Την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του στις Ηνωμένες Πολιτείες το βιβλίο «Fear: Trump in the White House» («Φόβος. Ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο») πούλησε 1,1 εκατομμύρια αντίτυπα, τα περισσότερα στην 94χρονη ιστορία του εκδοτικού οίκου Simon & Schuster. Από τη μία πλευρά, ο θρίαμβος οφείλεται στο στόρι του. Φατρίες συγκρούονται, στελέχη καθυβρίζονται, αξιωματούχοι παραιτούνται, ο πρόεδρος και οι στενότεροι συνεργάτες του ανταλλάσσουν βωμολοχίες, σε ένα σκηνικό που ικανοποιεί πλήρως τη δίψα του κοινού για αιματηρά θεάματα. Από την άλλη πλευρά, η επιτυχία έχει να κάνει με το όνομα του συγγραφέα. Ο 75χρονος σήμερα Μπομπ Γούντγουορντ μπορεί να μην είναι ο ορμητικός νέος της «Washington Post» που το 1974 προξενούσε την παραίτηση ενός προέδρου καθιστώντας τον όρο «Γουότεργκεϊτ» ορόσημο της σύγχρονης Ιστορίας, είναι όμως ο κατεξοχήν θεσμός της αμερικανικής πολιτικής δημοσιογραφίας. Θεσμός, μάλιστα, ο οποίος τιμάται ως είδωλο, με τακτικά λιβανίσματα, ευχολόγια και προσφορές κατά τις εμφανίσεις του στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, απολαμβάνοντας το κύρος της αυθεντίας. Αν και η δημοσίευση του βιβλίου για τον Τραμπ εξιλεώνει ίσως τον πατριάρχη του Τύπου (οι ύμνοι από το προοδευτικό στρατόπεδο ήταν διθυραμβικοί), δεν αναιρεί τη σταδιακή μετατροπή του από πρωτοπόρο της ανεξάρτητης ερευνητικής δημοσιογραφίας σε απόλυτο insider της Ουάσιγκτον. Στη συνείδηση της κοινής γνώμης ο ίδιος έχει ταυτιστεί με τον αντίστοιχο ρόλο της απαράμιλλης ταινίας «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου», ένα όμως είναι βέβαιο: ο Μπομπ Γούντγουορντ δεν είναι ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ.
Γεννημένος στην Τζενίβα του Ιλινόις το 1943, γιος πολιτειακού δικαστή, δεν είχε εξαρχής μεράκι να αποβεί πρωταθλητής της Τέταρτης Εξουσίας. Σπούδασε Ιστορία και Αγγλική Φιλολογία στο Γέιλ, υπηρέτησε επί πέντε χρόνια στο αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό, έγινε δεκτός το 1970 στην περίφημη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, προτίμησε όμως να ενταχθεί στο δυναμικό της «Washington Post». Περίπου έναν χρόνο μετά την έλευσή του στην «Post», τον Ιούνιο του 1972, η διάρρηξη στα γραφεία των Δημοκρατικών της Ουάσιγκτον στο κτίριο Γουότεργκεϊτ θα του έδινε την ευκαιρία, από κοινού με τον Καρλ Μπέρνστιν, να ξετυλίξει ένα ανεπανάληπτο κουβάρι παρασκηνιακών ενεργειών, παρακολουθήσεων, συγκαλύψεων, λαθροχειριών του δικτύου των «υδραυλικών» που ο Λευκός Οίκος του Ρίτσαρντ Νίξον είχε στήσει για προσπορισμό πολιτικού οφέλους έναντι των αντιπάλων του.
Εκτοτε, ο μεν Μπέρνστιν εξελίχθηκε σε δημοσιογράφο των σελέμπριτις, ο δε Γούντγουορντ στον πρύτανη των ρεπόρτερ της Ουάσιγκτον που έχει καταγράψει έως τώρα τα πεπραγμένα εννέα προέδρων. Οχι πάντοτε με τον υποδειγματικό τρόπο με τον οποίο κάλυψε το αρχετυπικό σκάνδαλο της αμερικανικής πολιτικής, δίνοντας στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ τη δυνατότητα να τον αναπαραστήσει ως επαγγελματία κριτή της εξουσίας. Μεταξύ των μετά Γουότεργκεϊτ πονημάτων του υπήρξαν το «The Man Who Would Be President» (εκδ. Simon & Schuster), ένα βιβλίο στο οποίο επιχειρούσε να πείσει το κοινό ότι ο Νταν Κουέιλ, ο αδαής, γκαφατζής αντιπρόεδρος του Τζορτζ Μπους πατρός, ήταν επάξιος συνεχιστής της συντηρητικής παράδοσης του Ρόναλντ Ρίγκαν, όπως και τα δύο πρώτα του έργα για την περίοδο του Μπους υιού («Bush at War» και «Plan of Attack», αμφότερα από τις ίδιες εκδόσεις), όπου οι 11 ώρες συνεντεύξεων που του παραχώρησε απλόχερα ο τότε πρόεδρος αύξησαν εκθετικά τον θαυμασμό του – προτού η εξέγερση στο Ιράκ, το Αμπου Γκράιμπ και οι θάνατοι περίπου 5.000 αμερικανών στρατιωτών τον κάνουν να ανακρούσει πρύμναν στα δύο τελευταία («State of Denial» και «The War Within», όλα εκδ. Simon & Schuster), υιοθετώντας μιαν άκρως επικριτική γραμμή.
Κακός δημοσιογράφος δεν είναι σε καμία περίπτωση. Εργατικός, φιλόπονος, μεθοδικός, επιμελής, ο Γούντγουορντ είναι άψογος σε ό,τι αφορά τις πρακτικές της έρευνας. Εκλεκτικός ως προς τη δημόσια παρουσία του, ασκητικός ως προς την προβολή του, επιζητεί μόνο σύντομα διαλείμματα στα φώτα της ράμπας – εξ ου και δεν έχει καεί έπειτα από συνεχή 45ετή έκθεση. Προπάντων, διακρίνεται για την προστασία των πηγών του. Κράτησε πλήρως μυστική την ταυτότητα του κυριότερου πληροφοριοδότη του Γουότεργκεϊτ, Μαρκ Φελτ, τότε υπ’ αριθμόν 2 του FBI, έως ότου, λίγο προτού αυτός πεθάνει, η οικογένειά του αποκάλυψε ότι εκείνος υπήρξε το «Βαθύ Λαρύγγι». Κατά κανόνα, όσοι τού μιλούν δεν κατονομάζονται ανοιχτά, το ποιόν τους πιθανολογείται από το είδος των πληροφοριών που παρέχεται στο κείμενο. Για πολλούς όμως η τακτική αυτή συνιστά πλέον υπερπροστασία που ισοδυναμεί αφενός με χαριστική συμπεριφορά έναντι συγκεκριμένων πηγών σε αντάλλαγμα των κακολογιών τους για τους άλλους, αφετέρου με παντελή έλλειψη κριτικής του ιδίου στα πρόσωπα και στα πράγματα.
Ο σατιρικός συγγραφέας Ράσελ Μπέικερ έλεγε ότι για να διακριθεί κανείς ως πολιτικός ρεπόρτερ στην Ουάσιγκτον πρέπει να αποβεί «μεγάφωνο εξυπηρέτησης απατεώνων». Αυτή ήταν η κατηγορία που λίγο-πολύ εξαπέλυσε έναντι του Γούντγουορντ το 1996 ο βρετανός δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς: το τίμημα της αναγωγής του σε προτιμώμενο εξομολόγο των κυβερνώντων, θέση που είχε κατακτήσει με την ποιότητα της αρχικής του δουλειάς, ήταν η εξάρτηση. «Η δημοσιογραφία της πρόσβασης», έγραφε στο διαδικτυακό περιοδικό «Salon», «δεν μπορεί να είναι αξιακά ουδέτερη, γιατί περιλαμβάνει την εύνοια προς κάποιους και την ανταμοιβή τους». Εισερχόμενος σε αυτόν τον ολισθηρό δρόμο τού δούναι και λαβείν, ο Μπομπ Γούντγουορντ από δημοσιογραφικό πρότυπο είχε καταστεί «στενογράφος των σταρ». Και από τους σταρ του, όσοι είχαν μιλήσει στον συγγραφέα διασώζονταν ως οι καλοί της υπόθεσης – ή, έστω, οι μεταμεληθέντες. Οσοι δεν είχαν μιλήσει, ρίπτονταν στο πυρ το εξώτερον.
Κι αν απορρίψει κανείς την κριτική του Χίτσενς, απομένουν οι αντιρρήσεις ενός άλλου μεγάλου ονόματος της αμερικανικής δημοσιογραφίας, της Τζόαν Ντίντιον. Για εκείνη, ο Γούντγουορντ έχει εγκαταλείψει ακριβώς το στοιχείο που έκανε τόσο κοφτερά και αποτελεσματικά τα ρεπορτάζ του με τον Μπέρνστιν για το Γουότεργκειτ: τη διασταύρωση μαρτυριών με στοιχεία προκειμένου να αμφισβητήσει το έως τότε κυρίαρχο αφήγημα μιας υπόθεσης. «Οσοι μιλούν στον κ. Γούντγουορντ», έγραφε στις 19 Σεπτεμβρίου 1996 στο «New York Review of Books», «μπορούν να είναι βέβαιοι ότι θα σταθεί ευγενικός μαζί τους […], ότι δεν θα αισθανθεί την ανάγκη να κάνει τη σύνδεση μεταξύ των όσων λέγονται και των όσων είναι ήδη γνωστά». Το αποτέλεσμα είναι μια «σχολαστική παθητικότητα, μια συμφωνία να καλυφθεί η ιστορία όχι όπως συμβαίνει, αλλά όπως παρουσιάζεται, δηλαδή όπως κατασκευάζεται». Ως εκ τούτου, στα βιβλία του «δεν υπάρχει καμία μετρήσιμη εγκεφαλική δραστηριότητα», στην Ουάσιγκτον δεν διαβιούν ποτέ μεμπτοί πολιτικοί, αλλά «σοφοί, αν και παρεξηγημένοι ή, ενίοτε, παραπλανημένοι επιστάτες» του δημόσιου βίου, και το είδος που υπηρετεί ο Γούντγουορντ είναι η «πολιτική πορνογραφία».
Τέτοιες επικρίσεις δεν θα διαβάσετε αυτές τις ημέρες. Το κατεστημένο των Δημοκρατικών είναι υπέρ το δέον ικανοποιημένο με τις ομοβροντίες του έναντι του Τραμπ για να ανασκαλέψει παλιές αμαρτίες. Επιπλέον, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, ο δημοσιογράφος δεν έχει να κάνει με κομματικούς πατρικίους: με λίγες εξαιρέσεις, ο σημερινός Λευκός Οίκος κατοικείται είτε από παίκτες μικρότερου βεληνεκούς είτε από κουρσάρους που άλωσαν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα – και σε αυτούς ο Γούντγουορντ δεν χρωστάει χάρες. Στον Μάικλ Ντάφι του «Time» έλεγε στις 23 Σεπτεμβρίου ότι ανησυχεί για «τις αντιδράσεις ενός προέδρου με αποδιοργανωτικές τάσεις στη διάρκεια μιας γνήσιας κρίσης» και καλούσε τον κόσμο (όπως και σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις τα τελευταία δύο χρόνια) «να ξυπνήσει». Η υπόμνηση είναι καλοδεχούμενη, αλλά πιθανότατα θα είχε μεγαλύτερη απήχηση αν την εξέφραζε εκείνος ο άλλος Μπομπ Γούντγουορντ – ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ.