικά της χρόνια «προσδιόρισε αποφασιστικά τη στάση της απέναντι στη ζωή αλλά και το συγγραφικό της έργο».
Η νόνα, ο Δέλτας και η δημοτική γλώσσα
Στο nursery του πατρικού σπιτιού, με τις αγγλίδες και γαλλίδες νταντάδες, τα παιδιά μαθαίνουν γρήγορα ανάγνωση. Ωστόσο, «τα ελληνικά μας βιβλία τα μισούσαμε», θα σημειώσει η Πηνελόπη. «Δασκαλικά, καθαρευουσιάνικα, ακατάληπτα, αντιπροσώπευαν για μας τον άχαρο κόπο του μαθήματος που δεν μαθαίνεται, που το παπαγαλίζεις…». Θα γράψει τα δικά της βιβλία στη δημοτική, επηρεασμένη και από το περιβάλλον του φαναριώτικης καταγωγής συζύγου της, Στέφανου Δέλτα. Η Βιργινία, που πάντρεψε πολλούς σχεδόν με τη βία, φρόντισε και αυτόν τον γάμο το 1895. Με τον Δέλτα η Πηνελόπη δεν θα ευτυχήσει, θα ωφεληθεί όμως από την παιδεία και τις επαφές του στον κύκλο των πρώτων δημοτικιστών (Πάλλη, Εφταλιώτη, Φωτιάδη, Παλαμά…), με τους οποίους η Πηνελόπη θα αρχίσει να αλληλογραφεί. Η ίδια θα εξομολογηθεί πως το πατρικό σπίτι «δεν ήταν φιλολογικό, πνευματικό» και πως η κλασική βιβλιοθήκη του ήταν «χωρίς αξία, χωρίς προσωπικότητα» και της προκαλούσε αντιπάθεια για τα ελληνικά αναγνώσματα, και θα παραδεχτεί πως «ελληνικά διάβασα μονάχα αφού παντρεύθηκα και πέρασα βαθιά εξέλιξη».
Η κλίση της όμως προς τη λογοτεχνία, τη συγκινησιακή χρήση της γλώσσας, εκδηλώνεται κιόλας σ’ αυτή την τραπεζαρία του πατρικού σπιτιού, όπου η αγράμματη – «ένεκα της επαναστάσεως του 1821 όπου μεγάλωσε μες στους δρόμους και τις σφαγές» – χιώτισσα νόνα της, η μητέρα της μητέρας της, χωμένη στη βαθιά βελουδένια πολυθρόνα, της ζητά κάθε βράδυ να της απαγγείλει τα ποιήματα «Ο Χριστός και το παιδάκι» του Παράσχου και «Ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει» του Ζαλοκώστα και δακρύζει συγκινημένη κάθε φορά ενώ η Πηνελόπη βάζει όλο της το πάθος για να τη συγκινήσει. Και οπωσδήποτε αυτή η άμεση σχέση της οικογένειας με τη ζεστή ύλη της ελληνικής Ιστορίας θα ρίξει τον σπόρο για τα μεταγενέστερα ιστορικά μυθιστορήματα της Πηνελόπης.
Πρότυπα για τα παιδικά βιβλία που θα γράψει αργότερα θα βρει στα αναγνώσματα του παιδικού nursery: «Μα τ’ αγγλικά μας βιβλία τα καταβροχθίζαμε. Εκεί μέσα έβρισκα τροφή να καλλιεργήσω τη θλίψη και τη μοναξιά των παιδικών μου χρόνων. Μέσα στα βιβλία αυτά παντού, πάντα οι μητέρες αγκάλιαζαν, φιλούσαν, χάιδευαν, αγαπούσαν τα παιδιά τους». Η Βιργινία δεν γνώριζε τα παράπονα και την κριτική της κόρης της, φαίνεται πως δεν είχε διαβάσει κανένα από τα κείμενά της.
Η οικία Δέλτα στην Κηφισιά
Η βελτίωση των οικονομικών του Εμμανουήλ Μπενάκη μετέφερε αργότερα την οικογένεια σε μεγαλοπρεπέστερο σπίτι και συνοικία και στις συχνές μετακινήσεις της μεταξύ Αθήνας και Αλεξάνδρειας η Πηνελόπη θα κατοικήσει διάφορα σπίτια. Η ζωή στο συζυγικό σπίτι με τον Δέλτα, που ήταν τρυφερός αλλά δεν της ενέπνευσε έρωτα, «κυλούσε βαρετά, μονότονα και άχρωμα» και η συγκατοίκηση με την πεθερά της τα πρώτα δέκα χρόνια έκανε τη ζωή τους «συχνά ανιαρή, αντιπαθητική και άσχημη». Ο Ιων Δραγούμης που θα γνωρίσει στην Αλεξάνδρεια το 1905 θα έρθει «σαν κυκλώνας που σάρωσε τα πάντα». Το 1906 θα αναχωρήσουν με τον Δέλτα για την Ευρώπη και το 1907 θα εγκατασταθούν στη Φρανκφούρτη όπου εκείνος θα ανοίξει υποκατάστημα του οίκου «Χωρέμη – Μπενάκη». Στο ταξίδι θα εξομολογηθεί στον Δέλτα τον έρωτα για τον Δραγούμη κι εκείνος θα θέσει όρους για μια συμβατική συμβίωση στη συνέχεια. Θα επιστρέψουν και θα εγκατασταθούν στην Αθήνα το 1916, στην έπαυλη στην Κηφισιά, η οποία στεγάζει σήμερα τα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη. Η κατοικία αυτή φιλοξένησε πολλές προσωπικότητες της εποχής και περιποιόταν πολύ συχνά τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Από δείπνο στην οικία Δέλτα στην Κηφισιά επέστρεφε το βράδυ της 6ης Ιουνίου 1933 όταν έγινε η απόπειρα δολοφονίας του. Το ίδιο σπίτι φιλοξένησε επίσης, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, πολλές οικογένειες προσφύγων.
Εκεί καθαρογράφτηκαν οι Ενθυμήσεις της, ως παρακαταθήκη στις κόρες της, ο Τρελαντώνης, ο Μάγκας, τα Μυστικά του βάλτου (1937) και οι αυτοβιογραφικές Ρωμιοπούλες (1939). Τον Απρίλιο του 1941 αυτή η μαχητική και δημιουργική γυναίκα ήταν απογοητευμένη και η προϊούσα παράλυση των άκρων της, που είχε ξεκινήσει το 1925, είχε επιδεινωθεί βαριά. Στις 27 Απριλίου, όταν μπαίνουν τα γερμανικά στρατεύματα στην Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα θα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, παίρνοντας δηλητήριο. Θα πεθάνει πέντε μέρες μετά. Είχαν προηγηθεί άλλες δύο απόπειρες αυτοκτονίας για χάρη του Ιωνα, τον οποίο πένθησε μετά τη δολοφονία του τον Ιούλιο του 1920 φορώντας έκτοτε μαύρα. Είχε προλάβει ωστόσο να προσθέσει σχεδόν χίλιες σελίδες σχολίων στα ημερολόγια και στο αρχείο του Ιωνα Δραγούμη που της είχε εμπιστευθεί νωρίτερα την ίδια χρονιά ο αδελφός του, Φίλιππος.

